Οι κλασικές σπουδές είναι η μελέτη της κλασικής αρχαιότητας. Στον δυτικό κόσμο, οι κλασικές σπουδές αναφέρονται παραδοσιακά στη μελέτη της κλασικής ελληνικής και ρωμαϊκής λογοτεχνίας και των αντίστοιχων πρωτότυπων γλωσσών τους, της αρχαίας ελληνικής και της λατινικής. Οι κλασικές σπουδές περιλαμβάνουν επίσης την ελληνορωμαϊκή φιλοσοφία, την ιστορία, την αρχαιολογία, την ανθρωπολογία, την τέχνη, τη μυθολογία και την κοινωνία ως δευτερεύοντα θέματα.
Στον δυτικό πολιτισμό, η μελέτη των Ελλήνων και Ρωμαϊκών κλασικών θεωρούνταν παραδοσιακά το θεμέλιο των ανθρωπιστικών επιστημών και ο ακρογωνιαίος λίθος της τυπικής ευρωπαϊκής εκπαίδευσης.
Ο όρος κλασικές σπουδές προέρχεται από το λατινικό επίθετο classicus, που σημαίνει «αυτός που ανήκει στην ανώτατη τάξη πολιτών». Η λέξη χρησιμοποιήθηκε αρχικά για να περιγράψει τους πατρικίους, την ανώτατη τάξη στην αρχαία Ρώμη. Μέχρι τον 2ο αιώνα μ.Χ. ο όρος χρησιμοποιήθηκε στη λογοτεχνική κριτική για να περιγράψει συγγραφείς υψηλής ποιότητας.[1] Για παράδειγμα, ο Αύλος Γέλλιος, στις Αττικές νύχτες του, αντιπαραβάλλει τους συγγραφείς «classicus» και «proletarius».[2] Τον 6ο αιώνα μ.Χ., ο όρος είχε αποκτήσει και δεύτερη σημασία, αναφερόμενος σε μαθητές σχολείου.[1] Έτσι, και οι δύο σύγχρονες έννοιες της λέξης, που αναφέρονται τόσο στη λογοτεχνία που θεωρείται υψηλότερης ποιότητας όσο και στα συνήθη κείμενα που χρησιμοποιούνται ως μέρος ενός τέτοιου προγράμματος σπουδών, προέρχονται από τη ρωμαϊκή χρήση της λέξης.[1]
Κατά τον μεσαίωνα, οι κλασικές σπουδές ήταν στενά συνυφασμένες με την παιδεία. Σύμφωνα με τον Γιαν Ζιολκόφσκι, δεν υπάρχει εποχή στην ιστορία όπου ο δεσμός των δύο να ήταν πιο στενός.[3] Η μεσαιωνική εκπαίδευση δίδασκε τους μαθητές να μιμούνται τα προηγούμενα κλασικά μοντέλα,[4] και τα λατινικά συνέχισαν να είναι η γλώσσα της επιστήμης και του πολιτισμού, παρά την αυξανόμενη διαφορά μεταξύ των λογοτεχνικών λατινικών και των παραδοσιακών γλωσσών της Ευρώπης κατά τη διάρκεια της περιόδου.[4]
Ενώ τα λατινικά άσκησαν τεράστια επιρροή, σύμφωνα με τον Άγγλο φιλόσοφο του 13ου αι. Ρότζερ Μπέικον, «δεν υπάρχουν στον λατινικό χριστιανικό κόσμο τέσσερις άνδρες που να είναι εξοικειωμένοι με την ελληνική, την εβραϊκή και την αραβική γραμματική».[5] Τα ελληνικά μελετούνταν σπάνια στη Δύση και η ελληνική λογοτεχνία ήταν γνωστή σχεδόν αποκλειστικά σε λατινική μετάφραση.[6] Τα έργα ακόμη και μεγάλων Ελλήνων συγγραφέων όπως ο Ησίοδος ή ο Πλάτων, τα ονόματα των οποίων συνέχισαν να είναι γνωστά στους μορφωμένους Ευρωπαίους, δεν ήταν διαθέσιμα στη χριστιανική Ευρώπη.[6] Μερικά επανανακαλύφθηκαν μέσω αραβικών μεταφράσεων. Μια Σχολή Μεταφραστών ιδρύθηκε στην ισπανική πόλη Τολέδο, για μεταφράσεις από τα αραβικά προς τα λατινικά.
