Το λήμμα παραθέτει τις πηγές του αόριστα, χωρίς παραπομπές. |
(δείτε επίσης: Ελληνικό αλφάβητο) | |
Πρωτοελληνική (περ. 3000 π.Χ.) | |
Μυκηναϊκή (περ. 1600–1200 π.Χ.) | |
Ομηρική (περ. 1200–800 π.Χ.) | |
Αρχαία ελληνική (περ. 800–300 π.Χ.) Διάλεκτοι: Αιολική, Αρκαδοκυπριακή, Αττική–Ιωνική, Δωρική, Παμφυλιακή, Ομηρική Μακεδονική | |
Ελληνιστική Κοινή (περ. από 330 π.Χ. ως 700)
| |
Μεσαιωνική ελληνική (περ. 700–1700) | |
Νέα ελληνική γλώσσα (από το 1700) Ιδιώματα: Δημοτική, Καθαρεύουσα, Αττικισμός Διάλεκτοι: Καππαδοκική, Κατωιταλική , Κρητική, Κυπριακή, Ποντιακή, Ρωμανιώτικη, Τσακωνική | |
Άλλες μορφές (από 19ο/20ό αιώνα) Ελληνικός κώδικας Μπράιγ, Ελληνική νοηματική γλώσσα, Κώδικας Μορς | |
Η Καππαδοκική διάλεκτος (SIL: CPG; ISO 639-2: ine) είναι ελληνογενής διάλεκτος που μιλιόταν στην Καππαδοκία της σημερινής κεντρικής Τουρκίας.
Η Καππαδοκική διάλεκτος, όταν είχε ακόμη φυσικούς ομιλητές στον χώρο της, περιελάμβανε τρεις ομάδες ιδιωμάτων (με βάση γλωσσογεωγραφικούς παράγοντες): α) το ιδίωμα της Σίλλης (κοντά στο Ικόνιο), β) το ιδίωμα των Φαράσων (και άλλων έξι χωριών που βρίσκονταν στην ίδια κοιλάδα), και γ) το ιδίωμα της κυρίως Καππαδοκίας. Οι πρόσφυγες από την περιοχή της Σίλλης, με την ανταλλαγή πληθυσμών εγκαταστάθηκαν κυρίως σε Αττική και Πέλλα, και δευτερευόντως σε Δράμα, Κιλκίς, Καβάλα και Κοζάνη.[1] Η περιοχή της Καππαδοκίας αποτελούσε επί μακρόν ελληνόφωνο θύλακο περιστοιχισμένο από την τουρκική πλειονότητα, με αποτέλεσμα η επίδραση της Τουρκικής να είναι εμφανής σε όλα τα επίπεδα, ενώ σε ορισμένα χωριά είχε παρατηρηθεί ακόμη και το φαινόμενο της γλωσσικής μίξης (Ουλαγάτς). Παρουσιάζει συγγένεια με την Ποντιακή διάλεκτο και θεωρείται ότι μαζί με αυτήν αποκόπηκε από τον υπόλοιπο ελληνόφωνο κορμό κατά τον 11ο αι. εξαιτίας των επιδρομών των Σελτζούκων Τούρκων.
Επειδή η διάλεκτος έχει πλέον σβήσει από την περιοχή της Καππαδοκίας, όλες οι μαρτυρίες για αυτήν προέρχονται από γραπτές πηγές και από μελετητές οι οποίοι ταξίδεψαν στην περιοχή πριν από την ανταλλαγή πληθυσμών (με κορυφαίο τον Άγγλο Richard M. Dawkins, 1916) ή συνομίλησαν αργότερα με πρόσφυγες από την Καππαδοκία (Αναστασιάδης, Ανδριώτης, Κεσίσογλου, Κωστάκης κ.ά.). Εντελώς πρόσφατα (σε επιστημονικά συνέδρια του 2004 και 2005) οι γλωσσολόγοι Mark Janse και Δημήτρης Παπαζαχαρίου (Πανεπιστήμιο Πατρών) υποστήριξαν ότι ανακάλυψαν μεσηλίκους ομιλητές της Καππαδοκικής στα Σήμαντρα της Μακεδονίας και στη Θεσσαλία, οι οποίοι είχαν ακόμη ευχερή γνώση της γλώσσας. Οι μαρτυρίες αυτών των ιθαγενών ομιλητών και η επεξεργασία των δεδομένων με βάση νεότερες γλωσσικές θεωρίες αναμένεται να οδηγήσουν στην από πολλού αναμενόμενη γραμματική της Καππαδοκικής διαλέκτου.
