Συντεταγμένες: 38°34′9.5″N 25°35′4.9″E / 38.569306°N 25.584694°E
Καταστροφή των Ψαρών | |||
---|---|---|---|
Ελληνική Επανάσταση του 1821 | |||
«Μετά την καταστροφή των Ψαρών». Έργο του Νικόλαου Γύζη | |||
Χρονολογία | 21-22 Ιουνίου 1824 | ||
Τόπος | Ψαρά | ||
Έκβαση | Ήττα των Ελλήνων και καταστροφή της νήσου | ||
Αντιμαχόμενοι | |||
Ηγετικά πρόσωπα | |||
| |||
Δυνάμεις | |||
| |||
Απώλειες | |||
|
Η Καταστροφή των Ψαρών από τους oθωμανούς έλαβε χώρα στις 21 και 22 Ιουνίου 1824, στη διάρκεια της Ελληνικής επανάστασης.
Κατά την κατάληψη του νησιού από τα οθωμανικά στρατεύματα έχασαν τη ζωή τους περισσότεροι από 20.000 Έλληνες, Ψαριανοί και πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία και διάφορα μέρη της Ελλάδας, που είχαν βρει καταφύγιο στα Ψαρά.
Οι Ψαριανοί ξεκίνησαν την επανάσταση στο νησί τους στις 10 Απριλίου 1821, όταν έφτασε στα Ψαρά από τις Σπέτσες με το πλοίο του ο πλοίαρχος Γκίκας Τσούπας. Στις 20 Απριλίου Ψαριανοί με τα πλοία τους κατευθύνθηκαν στη Σμύρνη όπου βύθισαν ένα τουρκικό πλοίο και συνέλαβαν άλλα τέσσερα, τα οποία έφεραν στα Ψαρά. Το επόμενο διάστημα ψαριανά πλοία συμμετείχαν σε επιχειρήσεις στο Θερμαϊκό κόλπο και στο κόλπο του Κουσάντασι, στις οποίες κατέστρεψαν και κατέλαβαν τουρκικά πλοία. Ακολούθησε κοινή εκστρατεία με πλοία της Ύδρας και των Σπετσών στη Χίο, στα τέλη Απριλίου 1821 και η αποστολή τεσσάρων ψαριανών πλοίων στην Ίμβρο τον Μάιο του 1821. Στα τέλη Μαΐου ο ελληνικός στόλος, στον οποίο μετείχαν και ψαριανά πλοία, εκδίωξε τον οθωμανικό στόλο έξω από τις ακτές της Λέσβου.
Στις 20 Φεβρουαρίου 1822 ο ελληνικός στόλος με ναυάρχους τον Ανδρέα Μιαούλη (Ύδρα), Γκίκα Τσούπα (Σπέτσες) και Νικόλαο Αποστόλη (Ψαρά) αντιμετώπισε τα εχθρικά πλοία στο Πατραϊκό κόλπο. Τη νύχτα της 6ης προς 7ης Ιουνίου 1822 ο Ψαριανός Κωνσταντίνος Κανάρης ανατίναξε την τουρκική ναυαρχίδα στα παράλια της Χίου. Ο Κανάρης ανατίναξε τη ναυαρχίδα του τουρκικού στόλου και μερικούς μήνες αργότερα, την 28η προς 29η Οκτωβρίου, την αντιναυαρχίδα στην Τένεδο. Τον Ιούνιο του 1823 με απόφαση της «Βουλής των Ψαρών» έγινε εκστρατεία και καταλήφθηκε το Τσανταρλί στη Μικρά Ασία.[1]
Η δράση των Ψαριανών εξόργισε τον Σουλτάνο, που αποφάσισε να καταστρέψει το νησί και μάλιστα η εντολή που έδωσε δεν ήταν να κυριευτούν και να υποταχθούν τα Ψαρά, αλλά να εξαφανιστούν από τον χάρτη. Την πρόθεση του Σουλτάνου και τις προετοιμασίες του Οθωμανικού στόλου, το 1824, έμαθαν οι Ψαριανοί και ειδοποίησαν επανειλημμένως την ελληνική κυβέρνηση και ιδιαίτερα τους Υδραίους, ζητώντας επειγόντως ενισχύσεις για την αντιμετώπιση του εχθρικού στόλου. Παρόλα αυτά η ελληνική κυβέρνηση αδράνησε και ενισχύσεις δεν εμφανίστηκαν στα Ψαρά. Η απροθυμία και βραδύτητα της ελληνικής κυβέρνησης και των Υδραίων για ουσιαστική βοήθεια προς τους Ψαριανούς είχε να κάνει με τις διαχρονικές αντιζηλίες και τους ανταγωνισμούς μεταξύ των τριών ναυτικών νησιών, Ύδρα, Σπέτσες και Ψαρά.[2]