Μαζί με τη μη διαθεσιμότητα Ελλήνων συγγραφέων, υπήρχαν και άλλες διαφορές μεταξύ της κλασικής παράδοσης που είναι γνωστή σήμερα και των έργων που εκτιμώνταν κατά τον μεσαίωνα. Ο Κάτουλλος, για παράδειγμα, ήταν σχεδόν άγνωστος στη μεσαιωνική περίοδο.[6] Η δημοτικότητα διαφόρων συγγραφέων επίσης γνώρισε αυξομειώσεις σε όλη εκείνητην περίοδο: οΛουκρήτιος, δημοφιλής κατά την καρολίγγεια αναγέννηση, μόλις και μετά βίας διαβαζόταν τον 120 αι., ενώ ισχύει το αντίστροφο για τον Κοϊντιλιανό.[6]
Η αναγέννηση οδήγησε στην αυξανόμενη μελέτη τόσο της αρχαίας λογοτεχνίας όσο και της αρχαίας ιστορίας[7], καθώς και στην αναβίωση των κλασικών μορφών της λατινικής γλώσσας.[8] Από τον 14ο αι., αρχικά στην Ιταλία και στη συνέχεια σε όλη την Ευρώπη, αναπτύχθηκε ο αναγεννησιακός ουμανισμός, ένα πνευματικό κίνημα που υποστήριξε «τη μελέτη και τη μίμηση της κλασικής αρχαιότητας».[7] Ο ουμανισμός έφερε μεταρρυθμίσεις στην εκπαίδευση στην Ευρώπη, εισάγοντας ένα ευρύτερο φάσμα λατινόφωνων συγγραφέων καθώς και επαναφέροντας τη μελέτη της ελληνικής γλώσσας και λογοτεχνίας στη Δυτική Ευρώπη.[8] Αυτή η επανεισαγωγή ξεκίνησε από τον Πετράρχη (1304-1374) και τον Βοκάκιο (1313-1375), οι οποίοι ανέθεσαν σε έναν Καλαβριανό λόγιο να μεταφράσει τα ομηρικά έπη.[9] Αυτή η ουμανιστική εκπαιδευτική μεταρρύθμιση εξαπλώθηκε από την Ιταλία, στις καθολικές χώρες όπως υιοθετήθηκε από τους Ιησουίτες και σε χώρες που έγιναν προτεσταντικές όπως η Αγγλία, η Γερμανία και η Ολλανδία, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι οι μελλοντικοί κληρικοί θα μπορούσαν να μελετήσουν την Καινή Διαθήκη στην πρωτότυπη γλώσσα.[10]
Τα τέλη του 17ου και 18ου αιώνα είναι η περίοδος της δυτικοευρωπαϊκής λογοτεχνικής ιστορίας που συνδέεται περισσότερο με την κλασική παράδοση, καθώς οι συγγραφείς προσάρμοσαν συνειδητά τα κλασικά μοντέλα.[11] Τα κλασικά μοντέλα εκτιμήθηκαν τόσο πολύ, ώστε τα έργα του Ουίλιαμ Σέξπιρ ξαναγράφτηκαν σύμφωνα με τον νεοκλασικό τρόπο, και αυτές οι «βελτιωμένες» εκδοχές παίζονταν σε όλη τη διάρκεια του 18ου αιώνα.[12] Στις Ηνωμένες Πολιτείες, οι Ιδρυτές της χώρας επηρεάστηκαν έντονα από τους κλασικούς και στράφηκαν ιδιαίτερα στη Ρωμαϊκή Δημοκρατία για να καθορίσουν τη μορφή διακυβέρνησής τους.[13]
Από τις αρχές του 18ου αιώνα, η μελέτη της ελληνικής έγινε όλο και πιο σημαντική σε σχέση με αυτή της λατινικής.[14] Την περίοδο αυτή, οι αξιώσεις του Γιόχαν Γιοάχιμ Βίνκελμαν για την ανωτερότητα των ελληνικών εικαστικών τεχνών έφεραν μια αλλαγή στην αισθητική, ενώ στη λογοτεχνική σφαίρα, ο Γκότχολντ Εφραίμ Λέσινγκ «επανέφερε τον Όμηρο στο επίκεντρο των καλλιτεχνικών επιτευγμάτων».[15] Στο Ηνωμένο Βασίλειο, η μελέτη της ελληνικής στα σχολεία ξεκίνησε στα τέλη του 18ου αιώνα. Ο ποιητής Γουόλτερ Σάβατζ Λάντορ ισχυριζόταν ότι ήταν ένας από τους πρώτους Άγγλους μαθητές που έγραφαν ελληνικά στη Σχολή Ράγκμπι.[16] Στις Ηνωμένες Πολιτείες, ο φιλελληνισμός άρχισε να αναδύεται τη δεκαετία του 1830, με μια στροφή «από την αγάπη για τη Ρώμη και την εστίαση στην κλασική γραμματική σε μια νέα εστίαση στην Ελλάδα και στο σύνολο της κοινωνίας, της τέχνης και του πολιτισμού της».[17]
Κατά τον 19ο αι., σημειώθηκε επιρροή του κλασικού κόσμου και της αξίας των κλασικών σπουδών,[18] ιδιαίτερα στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου το θέμα επικρίθηκε πολύ για ελιτισμό.[19] Μέχρι τον 19ο αι., λίγη νέα λογοτεχνία εξακολουθούσε να γράφεται στα λατινικά –μια πρακτική που συνεχίστηκε μέχρι τον 18ο αι.– και η γνώση των λατινικών μειώθηκε σε σημασία.[10] Αντίστοιχα, η κλασική εκπαίδευση από τον 19ο αι. και μετά άρχισε να υπογραμμίζει όλο και περισσότερο τη σημασία της ικανότητας γραφής και ομιλίας λατινικών.[14] Στο Ηνωμένο Βασίλειο, αυτή η διαδικασία κράτησε περισσότερο από όσο αλλού. Η παραγωγή γραπτού λόγου συνέχισε να είναι η κυρίαρχη κλασική δεξιότητα στην Αγγλία μέχρι τη δεκαετία του 1870.[20] Την ίδια δεκαετία ήρθαν οι πρώτες προκλήσεις για την απαίτηση γνώσης των ελληνικών στα πανεπιστήμια της Οξφόρδης και του Κέιμπριτζ, αν και χρειάστηκαν άλλα 50 χρόνια για να καταργηθεί οριστικά αυτή η απαίτηση.[21]
