Ο Κονστάντι Πλισόφσκι (πολωνικά: Konstanty Plisowski, 1890–1940[1]) ήταν Πολωνός στρατιωτικός του 20ού αιώνα, ο οποίος συμμετείχε στους δύο Παγκοσμίους Πολέμους, καθώς και στους πολέμους της Πολωνίας με την Ουκρανία και τη Σοβιετική Ένωση κατά την περίοδο 1919-1920. Συγκαταλέγεται στα θύματα της σφαγής του Κατύν από τη σοβιετική NKVD.
Ο Πλισόφσκι γεννήθηκε το 1890 στον οικισμό Nowosiółka, στην Ποντολία της σημερινής Ουκρανίας, η οποία εκείνη την εποχή αποτελούσε έδαφος της Ρωσικής Αυτοκρατορίας και ήταν το δέκατο τρίτο παιδί της πολωνικής οικογένειας του κτηματία και απόστρατου αξιωματικού Κάρολ Βίλχελμ Πλισόφσκι (1827–1900) και της Μαρία-Αμπρόζια Χόγουπ (1850–1939)[2].
Σε νεαρή ηλικία εισήχθη στη Στρατιωτική Σχολή Δοκίμων της Οδησσού, από την οποία αποφοίτησε το 1911 ως αξιωματικός ιππικού του ρωσικού στρατού, με τον οποίο έλαβε μέρος στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, πολεμώντας στο μέτωπο της Αυστρίας[1]. Το 1918 προσχώρησε στις τάξεις των ενόπλων δυνάμεων του νεοσύστατου πολωνικού κράτους. Διακρίθηκε πρώτα ως διοικητής συντάγματος και κατόπιν ως διοικητής ταξιαρχίας του ιππικού στη διάρκεια των πολεμικών συρράξεων της Πολωνίας με την Ουκρανία και τη Σοβιετική Ένωση από το 1919 μέχρι το 1920[1]. Αποστρατεύτηκε το 1930 για λόγους υγείας[3], φτάνοντας μέχρι τον βαθμό του ταξίαρχου και το 1933 εγκαταστάθηκε μόνιμα στη Βαρσοβία, συντηρούμενος από τη στρατιωτική του σύνταξη και ένα εισόδημα που κέρδιζε από περιστασιακή εργασία[4].
Ο Πλισόφσκι επανήλθε στην ενεργό δράση το 1939 κατά τη διάρκεια της γερμανικής εισβολής, αναλαμβάνοντας την υπεράσπιση του Μπρεστ[3]. Μετά την κατάρρευση της πολωνικής άμυνας υπό το βάρος της ταυτόχρονης σύγκρουσης με τα γερμανικά και τα σοβιετικά στρατεύματα που είχαν επίσης εισβάλει εντός του πολωνικού εδάφους, επιχείρησε να διαφύγει μαζί με άλλους αξιωματικούς προς την Ουγγαρία, ωστόσο αιχμαλωτίστηκε στις 28 Σεπτεμβρίου του 1939 από τους Σοβιετικούς κοντά στο Λβοφ[5] και ακολούθως εστάλη στο στρατόπεδο αιχμαλώτων του Σταρομπέλσκ[6] της σημερινής Ουκρανίας, όπου μαζί με άλλους επτά υψηλόβαθμους στρατιωτικούς (μεταξύ των οποίων οι Στάνισλαφ Χάλερ, Λέον Μπίλεβιτς, Φράντσισεκ Σικόρσκι κ.ά.[7]) κρατήθηκε σε ξεχωριστό χώρο. Την άνοιξη του 1940 εκτελέστηκε μαζί με άλλους Πολωνούς αξιωματικούς από τη σοβιετική NKVD στις μαζικές εκτελέσεις που έμειναν γνωστές ως σφαγή του Κατύν[1].
Το 1996 το όνομα του Πλισόφκι δόθηκε σε μια τεθωρακισμένη ταξιαρχία του πολωνικού στρατού, ενώ τον Οκτώβριο του 2007 προήχθη μεταθάνατον σε στρατηγό[8].