Στα Ψαρά τότε βρίσκονταν 7.000 ντόπιοι και 23.000 πρόσφυγες από τη Χίο, τη Μικρά Ασία και αλλού. Οι στρατιωτικές δυνάμεις έφταναν τις 3.000 (1.300 Ψαριανοί, 700 πάροικοι και 1.027 Μακεδόνες και Θεσσαλοί υπό τον Ιωάννη Τσόντζα που είχαν πάει για να ενισχύσουν την άμυνα του νησιού). Οι Ψαριανοί είχαν κάνει οχυρώσεις στις ακτές τις οποίες πίστευαν ότι θα χρησιμοποιούσαν οι Τούρκοι για να αποβιβασθούν. Στις 8 Ιουνίου είχαν συγκεντρωθεί οι παράγοντες του νησιού και αποφάσισαν να πολεμήσουν στην ξηρά, αντί στη θάλασσα (θεωρείται όμως ιστορικά ως λανθασμένη και ολέθρια απόφαση, καθώς έτσι περιόρισαν επικίνδυνα το πεδίο αντίστασής τους), και για το λόγο αυτό μετέφεραν τα κανόνια από τα πλοία τους σε διάφορα σημεία στη στεριά και μάλιστα αφαίρεσαν τα πηδάλια των πλοίων τους, για να εμποδίσουν όσους τυχόν θα ήθελαν να διαφύγουν και να μην πολεμήσουν. Αν και η τελευταία αυτή ενέργεια ήταν αποτέλεσμα μιας παρορμητικής απόφασης ή να νικήσουν ή να πεθάνουν όλοι πολεμώντας επί τόπου, σήμερα φαίνεται αντικειμενικώς παράξενη η ολική αχρήστευση όλων των ναυτικών τους δυνάμεων.[3]
Στις 16 Ιουνίου εμφανίστηκαν στο νότιο μέρος του νησιού, στον κάβο του Αγίου Γεωργίου, 15 τουρκικά πλοία για να κατασκοπεύσουν τις θέσεις των αμυνόμενων, αλλά έφυγαν αφού δέχτηκαν πυρά από τους Ψαριανούς. Τότε οι Ψαριανοί ειδοποίησαν εκ νέου την ελληνική κυβέρνηση για να στείλει άμεσα τον ελληνικό στόλο και εφόδια. Στις 17 Ιουνίου 1824 το Εκτελεστικό απάντησε στους Ψαριανούς ότι ο στόλος είχε ξεκινήσει τη προηγούμενη ημέρα και ότι θα είχε ήδη φτάσει στα Ψαρά. Σύμφωνα με τον Κωνσταντή Νικόδημο η απάντηση του Εκτελεστικού δεν ανταποκρινόταν στη πραγματικότητα, καθώς γνώριζε ότι ο στόλος είχε εντολή να κατευθυνθεί στη Κάσο και όχι στα Ψαρά.[4]
Στις 18 Ιουνίου οι Ψαριανοί αρνήθηκαν την πρόταση του ναυάρχου Χοσρέφ, που τους μετέφερε ο πλοίαρχος ενός γαλλικού πολεμικού, να εγκαταλείψουν το νησί και να εγκατασταθούν αλλού. Δυο μέρες αργότερα ο τουρκικός στόλος, που αποτελούνταν κατά τον Νικόδημο από τουλάχιστον 235 πλοία (ο Villeneuve στην επίσημη έκθεσή του προς τον αρχηγό της γαλλικής ναυτικής μοίρας έκανε λόγο για περίπου 180 πλοία, ενώ ένας υπάλληλος του γαλλικού προξενείου της Σμύρνης ανέφερε ότι ήταν 200), προσέγγισε τα Ψαρά από το Σιγρί, της Λέσβου, και τα τουρκικά πλοία άρχισαν να πλήττουν με τα κανόνια τους τα πυροβολεία των Ψαριανών στον όρμο Κάναλο, στα βόρεια του νησιού. Στη συνέχεια τα τουρκικά στρατεύματα προσπάθησαν ανεπιτυχώς να αποβιβαστούν στο σημείο. Η προσπάθεια απόβασης επαναλήφθηκε τα ξημερώματα της 21ης Ιουνίου, αλλά και πάλι χωρίς επιτυχία.[4]