Αν και η επιρροή των κλασικών ως κυρίαρχου τρόπου εκπαίδευσης στην Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική είχε παρακμάσει τον 19ο αι., οι κλασικές σπουδές εξελίσσονταν γρήγορα την ίδια περίοδο. Γίνονταν, έτσι, πιο συστηματικές και επιστημονικές, ιδιαίτερα με τη «νέα φιλολογία» που δημιουργήθηκε στα τέλη του 18ου και στις αρχές του 19ου αι.[22] Επίσης, διευρύνθηκε το πεδίο εφαρμογής τους: κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα, η αρχαία ιστορία και η κλασική αρχαιολογία άρχισαν να θεωρούνται μέρος των κλασικών σπουδών παρά ξεχωριστοί κλάδοι.[20]
Κατά τον 20ό αι., η μελέτη των κλασικών έγινε λιγότερο διαδεδομένη. Στην Αγγλία, για παράδειγμα, τα πανεπιστήμια της Οξφόρδης και του Κέμπριτζ σταμάτησαν να απαιτούν από τους φοιτητές να έχουν γνώσεις ελληνικών το 1920[21] και λατινικών στα τέλη της δεκαετίας του 1950.[23] Όταν εισήχθη στην Αγγλία, την Ουαλία και τη Βόρεια Ιρλανδία το Εθνικό Πρόγραμμα Σπουδών το 1988, δεν ανέφερε τις κλασικές σπουδές.[23] Μέχρι το 2003, μόνο το 10% περίπου των κρατικών σχολείων στη Βρετανία πρόσφεραν κλασικά μαθήματα στους μαθητές τους.[24] Το 2016, η AQA, η μεγαλύτερη εξεταστική επιτροπή για τις εξετάσεις A-Levels και GCSE στην Αγγλία, την Ουαλία και τη Βόρεια Ιρλανδία, ανακοίνωσε ότι θα καταργούσε τα μαθήματα A-Level στον κλασικό πολιτισμό, την αρχαιολογία και την ιστορία της τέχνης.[25] Έκτοτε, μόνο μία από τις πέντε εξετάσεις στην Αγγλία εξακολουθούσαν να προσφέρουν τον κλασικό πολιτισμό ως μάθημα. Την απόφαση κατήγγειλαν αμέσως αρχαιολόγοι και ιστορικοί, με την εφημερίδα The Guardian να δηλώνει ότι η απώλεια των εξετάσεων A-Level θα στερήσει από τους μαθητές δημόσιων σχολείων, δηλαδή από το 93% του συνόλου των μαθητών, την ευκαιρία να ακολουθήσουν κλασικές σπουδές, καθιστώντας τες για μία ακόμη φορά αποκλειστικό αντικείμενο πλούσιων μαθητών των ιδιωτικών σχολείων.[26]
Ωστόσο, η μελέτη των κλασικών δεν έχει υποχωρήσει τόσο γρήγορα στην υπόλοιπη Ευρώπη. Το 2009, μια έρευνα σχετικά με τη διδασκαλία λατινικών στην Ευρώπη, σημείωσε ότι αν και υπάρχει αντίδραση για τη διδασκαλία των λατινικών στην Ιταλία, ωστόσο εξακολουθεί να είναι υποχρεωτική στα περισσότερα σχολεία δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης.[27] Το ίδιο μπορεί να ειπωθεί και στην περίπτωση της Γαλλίας ή της Ελλάδας. Πράγματι, τα αρχαία ελληνικά είναι ένα από τα υποχρεωτικά μαθήματα στην ελληνική δευτεροβάθμια εκπαίδευση, ενώ στη Γαλλία τα λατινικά είναι ένα από τα προαιρετικά μαθήματα που μπορούν να επιλεγούν στην πλειονότητα των γυμνασίων και των λυκείων. Τα αρχαία ελληνικά επίσης διδάσκονται ακόμη, αλλά όχι τόσο όσο τα λατινικά.
Ένα από τα πιο αξιοσημείωτα χαρακτηριστικά της σύγχρονης μελέτης των κλασικών είναι η ποικιλομορφία του πεδίου. Αν και παραδοσιακά επικεντρωνόταν στην αρχαία Ελλάδα και τη Ρώμη, περιλαμβάνει πλέον ολόκληρο τον αρχαίο μεσογειακό κόσμο, επεκτείνοντας έτσι τις μελέτες στη Βόρεια Αφρική καθώς και σε μέρη της Μέσης Ανατολής.[28]
Φιλολογία είναι η μελέτη της γλώσσας που διατηρείται σε γραπτές πηγές. Η κλασική φιλολογία ασχολείται λοιπόν με την κατανόηση οποιωνδήποτε κειμένων από την κλασική περίοδο που είναι γραμμένα στη λατινική ή την ελληνική γλώσσα.[29] Οι ρίζες της κλασικής φιλολογίας βρίσκονται στην σναγέννηση, καθώς οι ουμανιστές διανοούμενοι προσπάθησαν να επιστρέψουν στα λατινικά της κλασικής περιόδου, και ιδιαίτερα του Κικέρωνα,[30] και καθώς οι μελετητές προσπάθησαν να παραγάγουν πιο ακριβείς εκδόσεις αρχαίων κειμένων.[31] Ορισμένες από τις αρχές της φιλολογίας που χρησιμοποιούνται ακόμη σήμερα αναπτύχθηκαν κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου. Για παράδειγμα, έγινε η παρατήρηση ότι εάν μπορούσε να αποδειχθεί ότι ένα χειρόγραφο είναι αντίγραφο προγενέστερου σωζόμενου χειρογράφου, τότε δεν παρέχει περαιτέρω στοιχεία για το αρχικό κείμενο, ήδη από το 1489 με τον Άντζελο Πολιτσιάνο.[32] Άλλα φιλολογικά εργαλεία χρειάστηκαν περισσότερο χρόνο για να αναπτυχθούν: η πρώτη δήλωση, για παράδειγμα, της αρχής ότι πρέπει να προτιμάται μια πιο δύσκολη από μια πιο απλή ανάγνωση, έγινε το 1697 από τον Ζαν Λε Κλερκ.[33]
