Η κανόλα (canola) αποτελεί ποικιλία της ελαιοκράμβης. Αρχικά το λάδι ελαιοκράμβης δεν ήταν φαγώσιμο, λόγω της αυξημένης περιεκτικότητας σε ερουκικό οξύ. Το 1976 επιστήμονες από τον Καναδά, ανέπτυξαν μέσα από διασταυρώσεις, τη σύγχρονη βρώσιμη ποικιλία ελαιοκράμβης[1]. Από αυτή την ποικιλία ελαιοκράμβης παράγεται το ομώνυμο φαγώσιμο λάδι. Η κατανάλωσή του θεωρείται ασφαλής από τον άνθρωπο[2][3] και τα ζώα.[4] Αποτελεί επίσης πηγή παραγωγής βιοντίζελ όπως όλα τα φυτικά έλαια.
Η κανόλα παράγεται κυρίως στον Καναδά και στη Κίνα.
Πρόσφατες μελέτες δείχνουν ότι η κατανάλωση ελαιοκράμβης, όπως είναι το λάδι κανόλα καθώς και τα έλαια κανόλα που είναι υψηλά σε μονοακόρεστα λιπαρά, ενδεχομένως να μειώνουν περισσότερο το λίπος στην περιοχή της κοιλιάς συγκριτικά με άλλα έλαια. Τα μονοακόρεστα λιπαρά προστατεύουν την υγεία της καρδιάς. Άλλες πρόσφατες μελέτες δείχνουν ότι η βιταμίνη γ-τοκοφερόλη, που βρίσκεται στο κραμβέλαιο (λάδι κανόλα) και το σογιέλαιο, βλάπτει τους πνεύμονες[εκκρεμεί παραπομπή]. Έρευνες περαιτέρω δείχνουν πιθανή επίδραση της κανόλα στην ανάπτυξη νόσου Αλτσχάιμερ καθώς συντείνει στην χειροτέρευση της μνήμης εργασίας και βιοδεικτών σχετικών με τις εγκεφαλικές συνάψεις[5].