Με την ονομασία καλάι (στα αγγλικά: solder ή kalay), από την τουρκική λέξη kalay που σημαίνει κασσίτερος, φέρεται στο ελληνικό εμπόριο το συγκολλητικό κράμα μαλακής συγκόλλησης, δηλαδή ετερογενούς συγκόλλησης σε χαμηλή θερμοκρασία (π.χ. κάτω από 200°C). Πρόκειται συνήθως για κάποιο κράμα[1] κασσίτερου με άλλα μαλακά μέταλλα χαμηλού σχετικά σημείου τήξης όπως χαλκός, ψευδάργυρος και κάτω από 2% άργυρος. Τα κράματα αυτά μορφοποιούνται συνήθως σε ράβδους ή σε συρμάτινα ρολά.
Η κασσιτεροκόλληση (αγγλικά: soldering)[2] είναι μια μαλακή συγκόλληση[3] της οποίας οι συγκολλήσεις είναι αγώγιμες και μη ανθεκτικές στη μηχανική καταπόνηση. Το κράμα περιείχε παλιότερα και μόλυβδο, του οποίου η χρήση έχει σήμερα περιοριστεί διότι είναι ένα ιδιαίτερα τοξικό μέταλλο. Η ευρωπαϊκή κοινοτική οδηγία WEEE έχει απαγορεύσει τη χρήση μολύβδου σε ηλεκτρονικές συσκευές μαζικής παραγωγής, και επίσης η χρήση του περιορίζεται από την ευρωπαϊκή οδηγία RoHS.
Η συγκόλληση αυτή χρησιμοποείται σε χάλκινα σκεύη, στη συσκευασία τροφίμων[4] και στη σύνδεση των καλωδίων και ολοκληρωμένων κυκλωμάτων στις ηλεκτρονικές πλακέτες. Επίσης χρησιμοποιείται ευρύτατα και στη φανοποιία. Παλαιότερα με καλάι σφραγίζονταν από ειδικά συνεργεία της υπηρεσίας σταθμών, του υπουργείου εμπορίου, από το κάτω μέρος οι ειδικές χελώνες, μετρικά βάρη, υποδιαιρέσεις και πολλαπλάσια της οκάς που χρησιμοποιούνταν στα διάφορα καταστήματα καθώς και οι πλάστιγγες αυτών, ως δείκτες ελέγχου ακρίβειας βάρους.