Ο σύγχρονος κλάδος της κλασικής φιλολογίας ξεκίνησε στη Γερμανία στις αρχές του δέκατου ένατου αιώνα.[22] Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, οι επιστημονικές αρχές της φιλολογίας άρχισαν να συγκεντρώνονται σε ένα συνεκτικό σύνολο,[34] προκειμένου να παράσχουν ένα σύνολο κανόνων βάσει των οποίων οι μελετητές θα μπορούσαν να καθορίσουν ποια χειρόγραφα ήταν πιο ακριβή.[35] Αυτή η «νέα φιλολογία», όπως έγινε γνωστή, επικεντρωνόταν στην κατασκευή μιας γενεαλογίας χειρογράφων, με τα οποία θα μπορούσε να ανακατασκευαστεί ένας υποθετικός κοινός πρόγονος, πιο κοντά στο αρχικό κείμενο από οποιοδήποτε υπάρχον χειρόγραφο.[36]
Η κλασική αρχαιολογία είναι ο παλαιότερος κλάδος της αρχαιολογίας,[37] με τις ρίζες της να ανάγονται στο έργο του Γιόχαν Γιοάχιμ Βίνκελμαν για το Ερκολάνο τη δεκαετία του 1760.[38] Μόνο τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα, ωστόσο, η κλασική αρχαιολογία έγινε μέρος της παράδοσης των δυτικών κλασικών σπουδών.[38] Συμπεριλήφθηκε στο πρόγραμμα σπουδών του Πανεπιστημίου του Κέιμπριτζ για πρώτη φορά μετά τις μεταρρυθμίσεις της δεκαετίας του 1880 και της Οξφόρδης πολύ αργότερα.[21]
Το δεύτερο μισό του 19ου αι. έγιναν ανασκαφές από τον Ερρίκο Σλίμαν στην Τροία και τις Μυκήνες, οι πρώτες ανασκαφές στην Ολυμπία και Δήλο και το έργο του Άρθουρ Έβανς στην Κρήτη, και ιδιαίτερα στην Κνωσό.[39] Αυτή την περίοδο, ιδρύθηκαν επίσης σημαντικές αρχαιολογικές ενώσεις (π.χ. το Αρχαιολογικό Ινστιτούτο Αμερικής το 1879),[40] καθώς και πολλά ξένα αρχαιολογικά ιδρύματα στην Αθήνα και τη Ρώμη (η Αμερικανική Σχολή Κλασικών Σπουδών στην Αθήνα το 1881, η Βρετανική Σχολή Αθηνών το 1886, η Αμερικανική Ακαδημία στη Ρώμη το 1895 και η Βρετανική Σχολή στη Ρώμη το 1900).[41]
Πιο πρόσφατα, η κλασική αρχαιολογία συμμετείχε ελάχιστα στις θεωρητικές αλλαγές στον υπόλοιπο κλάδο των κλασικών σπουδών,[42] αγνοώντας σε μεγάλο βαθμό τη δημοτικότητα της «Νέας Αρχαιολογίας», η οποία εστίασε στην ανάπτυξη γενικών νόμων που προέρχονται από τη μελέτη του υλικού πολιτισμού, τη δεκαετία του 1960.[43] Η Νέα Αρχαιολογία εξακολουθεί να επικρίνεται από τους παραδοσιακούς μελετητές της κλασικής αρχαιολογίας παρά την ευρεία αποδοχή των βασικών τεχνικών της.
Ορισμένοι ιστορικοί τέχνης επικεντρώνουν τη μελέτη τους στην ανάπτυξη της τέχνης στον κλασικό κόσμο. Πράγματι, η τέχνη και η αρχιτεκτονική της αρχαίας Ρώμης και της Ελλάδας εκτιμάται ιδιαίτερα και παραμένει στην καρδιά μεγάλου μέρους της τέχνης μας έως σήμερα. Για παράδειγμα, η αρχαία ελληνική αρχιτεκτονική μάς έδωσε τους κλασικούς ρυθμούς: δωρικό, ιωνικό και κορινθιακό. Ο Παρθενώνας εξακολουθεί να είναι το αρχιτεκτονικό σύμβολο του κλασικού κόσμου.
Η ελληνική γλυπτική είναι γνωστή και γνωρίζουμε τα ονόματα αρκετών αρχαίων Ελλήνων καλλιτεχνών: για παράδειγμα, ο Φειδίας και ο Ονάτας.
Με τη φιλολογία, την αρχαιολογία και την ιστορία της τέχνης, οι μελετητές αναζητούν την κατανόηση της ιστορίας και του πολιτισμού, μέσω κριτικής μελέτης των σωζόμενων λογοτεχνικών και υλικών έργων, προκειμένου να συνθέσουν μια ιστορική αφήγηση του αρχαίου κόσμου και των λαών του. Το εγχείρημα είναι δύσκολο λόγω έλλειψης υλικών αποδεικτικών στοιχείων: για παράδειγμα, η Σπάρτη ήταν μια κορυφαία ελληνική πόλη-κράτος, ωστόσο ελάχιστα στοιχεία σώζονται για μελέτη, και ό,τι είναι διαθέσιμο προέρχεται από την Αθήνα, τον κύριο αντίπαλο της Σπάρτης. Ομοίως, η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία κατέστρεψε τα περισσότερα στοιχεία (πολιτιστικά αντικείμενα) παλαιότερων, κατακτημένων πολιτισμών, όπως αυτός των Ετρούσκων.