1) Σποραδική διατήρηση της προφοράς τού, ατόνου κυρίως, -η- ως /e/, όπως και στην Ποντιακή διάλεκτο (λ.χ. πεγάδ’ «πηγάδι», χελυκό / θελυκό «θηλυκό», ψε(λ)ό «ψηλός», εκκλεσία). Σημείωση: Για την ερμηνεία αυτού του φαινομένου υπάρχουν δύο απόψεις: α) ότι πρόκειται για αρχαϊσμό που επιβιώνει από την εποχή της Κοινής, β) ότι πρόκειται για φωνηεντική εξασθένηση χωρίς κανονιστικό πρότυπο.
2) Συχνή σίγηση ή τροπή των διαρκών συμφώνων β, γ, δ, θ, χ συνήθως σε αρχική ή ενδοφωνηεντική θέση λόγω αφομοιώσεως ή τουρκικής επίδρασης (η Τουρκική δεν διαθέτει τους φθόγγους δ, θ) με διαφορετικά προϊόντα ανάλογα με το ιδίωμα (λ.χ. dιάολους «διάβολος», ‘ναίκα «γυναίκα», βόι «βόδι», στάη < εστάθη, άυρου «άχυρο», τύρα < θύρα, τροωdού < τραγω-δώ).
3) Εκτεταμένη ουράνωση και τσιτακισμός των κ, τ σε [ts/tš], καθώς και του χ σε [š] προ των φωνηέντων /e, i/ (λ.χ. τούτšη «τούτη», πšυšή «ψυχή», έρšιτι «έρχεται», τšέφος «κέλυφος», šιώνα «χελώνα», τšερdίζω «κερδίζω», άρθρα šον, šην, šα «στον, στην, στα»). Σημείωση: Ο τσιτακισμός δεν ολοκληρώνεται όταν ο φθόγγος κ ανήκει στο ληκτικό επίθημα του παρατατικού -σκα, -σκες, -σκε...
4) Συχνή διατήρηση ασυνίζητων φωνηεντικών συμπλεγμάτων, εκεί όπου η Κοινή Νέα Ελληνική έχει προχωρήσει σε ημιφωνοποίηση (λ.χ. ποίος, καρdία, βοηθεία, χαρτίο, τšερία «χέρια»).
5) Σποραδική τροπή τού λ σε u [ł] προ των φωνηέντων /a, o, u/, δηλ. βαθμιαίος αναβιβασμός τού φωνήματος στην υπερώα, που μερικές φορές καταλήγει σε πλήρη σίγησή του (λ.χ. γουώσσα «γλώσσα», κωστή «κλωστή», πουάω «πουλώ»).
6) Συχνή διατήρηση αναφομοίωτων φθόγγων της Τουρκικής ή παρουσία φωνηεντικής αρμονίας (δηλ. προσαρμογή γειτνιάζοντος φωνήεντος με βάση το ριζικό φωνήεν) υπό τουρκική επίδραση. Συνήθως αυτό συμβαίνει σε λέξεις τουρκικής προελεύσεως, χωρίς να περιορίζεται σε αυτές (λ.χ. όρομα «όνειρο» < όραμα, γκαζαντού «κερδίζω» < τουρκ. kazanmak (πβ. ν.ελλ. καζαντίζω), γκəσμέτ’ «τύχη, μοίρα» < τουρκ. kısmet, ντüšüντώ «βλέπω», -ές, -έ, αντί -άς, -ά).
1) Η γενική πληθυντικού των αρσενικών και ουδετέρων (και μερικών θηλυκών) λήγει σε -ίουν σε όσα ιδιώματα διασώζεται, πβ. επίσης ποντιακό -ίων (λ.χ. τουν αρχοντίων, του νοματίουν, του θυρίουν, του ποταμίουν, του ‘ναιτšίουν «των γυναικών»).
2) Τάση για συγχώνευση των άρθρων με διαφορετικά προϊόντα κατά ιδίωμα (Ουλαγάτς: όλα τα ονόματα και των τριών γενών έχουν δύο τύπους, do για τον ενικό και dα για τον πληθυντικό, δηλ. dο άντρα / dα άντρες, do ψυή / dα ψυές) και για παράλειψη του άρθρου πριν από το ουσιαστικό ως υποκείμενο (λ.χ. ‘εναίκα του πέσαñ’ «η γυναίκα του πέθανε», Μαρία cι είπι «και η Μαρία είπε»).
3) Η προσωπική αντωνυμία επιτάσσεται του ρήματος που συνοδεύει (λ.χ. έμπασαν dα, έκλεψεν dα, χάνει τα, έπκεν dο, χιώρσα το «τον είδα (θώρησα)», πάασε με «με πήγε»), χωρίς να επισυμβαίνει έγκλιση τόνου.