Τελικά οι Τούρκοι, χρησιμοποιώντας ως κάλυμμα τους πυκνούς καπνούς από τα κανόνια, κατάφεραν να αποβιβάσουν ένα μέρος του στρατεύματος σε έναν διπλανό όρμο, τον όρμο Ερινό, και να εξουδετερώσουν την εκεί ελληνική φρουρά που ήταν ολιγάριθμη. Στη συνέχεια τα εν λόγω τουρκικά στρατεύματα στράφηκαν στον Κάναλο και οι αμυνόμενοι βρέθηκαν ανάμεσα σε δυο πυρά. Ύστερα από μάχες που κράτησαν αρκετές ώρες, οι Τούρκοι στρατιώτες κατάφεραν να επικρατήσουν στο σημείο και άρχισε η απόβαση επιπλέον στρατιωτών στο νησί, που κατευθύνθηκαν στο νότιο μέρος του νησιού, στη Χώρα. Στο Φτελιό, που βρίσκεται στις δυτικές ακτές των Ψαρών, περίπου στο μέσο του νησιού, οι Έλληνες είχαν κανόνια τα οποία όμως ήταν τοποθετημένα προς τη θάλασσα με σκοπό να αποτρέψουν τυχόν απόβαση τουρκικών στρατευμάτων στο σημείο. Έτσι όταν οι Τούρκοι εμφανίστηκαν ξαφνικά από πίσω τους δεν πρόλαβαν να τα γυρίσουν και να τα χρησιμοποιήσουν. Παρόλα αυτά πολέμησαν με τα ελαφρά τους όπλα και στο τέλος σκοτώθηκαν ανατινάζοντας την πυριτιδαποθήκη όταν είδαν ότι δεν τους είχε μείνει καμία ελπίδα.[5]
Στη συνέχεια τα τουρκικά στρατεύματα κατευθύνθηκαν στα νότια των Ψαρών και μπήκαν στη Χώρα, όπου άρχισαν να σφάζουν τους άμαχους που βρίσκονταν εκεί. Ο πρόξενος της Ρωσίας στα Ψαρά, Γ. Κομνηνός, συγκέντρωσε στο σπίτι του αρκετά γυναικόπαιδα και ύψωσε τη ρωσική σημαία προκειμένου να αποτρέψει τους Τούρκους να μπουν, κάτι όμως που δεν απεφεύχθη τελικά και ο ίδιος σκοτώθηκε. Πολλοί άμαχοι προσπάθησαν να διαφύγουν με πλοιάρια, όμως αρκετά από αυτά λόγω του βάρους ανατράπηκαν με αποτέλεσμα οι επιβαίνοντες να πνιγούν, ενώ όσοι μπήκαν σε μεγαλύτερα πλοία δεν μπορούσαν να απομακρυνθούν, επειδή οι ίδιοι οι Ψαριανοί είχαν προηγουμένως αφαιρέσει τα πηδάλια από τα πλοία. Μάλιστα κάποιες γυναίκες με τα παιδιά τους στην αγκαλιά έπεσαν επίτηδες στη θάλασσα και πνίγηκαν για να μην τις πιάσουν αιχμάλωτες. Άλλες πήραν τα όπλα και πολέμησαν μέχρι θανάτου, ενώ αρκετές κατέφυγαν στο λόφο του Παλιόκαστρου όπου υπήρχαν πυροβολεία και Έλληνες στρατιώτες.[5]
Στο Παλαιόκαστρο, που βρισκόταν νοτιοδυτικά της Χώρας, οι Έλληνες είχαν χτίσει ένα φρούριο με τείχος πέντε μέτρων γύρω από δύο εκκλησίες, ενώ είχαν κατασκευάσει και δύο πυριτιδαποθήκες. Τα τουρκικά πλοία άρχισαν να πλήττουν το φρούριο με τα κανόνια τους και οι αμυνόμενοι απάντησαν. Τελικά οι Έλληνες κατάφεραν να κατεβάσουν από το φρούριο όσα γυναικόπαιδα μπόρεσαν και τα επιβίβασαν στο πλοίο του Αναγν. Τζώρτζη, που ήταν αγκυροβολημένο κάτω από το Παλαιόκαστρο. Μέσα στο φρούριο έμειναν 85 Ψαριανοί και 45 Θεσσαλομακεδόνες με τους οπλαρχηγούς Ράδο και Άγγελο, ενώ αργότερα έφτασαν και άλλοι 20 στρατιώτες από άλλα μέρη, καθώς και άγνωστος αριθμός γυναικών και παιδιών που κατέφυγαν σε αυτό. Οι στρατιωτικοί αποφάσισαν να πολεμήσουν μέχρι θανάτου και να μην παραδοθούν, ενώ τα γυναικόπαιδα μεταφέρθηκαν στη μεγάλη πυριτιδαποθήκη, την οποία ανατίναξε το απόγευμα της 22ας Ιουνίου, όταν οι Τούρκοι στρατιώτες μπήκαν στο φρούριο, ο Αντώνιος Βρατσάνος, γιός του Δημητρίου Βρατσάνου, προκειμένου να μην πιαστούν αιχμάλωτοι, αλλά και για να προκαλέσουν έτσι τις μέγιστες δυνατές απώλειες στον εχθρό. Τη δεύτερη πυριτιδαποθήκη ανατίναξε ο αρχιφύλακας του κανονιοστασίου Σιδέρης.[6] Ένας Γάλλος αξιωματικός που είδε και άκουσε την έκρηξη, δήλωσε μετά ότι φάνηκε σαν έκρηξη του ηφαιστείου Βεζούβιος.