Η λέξη "φιλοσοφία" είναι αρχαίας ελληνικής προέλευσης και σημαίνει "αγάπη της σοφίας", μια λέξη πιθανότατα επινοημένη από τον Πυθαγόρα. Μαζί με την ίδια τη λέξη, ο κλάδος της φιλοσοφίας όπως τον γνωρίζουμε σήμερα έχει τις ρίζες του στην αρχαία ελληνική σκέψη και σύμφωνα με τον Μάρτιν Γουέστ «η φιλοσοφία όπως την καταλαβαίνουμε είναι ελληνικό δημιούργημα».[44] Η αρχαία φιλοσοφία παραδοσιακά χωριζόταν σε τρεις κλάδους: τη λογική, τη φυσική και την ηθική.[45] Ωστόσο, δεν ταιριάζουν όλα τα έργα των αρχαίων φιλοσόφων σε έναν από αυτούς τους τρεις κλάδους. Για παράδειγμα, η Ρητορική και η Ποιητική του Αριστοτέλη έχουν ταξινομηθεί παραδοσιακά στη Δύση ως «ηθική», αλλά στον αραβικό κόσμο ομαδοποιήθηκαν μαζί με τη λογική. Στην πραγματικότητα, δεν ταιριάζουν καλά σε καμία κατηγορία.[45]
Από την τελευταία δεκαετία του 18ου αι., οι μελετητές της αρχαίας φιλοσοφίας άρχισαν να μελετούν τον κλάδο ιστορικά.[46] Ως τότε, τα έργα για την αρχαία φιλοσοφία δεν ασχολούνταν με τη χρονολογική σειρά και την ανακατασκευή του συλλογισμού των αρχαίων στοχαστών, δηλαδή με αυτό που ο Βόλφγκαγκ-Ράινερ Μαν αποκαλεί «Νέα Φιλοσοφία».[47]
Ένας άλλος κλάδος των κλασικών σπουδών είναι οι "μελέτες υποδοχής",[48] που αναπτύχθηκαν τη δεκαετία του 1960 στο Πανεπιστήμιο της Κωνστάντζας.[49] Οι σπουδές υποδοχής ασχολούνται με το πώς έχουν κατανοηθεί και ερμηνευθεί τα κλασικά κείμενα.[49] Ως εκ τούτου, οι μελέτες υποδοχής ενδιαφέρονται για την αμφίδρομη αλληλεπίδραση μεταξύ αναγνώστη και κειμένου,[50] που λαμβάνει χώρα μέσα σε ένα ιστορικό πλαίσιο.[51]
Αν και η ιδέα της «αισθητικής της υποδοχής» προτάθηκε για πρώτη φορά από τον Χανς Ρόμπερτ Γιάους το 1967, οι αρχές της μελέτες υποδοχής είναι πολύ παλιότερες.[50] Ήδη από το 1920, ο Τόμας Στερνς Έλιοτ έγραψε ότι «το παρελθόν [αλλάζει] από το παρόν όσο το παρόν κατευθύνεται από το παρελθόν».[52] Αυτό είναι κάτι που ο Τσαρλς Μάρτιντεϊλ περιγράφει ως «βασική αρχή» για πολλές εκδοχές της σύγχρονης θεωρίας υποδοχής.[50]
Η αρχαία Ελλάδα ήταν ο πολιτισμός που ανήκε στην περίοδο της ελληνικής ιστορίας που διήρκησε από την αρχαϊκή περίοδο, ξεκινώντας από τον 80 αι. π.Χ., έως τη ρωμαϊκή κατάκτηση της Ελλάδας μετά τη Μάχη της Κορίνθου το 146 π.Χ. Η κλασική περίοδος, κατά τον 5ο και 40 αι. π.Χ., θεωρείται παραδοσιακά το απόγειο του ελληνικού πολιτισμού.[53] Η κλασική περίοδος της ελληνικής ιστορίας γενικά θεωρείται ότι ξεκίνησε με την πρώτη και δεύτερη περσική εισβολή στην Ελλάδα κατά την έναρξη των ελληνοπερσικών πολέμων[54] και ότι τελείωσε με τον θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου.
Ο κλασικός ελληνικός πολιτισμός είχε ισχυρή επιρροή στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, η οποία μετέφερε μια εκδοχή του σε πολλά μέρη της λεκάνης της Μεσογείου και της Ευρώπης. Έτσι, η κλασική Ελλάδα θεωρείται γενικά ο πρωταρχικός πολιτισμός που αποτέλεσε τη βάση του δυτικού πολιτισμού.
Τα αρχαία ελληνικά είναι το ιστορικό στάδιο ανάπτυξης της ελληνικής γλώσσας που εκτείνεται στην αρχαϊκή (π. 8ος έως 6ος αι. π.Χ.), κλασική (π. 5ος έως 4ος αι. π.Χ.), και ελληνιστική (π. 3ος αι. π.Χ. έως 6ος αι. μ.Χ.) περίοδο της αρχαίας Ελλάδας και του αρχαίου κόσμου. Χρονολογείται στη 2η χιλιετία π.Χ. από τα μυκηναϊκή ελληνική. Η ελληνιστική της φάση είναι γνωστή ως ελληνιστική κοινή και η ύστερη περίοδός της μεταλλάσσεται ανεπαίσθητα σε μεσαιωνική ελληνική γλώσσα. Η κοινή θεωρείται ξεχωριστή ιστορική περίοδος της γλώσσας από μόνη της, αν και στην πρώτη μορφή της μοιάζει πολύ με την κλασική ελληνική. Πριν από την περίοδο της κοινής, τα ελληνικά της κλασικής και των προγενέστερων περιόδων περιελάμβαναν αρκετές τοπικές διαλέκτους.