4) Ο παρατατικός των ενεργητικών ρημάτων λήγει σε -κα, -κες, -κε ή -šκα, -šκες, -šκε ανάλογα με το επίθημα τού ρήματος και με το ιδίωμα, χωρίς το ουρανικό κ [c] να υφίσταται τσιτακισμό (λ.χ. λύñιšκε «έλυνε», ρωτάνκα «ρωτούσα», τρώνκα «έτρωγα», παίιšκες «έπαιζες», σελίνοσκα «ήθελα»).
5) Τάση για μετακίνηση του ρήματος προς το τέλος των προτάσεων υπό την ισχυρή επίδραση της σειράς όρων στην Τουρκική (ΥΑΡ: Υποκείμενο-Αντικείμενο-Ρήμα) και με διαφορετική συχνότητα κατά ιδίωμα (λ.χ. ιτσά dα τσίνες ‘ατί ντöγüστούν εγίπ; «αυτά τα πουλιά γιατί μαλώνουν άραγε;», εναίκα του κι πόταν γιουκούγει τούτα, οπ’ τšη χοłήν τžης πέσαñι «όταν τα ακούει αυτά η γυναίκα του, πέθανε από τη χολή της») και τοποθέτηση του ονόματος μετά τη γενική που εξαρτάται από αυτό (υπό τουρκ. επίδραση, λ.χ. κουγιουμτžή εναίκας οdά «η κάμαρα (οντάς) της γυναίκας τού χρυσοχόου»).
6) Το έμμεσο αντικείμενο των ρημάτων είναι σε πτώση αιτιατική (αντί γενικής), όταν πρόκειται για προσωπική αντωνυμία (π.χ. να σε δώσω, είπεν dα τον άντρα τς), όπως συμβαίνει στα βόρεια νεοελληνικά ιδιώματα.
7) Κλίση τού ρήματος είμαι σε ενεστώτα και παρατατικό: (ενεστώτας) ‘μαι, ‘σαι, εν’ / ‘ναι, ‘μιστε, (εί)τ-τε, (εί)νται· (παρατατικός) ήτομαι, ήτοσαι, (ή)τον, ήταμιστε, ήτατ-τε, ήταν(ται).
Η μακρά απομόνωση της διαλέκτου από τον υπόλοιπο ελληνόφωνο χώρο συνέβαλε αφ’ ενός μεν στη διατήρηση αξιοσημείωτων αρχαϊσμών (που δεν συναντώνται σε άλλες διαλέκτους) και ιδιωματισμών, αφ’ ετέρου δε στη βαθιά και εκτεταμένη επίδραση της Τουρκικής, από την οποία εισήλθαν όχι μόνο ουσιαστικά και ρήματα, αλλά και λέξεις με συντακτικό ρόλο (επιρρήματα, σύνδεσμοι κτλ.). Αξίζει να σημειωθεί ότι δεν υπάρχουν ιταλικά, σλαβικά, αρωμουνικά (βλάχικα) και αλβανικά δάνεια στην Καππαδοκική. Μπορούμε να διακρίνουμε τρεις αξιοπρόσεκτους λεξιλογικούς τομείς στη διάλεκτο:
1) Αρχαϊσμοί. Ορισμένες λέξεις προέρχονται από την Κοινή, ενώ για άλλες —δυσετυμολόγητες (όπως τα αριθμητικά τρίγκι «τρία», πέγκι «πέντε» κτλ.)— εικάζεται ότι αποτελούν κατάλοιπα αρχ. διαλέκτου που ομιλείτο εκεί (λ.χ. δάρα / ζάρα «τώρα» < εδάρε, μέτερ’ < ημέτερος, ταυρώ «τραυώ» (συνήθης γρ. τραβώ) < ταύρος, ορτό «αλήθεια» < αρχ. ορθόν, ήωμα «μεγάλο καρφί» < ήλωμα, ‘νεψίος «εξάδελφος»).
2) Ιδιωματισμοί. Η διάλεκτος περιλαμβάνει πλήθος ιδιωματικών φράσεων ή λέξεις με σημασία άγνωστη ή σπάνια στον υπόλοιπο ελληνόφωνο χώρο (λ.χ. απ’ το cιφάļ’ τ’ «από την αρχή (κεφάλι)», άλειμμα «βούτυρο», ψυšή «ζωή», ωμός «άπειρος», παρεδούμαι «παντρεύομαι» (αόρ. παρεδόθα), τšοιμίζω «ρίχνω κάτω (κοιμίζω)».
3) Τουρκικά δάνεια. Η παρουσία των τουρκικών λ. είναι εκτεταμένη σε όλα τα ιδιώματα και σε κάθε επίπεδο χρήσεως της γλώσσας, λ.χ. ίρι «μεγάλος» (< iri), πασχά «άλλος» (< baska), σεξέντα «ογδόντα» (< seksen), χεμέν «αμέσως» (< hemen), χερίφος «σύζυγος» (< herif). Η επίδραση της Τουρκικής φαίνεται σαφέστερα στην επόμενη υποενότητα, όπου παρατίθεται δείγμα της διαλέκτου.
