Καρλ Ρουντολφ Μπρόμι | |
---|---|
Γενικές πληροφορίες | |
Όνομα στη μητρική γλώσσα | Karl Rudolf Brommy (Γερμανικά) |
Γέννηση | 10 Σεπτεμβρίου 1804[1] Anger-Crottendorf |
Θάνατος | 9 Ιανουαρίου 1860[1] Burglesum |
Χώρα πολιτογράφησης | Γερμανία |
Εκπαίδευση και γλώσσες | |
Ομιλούμενες γλώσσες | Γερμανικά |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Ιδιότητα | δημιουργός γραπτών έργων στρατιωτικός[2] |
Στρατιωτική σταδιοδρομία | |
Βαθμός/στρατός | contrammiraglio/Πρωσικό Ναυτικό |
Σχετικά πολυμέσα | |
Ο υποναύαρχος Καρλ Ρούντολφ Μπρόμι ( η αλλαγή του ονόματος του έγινε για τον αντικατοπτρισμό της αγγλικής προφοράς, από το κανονικό του όνομα Μπρούμ) ( 10 Σεπτεμβρίου 1804 – 9 Ιανουαρίου 1860) ήταν αξιωματικός του ναυτικού, ο οποίος βοήθησε στην εγκαθίδρυση του πρώτου ενοποιημένου γερμανικού στόλου, του Ράιχσφλοττε, κατά τη διάρκεια του πρώτου πολέμου στο Σλέσβιχ, ο οποίος ξέσπασε λίγο πριν τις επαναστάσεις των γερμανικών κρατών, το 1848.
Κατά τη διάρκεια των νεανικών του χρόνων, υπηρέτησε στο Χιλιανό, το Βραζιλιάνικο και το Ελληνικό ναυτικό, υπό την αρχηγεία του ναυάρχου Τόμας Κόχραν, 10ου κόμη του Ντάντοναλντ. Όντας έμπειρος θαλάσσιος διοικητής, ο Μπρόμι συνεισέφερε σημαντικά στην εκπαίδευση του Γερμανικού ναυτικού και παράκτιες υποδομές.
Γεννημένος ως Καρλ Ρούντολφ Μπρούμ στην Ανζέρα (τώρα μέρος της Λειψίας), στο εκλογικό σώμα της Σαξονίας, ήταν το πέμπτο παιδί του Γιόχαν Σάιμον Μπρούμ και της συζύγου του Λουίζ. Ο Μπρούμ έμεινε ορφανός όταν ήταν ακόμα σε παιδική ηλικία. Το 1818, ο νεαρός πήρε άδεια από τον κηδεμόνα του να γίνει ναύτης και σπούδασε στη σχολή ναυσιπλοΐας στο Αμβούργο. Έκανε το πρώτο θάλασσιό του ταξίδι με το Μπρινγκ Χάινριχ. Τελικά, υπηρέτησε σε διάφορα ιστιοφόρα των Ηνωμένων Πολιτειών και κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, ο νεαρός άλλαξε την ορθογραφία του ονόματός του σε « Μπρόμι», για να είναι ταιριαστό στην αγγλική προφορά.
Το 1820, κατά τη διάρκεια της παραμονής του στη δυτική ακτή της Νότιας Αμερικής, ο Μπρόμι κατατάχθηκε ως μεσίτης στο ναυτικό της Χιλής, την εποχή που ηγέτης του ναυτικού ήταν ο Βρετανός ευγενής Λόρδος Κόχραν, ο πρώην αξιωματικός του Βασιλικού ναυτικού που είχε διακριθεί στους Ναπολεόντειους πολέμους. Ο Κόχραν ανέλαβε την εκπαίδευση του νεαρού Μπρόμι, έτσι ώστε να ήταν σύντομα ικανός να αναλάβει την πρώτη του αποστολή: το βρίκιο με 18 κανόνια. Ο Μπρόμι έλαβε μέρος σε διάφορες ενέργειες στον πόλεμο ανεξαρτησίας της Χιλής κατά των Ισπανών, συμπεριλαμβανομένης της κατάληψης της Βαλδίβιας. Όταν η Βραζιλία έγινε ανεξάρτητη αυτοκρατορία, το 1822, ο Κόχραν εγκατέλειψε τη Χιλή για να αναπτύξει έναν βραζιλιάνικο στόλο. Ο Μπρόμι, τον ακολούθησε, παραμένοντας στη Βραζιλία μέχρι το 1825.
Από το 1827 έως το 1828, ο Κόχραν ηγήθηκε του ελληνικού πολεμικού στόλου στην ελληνικό πόλεμο της ανεξαρτησίας κατά των Τούρκων και των Αιγυπτίων. Ο Μπρόμι τον ακολούθησε και στην Ελλάδα με τον βαθμό του Υποπλοίαρχου. Ήταν αρχικά πρώτος αξιωματικός της φρεγάτας 64 πυροβόλων Ελλάς ( πρώην Ελπίδα) και στη συνέχεια δεύτερος στην κορβέτα στην Ύδρα.