Τα αρχαία ελληνικά ήταν η γλώσσα του Ομήρου και των κλασικών Αθηναίων ιστορικών, θεατρικών συγγραφέων και φιλοσόφων. Έχει συνεισφέρει πολλές λέξεις στο λεξιλόγιο της αγγλικής και πολλών άλλων ευρωπαϊκών γλωσσών, και αποτελεί σταθερό αντικείμενο μελέτης στα δυτικά εκπαιδευτικά ιδρύματα από την αναγέννηση μέχρι σήμερα. Λατινοποιημένες μορφές αρχαιοελληνικής προέλευσης χρησιμοποιούνται σε πολλές επιστημονικές ονομασίες των ειδών και σε άλλες επιστημονικές ορολογίες.
Τα πρώτα σωζόμενα έργα της ελληνικής λογοτεχνίας ανήκουν στην επική ποίηση. Η Ιλιάδα και η Οδύσσεια του Ομήρου είναι τα πρώτα από αυτά που σώζονται σήμερα. Πιθανότατα συντέθηκαν τον 8ο αι. π.Χ.[55] Αυτά τα πρώιμα έπη ήταν προφορικές συνθέσεις, που δημιουργήθηκαν χωρίς τη χρήση γραφής.[56] Την ίδια περίπου εποχή που συντέθηκαν τα ομηρικά έπη, εισήχθη και το ελληνικό αλφάβητο. Οι παλαιότερες σωζόμενες επιγραφές χρονολογούνται γύρω στο 750 π.Χ.[57]
Το ευρωπαϊκό δράμα επινοήθηκε στην αρχαία Ελλάδα. Παραδοσιακά αποδίδεται στον Θέσπι, γύρω στα μέσα του 6ου αι. π.Χ.,[58] αν και το παλαιότερο σωζόμενο έργο ελληνικής δραματουργίας είναι η τραγωδία Πέρσες του Αισχύλου, η οποία χρονολογείται στο 472 π.Χ.[59] Η πρώιμη ελληνική τραγωδία παιζόταν από έναν χορό και δύο ηθοποιούς, αλλά λίγο πριν από τον θάνατο του Αισχύλου είχε εισαχθεί και τρίτος ηθοποιός, είτε από τον ίδιο είτε από τον Σοφοκλή.[59] Οι τελευταίες ελληνικές τραγωδίες που διασώθηκαν είναι οι Βάκχαι του Ευριπίδη και ο Οιδίπους επί Κολωνώ του Σοφοκλή, από τα τέλη του 5ου αι. π.Χ.[60]
Η ελληνική κωμωδία όπως έχει σωθεί μέχρι σήμερα αρχίζει αργότερα από την τραγωδία. Το αρχαιότερο σωζόμενο κωμικό έργο, οι Αχαρνής του Αριστοφάνη, προέρχεται από το 425 π.Χ.[61] Ωστόσο, η κωμωδία χρονολογείται ήδη από το 486 π.Χ., όταν στα Διονύσια προστέθηκε διαγωνισμός κωμωδίας στον πολύ παλαιότερο διαγωνισμό για τραγωδίας.[61] Η κωμωδία του 5ου αι. είναι γνωστή ως αρχαία κωμωδία από την οποία υπάρχουν μόνο 11 σωζόμενα έργα του Αριστοφάνη και μερικά αποσπάσματα.[61] Εξήντα χρόνια μετά το τέλος της καριέρας του Αριστοφάνη, ο επόμενος κωμωδιογράφος που έχει αφήσει σημαντικό έργο είναι ο Μένανδρος, του οποίου το έργο είναι γνωστό ως νέα κωμωδία.[62]
Δύο ιστορικοί άκμασαν κατά την κλασική εποχή της Ελλάδας: ο Ηρόδοτος και ο Θουκυδίδης. Ο Ηρόδοτος αποκαλείται συνήθως "πατέρας της ιστορίας" και οι Ιστορίαι του περιέχουν την πρώτη αληθινά λογοτεχνική χρήση της πεζογραφίας στη δυτική λογοτεχνία. Από τους δύο, ο Θουκυδίδης ήταν ο πιο προσεκτικός ιστορικός. Η κριτική του χρήση των πηγών, η συμπερίληψη εγγράφων και η επίπονη έρευνα έκαναν την Ιστορία του Πελοποννησιακού Πολέμου έργο με σημαντική επιρροή στις μεταγενέστερες γενιές ιστορικών. Το μεγαλύτερο επίτευγμα του 4ου αι. ήταν η φιλοσοφία. Υπήρχαν πολλοί Έλληνες φιλόσοφοι, αλλά τρία ονόματα ξεχωρίζουν ιδιαίτερα: Σωκράτης, Πλάτων και Αριστοτέλης. Αυτοί οι τρεις άσκησαν βαθιά επιρροή στον δυτικό κόσμο.
Η ελληνική μυθολογία αποτελείται από το σύνολο των μύθων και των θρύλων των αρχαίων Ελλήνων σχετικά με τους θεούς και τους ήρωές τους, τη φύση του κόσμου και την προέλευση και τη σημασία των λατρευτικών και τελετουργικών τους πρακτικών. Αυτοά αποτελούσαν μέρος της θρησκείας στην αρχαία Ελλάδα. Οι σύγχρονοι μελετητές αναφέρονται στους μύθους και τους μελετούν σε μια προσπάθεια να ρίξουν φως στους θρησκευτικούς και πολιτικούς θεσμούς της αρχαίας Ελλάδας και του πολιτισμού της και να κατανοήσουν τη φύση της ίδιας της δημιουργίας μύθων.
Η αρχαία ελληνική θρησκεία αποτελούνταν από μια σειρά δοξασιών και τελετουργιών που ασκούνταν στην αρχαία Ελλάδα με τη μορφή τόσο λαϊκής δημόσιας θρησκείας όσο και λατρευτικών πρακτικών. Αυτές οι διαφορετικές ομάδες διέφεραν αρκετά ώστε να μιλάμε για ελληνικές θρησκείες ή λατρείες στον πληθυντικό, αν και οι περισσότερες είχαν ομοιότητες. Επίσης, η ελληνική θρησκεία επεκτάθηκε και εκτός της ηπειρωτικής Ελλάδας και των νησιών της.