• Παραμύθι από την Αξό (απόσπασμα από τον Dawkins, 1916, σ. 388).
Μπιρ βαqέτ κειοτάν ντυο αρqαdάšα. Πήγαν, πήγαν, ξέβαν, πήγαν. Το ‘να είπεν: «Πείνασαμ’· ας φάμ’ το σον το χρειά κ’ ύστερα το ‘μόν». «Χάιdε, ας φάμ’ το ‘μόν». Έφααν χρειά τ’. Σκοτιάνεν. «Ας κοιμηχούμ’ λίγο». Κοιμήχανε.
Μετάφραση: Έναν καιρό ήταν δύο σύντροφοι. Πήγαν, πήγαν, προχώρησαν, πήγαν. Ο ένας είπε: «Πεινάσαμε. Ας φάμε τα δικά σου τρόφιμα και ύστερα τα δικά μου». «Άντε, ας φάμε τα δικά μου». Έφαγαν τα τρόφιμά του. Σκοτείνιασε. «Ας κοιμηθούμε λίγο». Κοιμήθηκαν.
• Παραμύθι από τα Φάρασα (απόσπασμα από τον Dawkins, 1916, σ. 502).
Σα μπρώτο νταρό έντουν έργκο. Ατžεί ‘ς α μέρος ήσανται τέσσαρα νομάτοι. Σ’ απίσου το κόμμα είχαν α μουσκάρι. Μουσκάρι κ’ είπεν: «Α φάγω το κεπέκι». Μούχτσεν dα το τšουφάλιν dου σο πιθάρι, έφαεν dα το κεπέκι. Στέρου τžο μπόρκε να βγκάλει dο τšουφάλιν dου. Σωρεύταν dου σπιτού οι νομάτοι. «Να ιδούμε τους αν do ποίκομε». Τžο μπόρκαν να ποίκουν αν γκατžί. Το γερού οι νομάτοι: «Να κόψομ’ το τšουφάλιν dου, να γλυτώσομε το πιθάρι».
Μετάφραση: Τον παλιό καιρό έγινε ένα συμβάν (έργο). Εκεί σε ένα μέρος ήταν τέσσερεις άνθρωποι. Στο πίσω δωμάτιο είχαν ένα μοσχάρι. Το μοσχάρι είπε: «Θα φάω το πίτουρο». Έχωσε το κεφάλι του στο πιθάρι και έφαγε το πίτουρο. Ύστερα δεν μπορούσε να βγάλει το κεφάλι του. Μαζεύτηκαν οι άνθρωποι του σπιτιού. «Να δούμε τι θα κάνουμε». Δεν μπόρεσαν να φτειάξουν κάποιο σχέδιο. Οι μισοί άνθρωποι [είπαν]: «Να κόψουμε το κεφάλι του, να γλυτώσουμε το πιθάρι».
• Παραμύθι από το Ουλαγάτς (απόσπασμα από τον Κεσίσογλου, 1951, σ. 158-9)
Ήταν ερjό αβτžήα. Πήαν dο πλάι να αβλαdήσων· τόνανου dο καρjά έμη do jάβολος, έπε κι, «να σε σκοτώσω»· gι εκείνο jαλβάρσεν do, «μέ με σκοτώνεις», έπε, πολύ jαλβάρσε· dεκεινό dεν d' άκοσε, «να σε φαΐσω», έπε. Σόγνα gι εκεινό έπε, «ισύ πλαjού dο κιφάλ' έν-νες ένα šαχ, εσέ τι ξεύρει dο πατισάχ, έερ Χεβοjού dα λακουρdούjα αν έν-νων ορτά, do κιφάλι σ' ας dο κόψ' dο πατισάχ». Ούτšα έπεν dα σκότωσέν do.
Μετάφραση: Ήταν δύο κυνηγοί. Πήγαν στο βουνό (πλάι < πλάγι) να κυνηγήσουν· στου ενός την καρδιά μπήκε ο Διάβολος, είπε, «θα σε σκοτώσω»· κι εκείνος τον παρακάλεσε, «μη με σκοτώνεις», είπε, πολύ τον παρακάλεσε· εκείνος δεν τον άκουσε, «θα σε χτυπήσω (φαΐζω < αφανίζω)», είπε. Ύστερα (σόγνα < τουρκ. sonra) κι εκείνος είπε: «Εσύ εδώ στη βουνοκορφή έγινες άρχοντας (ο παρελθοντικός χρόνος συνήθης σε προβλέψεις για το μέλλον), εσένα που σε ξέρει ο βασιλιάς, αν του Θεού τα λόγια είναι αληθινά, το κεφάλι σου ας το κόψει ο βασιλιάς». Έτσι είπε και τον σκότωσε.