Καρολίγγεια Αναγέννηση

Δείγμα Καρολίγγειας μικρογραφίας

Στα χρόνια της βασιλείας του Καρλομάγνου αλλά και του διαδόχου του Λουδοβίκου του Ευσεβούς της γερμανικής Καρολίγγειας δυναστείας παρατηρείται ανάπτυξη των γραμμάτων και των τεχνών στην βόρεια Ευρώπη μετά την κατάρρευση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας το 476, και την γνωριμία με την λατινική κυρίως γραμματεία. Η περίοδος αυτή ονομάστηκε παραδοσιακά στην δυτική Ευρώπη από τους Καρολίδες -για κάποιους ιστορικούς πιθανώς υπερβολικά[1]- Καρολίγγεια Αναγέννηση. Αποτελεί μέρος των λεγόμενων Μεσαιωνικών Αναγεννήσεων και την ακολούθησε η Οθωνική Αναγέννηση (10ος αι. μ.Χ.).

Την εποχή εκείνη η πνευματική ζωή επηρεαζόταν ως επί το πλείστον από τη στάση του εκάστοτε ηγεμόνα και από την πατρωνία που μπορούσαν να παρέχουν οι αρχές στους καλλιτέχνες και λογίους. Έτσι έχουμε ένα βαθύ χάσμα ανάμεσα στην «επιχορηγούμενη» αυλική κουλτούρα και στην πιο ελεύθερη πολιτισμική ζωή.

Θρησκεία και Εκπαίδευση

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αρχικός στόχος του Καρλομάγνου ήταν να εξυψώσει το μορφωτικό επίπεδο του λαού του. Ξεκινώντας από τον κλήρο που ήταν ο φορέας της γνώσης και των τεχνικών μετάδοσής της στη χριστιανική αυτοκρατορία που επιθυμούσε να έχει[2] προχώρησε στις εξής ανακατατάξεις:

Αντικατέστησε τις μητροπόλεις από τις αρχιεπισκοπές υπάγοντας όλα τα μοναστήρια της αυτοκρατορίας του στον κανονισμό των Βενεδικτίνων μοναχών και ίδρυσε ενοριακές, επισκοπικές και μοναστικές σχολές για να βελτιώσει την εκπαίδευση των κληρικών[3]. Σε αυτές διέταξε να λειτουργούν σχολεία όπου θα μπορούσαν να μορφωθούν μόνο τα αγόρια και μόνο στην ανάγνωση, διότι πίστευε ότι η γραφή διέφθειρε την νεολαία[2].

Επανίδρυσε την ανακτορική σχολή εν είδει Ακαδημίας για την ανώτερη μόρφωση του κλήρου και κάλεσε διάσημους λόγιους της εποχής να διδάξουν στο ανάκτορο του Αιξ-λα Σαπέλ (Άαχεν), όπως τον Πέτρο της Πίζας, τον Παυλίνο της Ακυληίας, τον ιστορικό Παύλο το Διάκονο κ.ά.

Ένας από αυτούς ήταν ο Αλκουίνος της Υόρκης (732-811) στον οποίο ανέθεσε την αναδιάρθρωση της εκπαίδευσης. Ο τελευταίος συστηματοποίησε τη λατινική ορθογραφία και γραμματική και κατήρτισε στην ανακτορική σχολή έναν απαιτητικό κύκλο σπουδών σε δύο επίπεδα: την τριττύα (trivium που περιελάμβανε τη γραμματική, τη ρητορική και τη διαλεκτική) και την τετρακτύα (quadrivium που περιλαμβάνει τη γεωμετρία, την αριθμητική, την αστρονομία και τη θεωρία της μουσικής)[4].

Επέβαλε, επίσης, μία ενιαία θεία λειτουργία σε όλο το βασίλειο το 786, βασισμένη στο γρηγοριανό λειτουργικό του χριστιανικού πατριαρχείου της Ρώμης το οποίο βρισκόταν στα εδάφη της δυναστείας των Καρολιδών, που αντικατέστησε τις αντίστοιχες τοπικές. Παραλλήλως, καθιέρωσε, μέσα από τα εργαστήρια συγγραφής των μοναστηριών (scriptoria), μια νέα μορφή μικρογράμματης γραφής, κάτι που διευκόλυνε το έργο της αντιγραφής των χειρογράφων. Τα κείμενα που αντιγράφηκαν εκείνη την εποχή είναι κυρίως έργα λατινικής γραμματείας αλλά και λατινικές μεταφράσεις ελληνικών εκκλησιαστικών κειμένων[5], ενώ εκδόθηκαν και λίγα πρωτότυπα έργα[6] τα οποία διακοσμούνταν με εξαιρετικής τεχνικής μικρογραφίες.