Πολλοί Έλληνες αναγνώριζαν τους κύριους θεούς και θεές: Δίας, Ποσειδώνας, Άδης, Απόλλων, Άρτεμις, Αφροδίτη, Άρης, Διόνυσος, Ήφαιστος, Αθηνά, Ερμής, Δήμητρα, Εστία και Ήρα, αν και φιλοσοφικές σχολές όπως ο στωικισμός και ορισμένες μορφές του πλατωνισμού χρησιμοποιούσαν γλώσσα που φαίνεται να προϋποθέτει μια υπερβατική ενιαία θεότητα. Οι διάφορες πόλεις λάτρευαν συχνά τις ίδιες θεότητες, ενίοτε με επίθετα που τις ξεχώριζαν και καθόριζαν την τοπική τους φύση.
Η παλαιότερη σωζόμενη φιλοσοφική σχολή της αρχαίας Ελλάδας χρονολογείται από τον 6ο αι. π.Χ., όταν σύμφωνα με τον Αριστοτέλη ο Θαλής ο Μιλήσιος θεωρήθηκε ο πρώτος Έλληνας φιλόσοφος.[63] Άλλοι σημαντικοί προσωκρατικοί φιλόσοφοι περιλαμβάνουν είναι ο Πυθαγόρας και ο Ηράκλειτος. Οι πιο διάσημες και σημαντικές μορφές της κλασικής αθηναϊκής φιλοσοφίας, από τον 5ο έως τον 3ο αι. π.Χ., είναι ο Σωκράτης, ο μαθητής του, Πλάτων, και ο Αριστοτέλης, ο οποίος σπούδασε στην Ακαδημία Πλάτωνος πριν ιδρύσει τη δική του σχολή, γνωστή ως Λύκειο. Οι μεταγενέστερες ελληνικές φιλοσοφικές σχολές, όπως οι κυνικοί, οι στωικοί και οι επικούρειοι, συνέχισαν να ασκούν επιρροή μετά την προσάρτηση της Ελλάδας στην αρχαία Ρώμη και στον μετακλασικό κόσμο.
Η ελληνική φιλοσοφία ασχολήθηκε με μια μεγάλη ποικιλία θεμάτων, όπως πολιτική φιλοσοφία, ηθική, μεταφυσική, οντολογία και λογική, καθώς και με κλάδους που δεν θεωρούνται σήμερα μέρος της φιλοσοφίας, όπως η βιολογία και η ρητορική.
Η γλώσσα της αρχαίας Ρώμης ήταν τα λατινικά, μέλος του ιταλικού κλάδου γλωσσών. Η παλαιότερη σωζόμενη επιγραφή στα λατινικά προέρχεται από τον 7ο αι. π.Χ. Τα λατινικά από αυτό το σημείο και τις αρχές του 1ου αι. π.Χ. είναι γνωστά ως παλαιά λατινική γλώσσα. Το μεγαλύτερο μέρος της σωζόμενης λατινικής λογοτεχνίας είναι γραμμένο στην κλασική λατινική γλώσσα, από τον 1ο αι. π.Χ. έως τον 2ο αι. μ.Χ. Στη συνέχεια, τα λατινικά εξελίχθηκαν σε ύστερη λατινική γλώσσα, σε χρήση κατά την ύστερη αρχαιότητα. Η ύστερη λατινική επιβίωσε πολύ μετά το τέλος της κλασικής αρχαιότητας και τελικά αντικαταστάθηκε από γραπτές ρομανικές γλώσσες γύρω στον 9ο αι. μ.Χ. Εκτός από τις γραπτές μορφές της λατινικής, υπήρχαν διάφορες δημώδεις διάλεκτοι, γενικά γνωστές ως λαϊκή λατινική γλώσσα, που ήταν σε χρήση σε όλη την αρχαιότητα. Αυτά διατηρούνται κυρίως σε πηγές όπως οι πινακίδες της Βιντολάντα.
Η λατινική λογοτεχνία φαίνεται να ξεκίνησε το 240 π.Χ., όταν το ρωμαϊκό κοινό είδε ένα έργο διασκευασμένο από τα ελληνικά από τον Λίβιο Ανδρόνικο. Ο Ανδρόνικος μετέφρασε επίσης την Οδύσσεια του Ομήρου. Ακολούθησαν οι ποιητές Έννιος, Άκκιος και Πατρούβιος. Το έργο τους σώζεται μόνο αποσπασματικά. Οι πρώτοι Λατίνοι συγγραφείς των οποίων έχουμε πλήρη έργα είναι οι θεατρικοί συγγραφείς Πλαύτος και Τερέντιος. Πολλά από τα πιο γνωστά έργα λατινικής λογοτεχνίας προέρχονται από την κλασική περίοδο, με ποιητές όπως ο Βιργίλιος, ο Οράτιος και ο Οβίδιος, ιστορικούς όπως ο Ιούλιος Καίσαρας και ο Τάκιτος, ρήτορες όπως ο Κικέρων και φιλοσόφους όπως ο Σενέκας ο νεότερος και ο Λουκρήτιος. Στους ύστερους Λατίνους συγγραφείς ανήκουν πολλοί χριστιανοί συγγραφείς όπως ο Λακτάντιος, ο Τερτυλλιανός και ο Αμβρόσιος. Σώζονται επίσης και έργα μη χριστιανών συγγραφέων, όπως του ιστορικού Αμμιανός Μαρκελλίνος.