Στις 11 Ιουνίου του 1828, ο Μπρόμι προήχθη στον βαθμό του Διοικητή και του δόθηκε η διοίκηση της σύγχρονης κορβέτας ατμού Επιχείρησης ( πρώην Εντερπράις). Στη μοίρα του Έλληνα ναυάρχου Ανδρέα Βώκου Μιαούλη, ο Μπρόμι έλαβε μέρος στις μάχες στον κόλπο της Άρτας και συμμετείχε στην ανακατάληψη του Μεσολογγίου. Το 1829, κατά τη διάρκεια των αναταραχών του τρίτου ελληνικού εμφυλίου, ο Μιαούλης και ο Μπρόμι υποστήριξαν το αστικό στρατόπεδο. Σύντομα όμως, ο Μπρόμι έφυγε από την Ελλάδα και επέστρεψε στη Σαξονία. Στο Μέισεν δημοσίευσε ένα αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα με το ψευδώνυμο Ρ. Τέρμο.
Το 1832, ο Βαυαρός πρίγκιπας Ότο φον Βίτελσμπαχ έγινε βασιλιάς της Ελλάδας. Ο Βασιλιάς οδηγήθηκε στο νέο του βασίλειο από μια ελληνική αντιπροσωπεία υπό τον ναύαρχο Μιαούλη. Ο Μπρόμι προσχώρησε σε αυτή την αντιπροσωπεία και έγινε αξιωματικός του ελληνικού ναυτικού. Ονομάστηκε κυβερνήτης διαφόρων πολεμικών πλοίων, λιμενάρχης του Πειραιά και επικεφαλής του ναυαρχείου. Αργότερα έγινε πρώτος διοικητής της ναυτικής σχολής στον Πειραιά. Το 1845 ο Μπρόμι ζήτησε από τον Πρώσο βασιλιά Φρειδερίκο Γουλιέλμο Δ' για μεταφορά στο πρωσικό ναυτικό, αλλά αυτό το αίτημα απορρίφθηκε.
Μετά τα επαναστατικά γεγονότα του 1848, η κραυγή έγινε πιο δυνατή σε όλα τα γερμανικά κρατίδια για τη δημιουργία ενός αμιγούς γερμανικού ναυτικού το οποίο ιδρύθηκε στις 4 Ιουνίου 1848 ως Ράισφλοχτ. Σε μια επιστολή της 23ης Ιουλίου 1848 προς τον Χάινριχ φον Γκάγκερν, Πρόεδρο της Εθνοσυνέλευσης της Φρανκφούρτης, ο Μπρόμι πρόσφερε τη βοήθειά του στη δημιουργία ενός γερμανικού στόλου. Σε μια απάντηση της 4ης Νοεμβρίου 1848, του δόθηκε εντολή από τον Υπουργό Εμπορίου Ντάκουιτς, να έρθει στη Φρανκφούρτη του Μάιν, όπου έφτασε ο Μπρόμι στο τέλος του έτους.
Αρχικά, ο Μπρόμι εργάστηκε στη Ναυτική Τεχνική Επιτροπή του ναυτικού τμήματος της Συνέλευσης (Marineabteilung). Αφού ο επικεφαλής του τμήματος, πρίγκιπας Άνταλμπερτ της Πρωσίας, απομακρύνθηκε από αυτή τη θέση από τον βασιλιά της Πρωσίας, ο Μπρόμι ανέλαβε το αξίωμα.
Στις 18 Μαρτίου 1849, ο Μπρόμι έγινε Αρχηγός του Στόλου της Βόρειας Θάλασσας με το ναυαρχίδα του Μπαρμπαρόσα στο Μπρέικ της Κάτω Σαξονίας. Το λιμάνι του Μπρέικ έγινε αυτή τη στιγμή η προσωρινή ναυτική βάση του πρώτου γερμανικού στόλου. Ο Μπρόμι ανέλαβε τη στρατιωτική οχύρωση αυτής της βάσης μέσω του στολίσκου του Αμβούργου.
Το 1849, στο Βερολίνο, ο Μπρόμι δημοσίευσε το «Ναυτικό Εγχειρίδιο» (Lehrbuch der Marine) – ένα ευνόητο εγχειρίδιο για την εκπαίδευση όλων των επιπέδων ναυτικών.
Στην αρχή του πολέμου κατά της Δανίας (ο «Πρώτος Πόλεμος του Σλέσβιχ»), ο Μπρόμι (τώρα προήχθη σε πλοηγό) έγινε επικεφαλής της ναυτικής αποθήκης στο Bremerhaven, που χρησίμευε ως οπλοστάσιο για τον αυξανόμενο στόλο. Ο Μπρόμι κατάφερε να δημιουργήσει έναν μικρό στόλο για τον πόλεμο κατά της Δανίας. Αυτός ο στόλος αρχικά περιλάμβανε εννέα αξιόπλοα ατμόπλοια, δύο ιστιοπλοϊκά και 27 κανονιοφόρες (Ruderkanonenboote).Λόγω έλλειψης γηγενούς προσωπικού, αναγκάστηκε να γεμίσει τις τάξεις των ανώτερων αξιωματικών σε μεγάλο βαθμό με Βρετανούς και Βέλγους.
