Κονστάντι Λάστσκα | |
---|---|
Γενικές πληροφορίες | |
Γέννηση | 3 Σεπτεμβρίου 1865[1][2] Μακούβιετς Ντούζι[3] |
Θάνατος | 23 Μαρτίου 1956[4][2] Κρακοβία[3] |
Τόπος ταφής | Κοιμητήριο Ρακοβίτσκι |
Χώρα πολιτογράφησης | Πολωνία[5] |
Εκπαίδευση και γλώσσες | |
Ομιλούμενες γλώσσες | Πολωνικά |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Ιδιότητα | γλύπτης ζωγράφος σχεδιαστής[6] κεραμουργός χαράκτης μεταλλίων[5] |
Οικογένεια | |
Τέκνα | Bogdan Laszczka |
Αξιώματα και βραβεύσεις | |
Αξίωμα | Πρύτανης (1911–1912, Ακαδημία Καλών Τεχνών «Γιαν Ματέικο») |
Βραβεύσεις | Χρυσή Δάφνη (Πολωνική Ακαδημία Λογοτεχνίας) Διοικητής του Τάγματος της Αναγέννησης της Πολωνίας[7] Διοικητής με Αστέρι του Τάγματος της Αναγέννησης της Πολωνίας[8] Αναμνηστικό Μετάλλιο 10ης Επετείου της Ανεξαρτησίας (1928)[9] |
Σχετικά πολυμέσα | |
Ο Κονστάντι Λάστσκα (πολωνικά: Konstanty Laszczka) (3 Σεπτεμβρίου 1865, Μακούβιετς Ντούζι - 23 Μαρτίου 1956, Κρακοβία) ήταν Πολωνός γλύπτης, ζωγράφος, γραφίστας, καθώς και καθηγητής και πρύτανης της Ακαδημίας Καλών Τεχνών «Γιαν Ματέικο» στην Κρακοβία. Ο Λάστσκα έγινε πρύτανης της Ακαδημίας το 1911, ωστόσο, για οικογενειακούς λόγους παραιτήθηκε από αυτό το λειτούργημα το 1912.[10]
Ο Λάστσκα γεννήθηκε σε μια μεγάλη αγροτική οικογένεια στη Μασοβία. Ο πατέρας του ήταν ο Αντόνι Λάστσκα και η μητέρα του η Καταζίνα, από το χωριό Κούπτσε. Το ταλέντο του ανακαλύφθηκε για πρώτη φορά από την οικογένεια των γαιοκτημόνων Οστρόφστσι (Ostrowscy), που χρηματοδότησε τις σπουδές του στην τέχνη στη Βαρσοβία το 1885, υπό την καθοδήγηση των Γιαν Κρίνσκι και Λούντβικ Πιρόβιτς.
Λίγο αργότερα, ο Λάστσκα έλαβε υποτροφία από την Πολωνική Εταιρεία Εικαστικών Τεχνών (Towarzystwo Sztuk Pięknych), που ονομαζόταν "Zachęta" και πήγε στο Παρίσι το 1891. Ενώ βρισκόταν στη Γαλλία, σπούδασε στην Εθνική Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών. Έλαβε οδηγίες από καλλιτέχνες όπως οι Αντονά Μερσιέ, Αλεξάντρ Φαλγιέρ και Ζαν-Λεόν Ζερόμ. Ασχολήθηκε επίσης με το καλλιτεχνικό κίνημα της γαλλικής Polonia. Το 1897, ο Λάστσκα επέστρεψε στην Πολωνία υπό τους ξένους διαμελισμούς και έγινε δάσκαλος στη Βαρσοβία.
Το 1899, μετά από πρόσκληση του ζωγράφου Γιούλιαν Φάουατ, ο Λάστσκα εγκαταστάθηκε στην Κρακοβία όπου έγινε καθηγητής στην Ακαδημία Καλών Τεχνών. Τα έτη 1900-1935, ήταν διευθυντής στο Τμήμα Γλυπτικής εκεί.
Ενώ βρισκόταν στην Κρακοβία, ο Λάστσκα έγινε στενός φίλος με τον Στανίσουαφ Βισπιάνσκι και τον Λέον Βιτσουουκόφσκι. Υπήρξε ένα από τα ιδρυτικά μέλη της Εταιρείας Πολωνών Καλλιτεχνών με την ονομασία «Sztuka» (Τέχνη), με την αισθητική φιλοσοφία του Κινήματος της Νέας Πολωνίας. Μεταξύ των μαθητών του ήταν οι: Στανίσουαφ Γιατσκόφσκι, Μπολέσουαφ Μπιέγκας, Ξαβέρι Ντουνικόφσκι, Λούντβικ Κοναζέφσκι, Φραντσίσεκ Μοντσίνσκι και Όλγκα Νιέφκσα, μεταξύ άλλων.[12] Στα έτη 1900-1910, συνεργάστηκε επίσης ως γραφίστας και γλύπτης με το εργοστάσιο κεραμικής του Γιούζεφ Νιεντζβιέτσκι (Józef Niedźwiecki) στο κοντινό Ντεμπνίκι. Ο γιος του, Μπόγκνταν Λάστσκα, έγινε αρχιτέκτονας και ακτιβιστής της Πολωνικής Εταιρείας Τάτρα. Ο Λάστσκα πέθανε στην Κρακοβία στο τέλος της σταλινικής περιόδου και θάφτηκε εκεί στο περίφημο Κοιμητήριο Ρακοβίτσκι.
Στο έργο του, ο Κονστάντι Λάστσκα ακολούθησε το παράδειγμα του δασκάλου του, του Γάλλου γλύπτη Ωγκύστ Ροντέν.[13] Η επιρροή είναι πιο εμφανής σε μια σειρά γυναικείων γυμνών μελετών, που σμιλεύτηκαν γύρω στα τέλη του αιώνα και βασίστηκαν σε συμβολικά θέματα.[14][15] Το παλαιότερο άγαλμα που ονομάζεται "Zima (Konik polny)" (Χειμώνας. Η ακρίδα) κατασκευάστηκε το 1895. Αργότερα, ο Λάστσκα δημιούργησε περισσότερα γυναικεία γυμνά γεμάτα συναισθήματα, όπως το "Żal" (Πένθος) το 1901 και το "Zasmucona" (Πλημμυρισμένο από τη θλίψη) το 1901-1902, τα οποία τώρα βρίσκονται στο Εθνικό Μουσείο της Κρακοβίας. Η σύνδεσή του με το Αρ Νουβό κίνημα προήλθε από αγάλματα όπως το "W nieskończoność" (Αιώνια) από το 1896–1897, το "Nostalgia" («Νοσταλγία», 1903) και το - εμπνευσμένο από τον Έντβαρτ Μουνκ - "Krzyk" (Κραυγή) από το 1902. Εστίασε πάνω από όλα στη γλυπτική,[16][17][18] αλλά επίσης ζωγράφισε πορτρέτα, έκανε μετάλλια, περιδέραια πορτρέτων και περιστασιακές πλάκες.[19] Στην ύστερη περίοδο της καλλιτεχνικής του καριέρας άρχισε να ενδιαφέρεται για την πυρωμένη κεραμική, με θεματολογία από θρησκευτικά, λαϊκά και ζωικά θέματα.[20]