Σύμφωνα με τον μύθο, η πόλη της Ρώμης ιδρύθηκε το 753 π.Χ.[64] Στην πραγματικότητα, υπήρχε οικισμός στην ίδια θέση περίπου από το 1000 π.Χ., οπότε εποικίστηκε ο Παλατίνος λόφος.[65] Η πόλη αρχικά διοικούνταν από βασιλιάδες, πρώτα Ρωμαίους και μετά Ετρούσκους – σύμφωνα με τη ρωμαϊκή παράδοση, ο πρώτος Ετρούσκος βασιλιάς της Ρώμης, ο Ταρκίνιος Πρίσκος, κυβέρνησε από το 616 π.Χ.[66] Κατά τη διάρκεια του 6ου αιώνα π.Χ., η πόλη επέκτεινε την επιρροή της σε ολόκληρο το Λάτιο.[67] Γύρω στα τέλη του 6ου αι. – παραδοσιακά το 510 π.Χ – οι βασιλείς της Ρώμης εκδιώχθηκαν και η πόλη έγινε δημοκρατία.[68]
Γύρω στο 387 π.Χ., η Ρώμη λεηλατήθηκε από τους Γαλάτες μετά τη μάχη της Άλια.[69] Σύντομα όμως συνήλθε από αυτή την ταπεινωτική ήττα και το 381 οι κάτοικοι του Τούσκουλου στο Λάτιο έγιναν Ρωμαίοι πολίτες. Ήταν η πρώτη φορά που αποκτήθηκε με αυτόν τον τρόπο η ρωμαϊκή υπηκοότητα.[70] Η Ρώμη συνέχισε να επεκτείνει την περιοχή επιρροής της, έως ότου το 269 ολόκληρη η ιταλική χερσόνησος βρισκόταν υπό ρωμαϊκή κυριαρχία.[71] Λίγο αργότερα, το 264, άρχισε ο Α΄ Καρχηδονιακός Πόλεμος που κράτησε μέχρι το 241.[72] Ο Β΄ Καρχηδονιακός Πόλεμος ξεκίνησε το 218, και μέχρι το τέλος του ίδιου έτους, ο Καρχηδόνιος στρατηγός Αννίβας είχε εισβάλει στην Ιταλία.[73] Σε αυτόν τον πόλεμο σημειώθηκε η χειρότερη ήττα της Ρώμης μέχρι τότε, στη μάχη των Καννών.[74] Ωστόσο, η Ρώμη συνέχισε να πολεμά, προσαρτώντας μεγάλο μέρος της Ισπανίας [75] και τελικά νικώντας την Καρχηδόνα, τερματίζοντας τη θέση της ως μεγάλης δύναμης και εξασφαλίζοντας τη ρωμαϊκή κυριαρχία στη Δυτική Μεσόγειο.[76]
Οι κλασικές γλώσσες του αρχαίου μεσογειακού κόσμου επηρέασαν κάθε ευρωπαϊκή γλώσσα. Έτσι, τα λατινικά αναπτύχθηκαν από ένα εξαιρετικά ανεπτυγμένο πολιτιστικό προϊόν της χρυσής και αργυρής εποχής της λατινικής λογοτεχνίας για να γίνουν διεθνής γλώσσα σε διπλωματικό, επιστημονικό, φιλοσοφικό και θρησκευτικό επίπεδο, μέχρι τον 17ο αι. Πολύ πριν από αυτό, τα λατινικά είχαν εξελιχθεί στις ρομανικές γλώσσες και τα αρχαία ελληνικά στη νέα ελληνική και τις διαλέκτους της. Στα εξειδικευμένα επιστημονικά και τεχνολογικά λεξιλόγια, η επίδραση των λατινικών και των ελληνικών είναι αξιοσημείωτη. Τα εκκλησιαστικά λατινικά, η επίσημη γλώσσα της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, παραμένουν ζωντανή κληρονομιά του κλασικού κόσμου στη σύγχρονη εποχή.
Τα λατινικά είχαν αντίκτυπο πολύ πέρα από τον κλασικό κόσμο. Συνέχισαν να είναι η κατεξοχήν γλώσσα σοβαρής γραφής στην Ευρώπη πολύ μετά την πτώση της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.[77] Όλες οι σύγχρονες ρομανικές γλώσσες (γαλλικά, γαλικιανά, ισπανικά, ιταλικά, καταλανικά, πορτογαλικά, ρουμανικά) προέρχονται από τα λατινικά.[78] Τα λατινικά εξακολουθούν να θεωρούνται θεμελιώδης πτυχή του ευρωπαϊκού πολιτισμού.[79]
Η κληρονομιά του κλασικού κόσμου δεν περιορίζεται στην επιρροή των κλασικών γλωσσών. Η ρωμαϊκή αυτοκρατορία ελήφθη ως πρότυπο από μεταγενέστερες ευρωπαϊκές αυτοκρατορίες, όπως η ισπανική και η βρετανική αυτοκρατορία.[80] Η κλασική τέχνη έχει ληφθεί ως πρότυπο σε μεταγενέστερες περιόδους - για παράδειγμα, τόσο η μεσαιωνική ρομανική αρχιτεκτονική[81] όσο και η νεοκλασική λογοτεχνία της εποχής του διαφωτισμού[11] επηρεάστηκαν από κλασικά μοντέλα, ενώ ο Οδυσσέας του Τζέιμς Τζόις είναι ένα από τα τα πιο σημαντικά έργα της λογοτεχνίας του 20ύ αι.[82]
One possible solution to both of these issues (already enacted on a number of campuses) involves a move to ancient Mediterranean studies, where the Greek and Latin languages and literatures are only one track into and out of graduate schools, and where Greek and Roman cultures are contextualized alongside other cultures in ancient Africa, West/Central Asia and the Levant.