Έτσι, υπήρξε μία επαναπροσέγγιση της κλασικής και λατινικής παιδείας και αναγέννηση της λατινικής γλώσσας, μέσα από την ευρύτερη χρήση της ως κύριας γλώσσας της αυτοκρατορίας, μόνο όμως για την εκκλησία και την λογιοσύνη, σε μια εποχή που ήδη έχουν αρχίσει να εδραιώνονται τα τοπικά ιδιώματα (δημώδεις γλώσσες) στον λαό. Η διαφορά όμως της επίσημης γλώσσας από την ομιλούμενη δεν επέτρεψε τη γενικότερη άνοδο του μορφωτικού επιπέδου.

Πρόοδος σημειώθηκε και στις τέχνες. Στην αρχιτεκτονική λόγω της μεγάλης εύνοιας που έχαιρε πλέον η εκκλησία παρατηρήθηκε κατασκευαστικός οργασμός (από το 768 ως το 855 κτίσθηκαν 27 νέοι καθεδρικοί ναοί και 417 μοναστήρια[7]).

Στη ζωγραφική, τη μικρογραφία, την επεξεργασία του μετάλλου και του ελεφαντοστού, στην κοσμηματοτεχνία, στην εσωτερική και εξωτερική διακόσμηση, εμφανίστηκαν επιρροές από διάφορα στυλ και τεχνοτροπίες της εποχής, (ρωμαϊκή, φραγκική κ.ά.) και έτσι διαμορφώθηκε μια τάση από την οποία άντλησε την έμπνευσή της στα επόμενα χρόνια η τέχνη της Δύσης[7]. Στη μουσική επινοήθηκε η πολυφωνία, που προετοίμασε το έδαφος για τη μεταγενέστερη εξέλιξη της μουσικής.

Μετά τον θάνατο του Καρλομάγνου το 814 ο γιος του Λουδοβίκος ο Ευσεβής συνέχισε την προσπάθεια του πατέρα του. Οι διάδοχοι όμως του τελευταίου μοιράστηκαν την αυτοκρατορία του, η οποία κατακερματίστηκε σταδιακά και εξέπεσε, αποτελώντας την βάση για την μετέπειτα Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ωστόσο, το πρότυπο της διοικητικής δομής που κατάφερε να επιβάλει ο Καρλομάγνος στην αυτοκρατορία του συνέχισε να επηρεάζει στους μετέπειτα αιώνες τα κράτη που δημιουργήθηκαν[8].

Παραπομπές - Σημειώσεις

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  1. Ράπτης 1999, σελ. 64
  2. 2,0 2,1 Nicholas 2004, σελ. 198
  3. Berstein & Milza 1999, σελ. 104
  4. Berstein & Milza 1999, σελ. 105
  5. Βάρσος 1999, σελ. 61
  6. Βάρσος 1999, σελ. 71
  7. 7,0 7,1 Berstein & Milza 1999, σελ. 107
  8. Berstein & Milza 1999, σελ. 92-94
  • Βάρσος, Γ. (1999). Ιστορία της Ευρωπαϊκής Λογοτεχνίας. Πάτρα: ΕΑΠ. 
  • Berstein, S.· Milza, P. (1999). Ιστορία της Ευρώπης: Από την Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία στα Ευρωπαϊκά Κράτη, 5ος-18ος αιώνας. Αθήνα: Αλεξάνδρεια. 
  • Nicholas, D. (2004). Η εξέλιξη του Μεσαιωνικού Κόσμου. Κοινωνία , Διακυβέρνηση και Σκέψη στην Ευρώπη 312-1500. Αθήνα: ΜΙΕΤ. 
  • Ράπτης, Κ. (1999). Γενική Ιστορία της Ευρώπης από τον 6ο ως τον 18ο αιώνα. Πάτρα: ΕΑΠ.