Παράλληλα με την επίθεση στο φρούριο του Παλαιόκαστρου, Τούρκοι στρατιώτες έκαναν έφοδο στις νησίδες Άγιος Νικόλαος και Δασκαλιό, στα δυτικά των Ψαρών, όπου βρίσκονταν Έλληνες στρατιώτες. Οι Τούρκοι χρειάστηκαν πέντε μέρες μέχρι να καταφέρουν να αποβιβαστούν στις νησίδες, καθώς συνάντησαν μεγάλη αντίσταση. Όταν πάτησαν στις νησίδες κατάφεραν να πιάσουν ορισμένους αιχμαλώτους, τους οποίους θέλησαν να χρησιμοποιήσουν για να πείσουν όσους συνέχιζαν να πολεμούν να παραδοθούν. Όταν τελικά ένας δέχτηκε και κινήθηκε προς όσους συνέχιζαν την άμυνα, σκοτώθηκε με έναν πυροβολισμό από τον οπλαρχηγό Νάνο και στη συνέχεια οι οπλαρχηγοί Μαμούνης και Βελισσάριος ανατίναξαν την πυρίτιδα.[6]
Από τους 7.000 Ψαριανούς κατάφεραν να γλυτώσουν από τις σφαγές οι 3.600 ενώ από τους 25.000 πρόσφυγες που είχαν βρει καταφύγιο στο νησί γλύτωσαν οι 10.000. Ο ναύαρχος Χοσρέφ έστειλε δώρο στο Σουλτάνο τα κεφάλια πολλών Ελλήνων, καθώς και 1.200 κομμένα αυτιά και τις σημαίες του νησιού. Αφού άφησε στα Ψαρά μερικά πλοία και 600 Αλβανούς πήγε στη Μυτιλήνη για να γιορτάσει το Μπαϊράμι.[7] Είναι χαρακτηριστικό ότι στα μετέπειτα χρόνια μετά την καταστροφή και μέχρι σήμερα, ο πληθυσμός νησιού δεν ξεπέρασε ποτέ τους 1.000 κατοίκους.