Η μόνη εν καιρώ πολέμου δράση του γερμανικού στόλου υπό τον Μπρόμι, η Μάχη της Ελιγολάνδης (1849) εναντίον των Δανών έληξε στις 4 Ιουνίου 1849, με το ξέσπασμα της μάχης πριν από το τότε βρετανικό έδαφος της Ελιγολάνδης, προκειμένου να αποφευχθεί μια σύγκρουση με Μεγάλη Βρετανία.
Στις 23 Νοεμβρίου 1849, οι «Προσωρινές Κεντρικές Αρχές» που ιδρύθηκαν από το Κοινοβούλιο της Φρανκφούρτης διόρισαν τον Μπρόμι σε βαθμίδα αξιώματος, ως Υποναύαρχο. Ο διορισμός έγινε από τον Αρχιδούκα Ιωάννη της Αυστρίας (1782–1859), τον Αυτοκρατορικό Βικάριο (Reichsverweser).
Τις επόμενες μέρες, ο Μπρόμι ασχολήθηκε περαιτέρω με την ανάπτυξη του στόλου, αλλά βρέθηκε αντιμέτωπος με τις αντιδραστικές κυρίαρχες δυνάμεις. Το 1850, η Γερμανική Συνομοσπονδία επανιδρύθηκε. Ωστόσο, στις 2 Απριλίου 1852, η Ομοσπονδιακή Δίαιτα της Γερμανικής Συνομοσπονδίας στη Φρανκφούρτη του Μάιν, με την επιμονή της Πρωσίας, διέλυσε τον πρώτο γερμανικό στόλο στο Μπρέικ. Ο Lorenz Hannibal Fischer ήταν ο πολιτικός που διορίστηκε ως ομοσπονδιακός επίτροπος για να επιβλέπει τη ναυτική αποσύνθεση.
Σε αυτή την κατάσταση έπεσε ο Μπρόμι, για να υπερασπιστεί συναδέλφους και υφισταμένους που απειλήθηκαν με απόλυση. Τα πλοία του στόλου πουλήθηκαν την ίδια χρονιά, τα περισσότερα από αυτά σε μικρότερη από την πραγματική τους αξία. Δύο σύγχρονα πλοία καταλήφθηκαν από την Πρωσία. Στις 31 Μαρτίου 1853, ο Μπρόμι υπέγραψε τη διαταγή διάλυσης. Έτσι, την 1η Απριλίου, με την αποσύνθεση όλων των ναυτικών αρχών και την απελευθέρωση του προσωπικού που ήταν ακόμη σε υπηρεσία, έληξε έτσι η ιστορία του πρώτου γερμανικού ναυτικού.
Σε αυτή τη δύσκολη στιγμή της ζωής του, ο Μπρόμι βρήκε την προσωπική του ευτυχία με τον γάμο του με την Καρολάιν Γκρος, κόρη ενός εμπόρου και ξενοδόχου της Μπρέικ.
Ο υποναύαρχος Μπρόμι αναχώρησε στις 30 Ιουνίου 1853. Από τη Γερμανική Συνομοσπονδία έλαβε εφάπαξ πληρωμή 2.500 τάλερ. Λίγο καιρό αργότερα του δόθηκε μια μηνιαία σύνταξη 125 τάλερ για τη διάρκεια της ανεργίας του. Η προσφορά του για υπηρεσία στο Πρωσικό Ναυτικό απορρίφθηκε.
Τον Ιούνιο του 1857 ο Μπρόμι πήρε θέση τεχνικού συμβούλου στο Αυστροουγγρικό Ναυτικό στη Βενετία, αλλά αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη θέση μετά από λίγους μήνες λόγω κακής υγείας. Απογοητευμένος, επέστρεψε με τη γυναίκα και τον γιο του στη Γερμανία και εγκαταστάθηκε στον Άγιο Μάγκνο κοντά στη Βρέμη, όπου πέθανε στις 9 Ιανουαρίου 1860. Καλυμμένος με τη μαυροκόκκινη-χρυσή σημαία του ναυαρχίδα του Μπαρμπαρόσα, το φέρετρο του Μπρόμι μεταφέρθηκε στο ατμόπλοιο Merkur στο νεκροταφείο του χωριού Kirchhammelwarden (σήμερα συνοικία του Brake) για ταφή.
Το 1916, το Αυτοκρατορικό Γερμανικό Ναυτικό κατασκεύασε το Μπρόμι, ένα πλοίο συνοδείας [Räumbootbegleitschiff], προς τιμήν του ναυάρχου.[3]