Το λήμμα δεν περιέχει πηγές ή αυτές που περιέχει δεν επαρκούν. |
Κιννάμωμον | ||||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Cinnamomum camphora.
| ||||||||||||
Συστηματική ταξινόμηση | ||||||||||||
| ||||||||||||
Είδη | ||||||||||||
Βλέπε κείμενο. | ||||||||||||
Συνώνυμα | ||||||||||||
|
Το Κιννάμωμον (Cinnamomum), είναι ένα γένος αειθαλών αρωματικών δέντρων και θάμνων, που ανήκουν στην οικογένεια των Δαφνοειδών (Lauraceae). Τα είδη των Κιννάμωμου έχουν αρωματικά έλαια στα φύλλα και τον φλοιό τους. Το γένος περιλαμβάνει πάνω από 300 είδη, που διανέμονται στις τροπικές και υποτροπικές περιοχές της Βόρειας Αμερικής, Κεντρικής Αμερικής, Νότιας Αμερικής, Ασίας, Ωκεανίας και της Αυστραλασίας. Το γένος περιλαμβάνει επίσης και ένα μεγάλο αριθμό οικονομικά σημαντικών δέντρων.
Αυτό το γένος είναι παρόν στα Ιμαλάια και σε άλλες ορεινές περιοχές, είναι επίσης παρόν σε τροπικά και υποτροπικά ορεινά δάση, σε δάση ζιζάνιο-δέντρων, σε κοιλάδες και σε μικτά δάση κωνοφόρων και φυλλοβόλων πλατύφυλλων δέντρων, από τη νότια Κίνα, την Ινδία και τη Νοτιοανατολική Ασία. Ορισμένα είδη όπως το Κιννάμωμον η καμφορά (Cinnamomum camphora), ανέχονται την ξηρασία.
Όλα τα είδη που εξετάστηκαν μέχρι στιγμής είναι διπλοειδή, με το συνολικό αριθμό των χρωμοσωμάτων των να είναι 24.[1] Αυτό το γένος των Δαφνοειδών, περιλαμβάνει περισσότερα από 270 δέντρα και θάμνους και τα περισσότερα είναι αρωματικά. Μερικά δέντρα παράγουν βλαστάρια. Τα παχιά, δερματώδη φύλλα είναι σκούρα πράσινα, δαφνοειδούς τύπου. Τα φύλλα αυτά χαρακτηρίζονται από μια γενναιόδωρη στρώση από κερί, το οποίο τα καθιστά γυαλιστερά στην όψη. Είναι στενά, μυτερά, ωοειδή στο σχήμα, με μια ακραία ακίδα ή «στάζον άκρο» το οποίο επιτρέπει στα φύλλα να απορρίπτουν το νερό, παρά την υγρασία, επιτρέποντας έτσι την αναπνοή του φυτού.
Τα φυτά κυρίως, παρουσιάζουν μια χαρακτηριστική οσμή. Τα εναλλασσόμενα φύλλα τους είναι ωοειδή-ελλειπτικά, με περιθώρια καθ'ολοκληρία ή περιστασιακά repand, με οξείες κορυφές και πλατιές σφηνοειδείς προς υποστρόγγυλες βάσεις (with acute apices and broadly cuneate to subrounded bases). Οι άνω επιφάνειες των φύλλων είναι γυαλιστερές πράσινες προς κιτρινοπράσινες, ενώ η κάτω τους πλευρά είναι αδιαφανής και ανοιχτότερου χρώματος. Τα ώριμα φύλλα είναι σκούρα πράσινα. Τα νεαρά φύλλα είναι κοκκινωπά καφέ έως κιτρινωπά-κόκκινα. Τα φύλλα είναι άτριχα και στις δύο επιφάνειες ή αραιά χνουδωτά (puberulent) από κάτω, μόνο όταν είναι νεαρά· τα φύλλα είναι ως επί το πλείστον τριπλόνευρα (triplinerved) ή μερικές φορές διακριτικά πεντάνευρα (five-nerved), με εμφανές μεσόπλευρο (midrib) και στις δύο επιφάνειες. Οι μασχάλες των πλευρικών νεύρων και των φλεβών είναι εμφανώς πομφολυγώδεις (bullate = καλυμμένα με στρογγυλεμένα πρηξίματα, σαν φουσκάλες.) άνωθεν και θολωτού σχήματος. Οι ακροδεκτικοί οφθαλμοί είναι perulate (Terminal buds are perulate).
Η μασχαλιαία ανθήλη έχει μήκος 3,5-7 εκ. Είναι ένα γένος μόνοικου είδους, με ερμαφρόδιτα άνθη, πρασινωπά λευκά, λευκά έως κίτρινα είναι λεία ή χνουδωτά και χλωμά έως καφεκίτρινα. Τα άνθη, κυρίως είναι μικρά. Το περιάνθιο είναι λείο ή χνουδωτό (puberulent) έξω και πυκνά χνουδωτό (pubescent) εντός. Ο μοβ-μαύρoς καρπός είναι ωοειδής, ελλειψοειδής (ellipsoidal) ή υπο-σφαιρική δρύπη. Το περιάνθιο-κύπελλο στους καρπούς, είναι αχαινιόσχημο (cupuliform).
Τα Cinnamomum parthenoxylon και Cinnamomum camphora είναι μεγάλα αειθαλή δέντρα, που μπορούν φθάσουν σε ύψος τα 30 μέτρα και σε διάμετρο τα 3 μέτρα, με πλατύς ωοειδείς κορώνες. Οι ακροδεκτικοί οφθαλμοί είναι πλατύς ωοειδείς ή σφαιρικοί και καλύπτονται με μεταξοειδείς κλίμακες. Ο φλοιός είναι κίτρινο-καφέ με ακανόνιστες κάθετες διασπάσεις. Τα κλαδιά είναι ανοικτό καφέ, κυλινδρικά και λεία.
Ο εσωτερικός φλοιός από διάφορα είδη, χρησιμοποιείται για να γίνει το μπαχαρικό κανέλα. Άλλα αξιοσημείωτα είδη είναι το C. tamala που χρησιμοποιείται ως το βότανο malabathrum (που ονομάζεται επίσης tejpat και Ινδικό δαφνόφυλλο) και το C. camphora από το οποίο παράγεται η καμφορά.