Οι διασωθέντες Ψαριανοί κατευθύνθηκαν αρχικά σε διάφορα νησιά του Αιγαίου: στη Σκύρο, την Άνδρο, την Τήνο, τη Μύκονο, την Πάρο, την Κέα, τη Σύρο και τις Σπέτσες, ενώ ένα γαλλικό πλοίο μετέφερε 156 Έλληνες στο Ναύπλιο. Οι περισσότεροι από τους διασωθέντες κατέφυγαν στις Σπέτσες και εκεί προχώρησαν στη σύσταση ενός πενταμελούς οργάνου, της Επιτροπής των Ψαριανών, που αντικατέστησε τη Βουλή των Ψαριανών και αναγνωρίστηκε de facto από την ελληνική κυβέρνηση. Οι Ψαριανοί ζήτησαν βοήθεια για να καταφέρουν να επιβιώσουν και η ελληνική κυβέρνηση τους έστειλε 1.000 κιλά σιτάρι (σύμφωνα με το Η’ Ψήφισμα του Καποδίστρια της 3ης Φεβρουαρίου 1828, 1 τόνος ισούταν με 40 κιλά). Επίσης ζήτησαν όσα από τα πλοία τους είχαν διασωθεί να ενταχθούν στον εθνικό στόλο. Τελικά εντάχθηκαν 10 από τα 16 πολεμικά πλοία και 5 από τα 7 πυρπολικά. Τέλος ζήτησαν από την ελληνική κυβέρνηση να τους βοηθήσει να επιστρέψουν στο νησί τους, αλλά γι’ αυτό η κυβέρνηση δεν έκανε τίποτα.[8]
Σύντομα οι Ψαριανοί εγκατέλειψαν τις Σπέτσες, καθώς δεν τους επετράπη να εγκατασταθούν μόνιμα εκεί. Τον Ιούλιο του 1824 εγκαταστάθηκαν προσωρινά στο φρούριο της Μονεμβασιάς ύστερα από άδεια της ελληνικής κυβέρνησης και τα πλοία τους ενώθηκαν με τον ελληνικό στόλο. Στις 29 Ιουλίου ζήτησαν από το Βουλευτικό να εξαγοράσει ψαριανές οικογένειες για τις οποίες υπήρχαν πληροφορίες ότι βρίσκονταν στη Σμύρνη, τη Χίο κ.α. αλλά η Κυβέρνηση έστειλε ένα πολύ μικρό ποσό, μόλις 10.000 γρόσια. Σύντομα στη Μονεμβασιά έπεσε θανατηφόρα ασθένεια και τελικά πολλοί Ψαριανοί εγκατέλειψαν το φρούριο και πήγαν στη Σύρο, την Τήνο και τη Μύκονο. Στη Σύρο εγκαταστάθηκαν σε μια συνοικία που ονομάστηκε Ψαριανά, όπου δημιούργησαν εργαστήρια επισκευής πλοίων. Από τα δημοτολόγια του Δήμου Ερμούπολης προκύπτει ότι το 1824 ήταν εγκαταστημένες στη Σύρο 274 οικογένειες Ψαριανών, δηλαδή 700-800 άτομα. Τον Δεκέμβριο του 1824 Ψαριανοί εγκαταστάθηκαν στον Πειραιά, όμως οι Αθηναίοι αν και στην αρχή τους είχαν δεχτεί αργότερα αντέδρασαν. Αρκετοί Ψαριανοί στράφηκαν τότε στη πειρατεία, αλλά ύστερα από την έντονη διαμαρτυρία του διοικητή της αγγλικής πολεμικής μοίρας στο Αιγαίο η Επιτροπή των Ψαρών κατέστρεψε στο λιμάνι της Αίγινας ψαριανά πειρατικά, ενώ αργότερα κατέστρεψε πειρατικά με τη συνδρομή του τακτικού στρατού και με τη σύμπραξη των Γάλλων.[9]
Το 1826 οι Ψαριανοί απευθύνθηκαν με υπόμνημα στο βασιλιά της Γαλλίας Κάρολο Ι’ και ζήτησαν να τους παραχωρηθεί λιμάνι και ανάλογη έκταση στη Κορσική για να εγκατασταθούν. Το 1827 ζήτησαν από την ελληνική κυβέρνηση να εγκατασταθούν στην Εύβοια, όταν θα απελευθερωνόταν. Τέσσερα χρόνια αργότερα ζήτησαν να εγκατασταθούν στην Ερέτρια, αίτημα που έγινε δεκτό. Τελικά οι Ψαριανοί εποίκισαν το 1847 την Ερέτρια που ονομάστηκε Νέα Ψαρά.[10]
Η Καταστροφή των Ψαρών ενέπνευσε μερικούς από τους σημαντικότερους Έλληνες ποιητές και ζωγράφους. Ο Διονύσιος Σολωμός [11] το 1825 έγραψε το επίγραμμα:
Στων Ψαρών την ολόμαυρη ράχη
Περπατώντας η Δόξα μονάχη
Μελετά τα λαμπρά παλικάρια
Και στην κόμη στεφάνι φορεί
Γεναμένο από λίγα χορτάρια
Που είχαν μείνει στην έρημη γη.
Ο Ανδρέας Κάλβος έγραψε την ωδή «Εις Ψαρά», ενώ η καταστροφή του νησιού ενέπνευσε και τον Γεώργιο Τερτσέτη και τον Αλέξανδρο Ραγκαβή. Ο Θεόδωρος Αλκαίος, που ήταν παρών στη καταστροφή των Ψαρών, καθώς ήταν γραμματικός του Νικολή Αποστόλη, έγραψε το έργο «Η άλωσις των Ψαρών».[12]
Πολύ γνωστοί είναι οι πίνακες του Νικολάου Γύζη η Δόξα των Ψαρών και Μετά την καταστροφή των Ψαρών: