Κουζμάν Σαπκάρεφ | |
---|---|
![]() | |
Γενικές πληροφορίες | |
Γέννηση | 1 Φεβρουαρίου 1834 Οχρίδα |
Θάνατος | 18 Μαρτίου 1909 Σόφια |
Χώρα πολιτογράφησης | Οθωμανική Αυτοκρατορία |
Εκπαίδευση και γλώσσες | |
Μητρική γλώσσα | Βουλγαρικά |
Ομιλούμενες γλώσσες | Βουλγαρικά[1] |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Ιδιότητα | γλωσσολόγος δικαστής νομικός συγγραφέας |
Οικογένεια | |
Σύζυγος | Ελισαβέτα Μιλαντίνοβα-Σαπκάρεβα († 1870), Εκατερίνα Σαπκάρεβα |
Τέκνα | Κλίμεντ Σαπκάρεφ, Ιβάν Σαπκάρεφ |
Αξιώματα και βραβεύσεις | |
Βραβεύσεις | Τάγμα Πολιτικής Αξίας |
Υπογραφή | |
![]() | |
![]() | |
Ο Κουζμάν Αναστάσοφ Σαπκάρεφ, (βουλγαρικά: Кузман Анастасов Шапкарев) (1 Φεβρουαρίου 1834 στην Οχρίδα – 18 Μαρτίου 1909 στη Σόφια) ήταν ένας Βούλγαρος[2][3] λαογράφος, εθνογράφος και επιστήμονας από την Οθωμανική περιοχή της Μακεδονίας, συγγραφέας βιβλίων και εθνογραφικών μελετών και μια σημαντική φιγούρα της Βουλγαρικής Εθνικής Αναγέννησης. Ως προς την εθνικότητά του θεωρείται ως ένας Μακεδόνας στη Βόρεια Μακεδονία.
Ο Κουζμάν Σαπκάρεφ γεννήθηκε στην Οχρίδα το 1834. Εργάστηκε ως δάσκαλος σε ορισμένα βουλγαρικά σχολεία στις πόλεις Οχρίδα, Μπίτολα, Πρίλεπ, Κιλκίς, Θεσσαλονίκη, (1854-1883). Αυτήν την περίοδο δραστηριοποιήθηκε ιδιαίτερα στην εισαγωγή της βουλγαρικής γλώσσας στα σχολεία της περιοχής. Το 1882-1883 ξεκίνησε την ίδρυση δύο βουλγαρικών γυμνάσιων στη Θεσσαλονίκη.
Έχει συγγράψει τα διδακτικά βιβλία: «Βουλγαρικό Αναγνωστάρι» (1866), «Μεγάλο Βουλγαρικό Ανάγνωσμα» (1868), «Mητρική γλώσσα» (1874), «Συνοπτική Γεωγραφία» (1868), «Συνοπτικά Θρησκευτικά» (1868) και άλλα. Ο Σαπκάρεφ συμμεριζόταν την άποψη ότι η κωδικοποιημένη βουλγαρική γλώσσα θα έπρεπε να έχει περισσότερα χαρακτηριστικά των μακεδονικών διαλέκτων. Θεωρούσε τη διάλεκτό του σε ορισμένα βιβλία ως «πιο κατανοητή από τους Βούλγαρους της Μακεδονίας» («Μεγάλο Βουλγαρικό Ανάγνωσμα»), 1868, σελ. 4).
Ο Σαπκάρεφ είχε συνεργασίες με πολλές βουλγαρικές εφημερίδες και περιοδικά: «Цариградски вестник» (εφημερίδα της Κωνσταντινούπολης), «Γκάιντα», «Μακεδονία», «Právo» (Δίκαια), «Savetnik» (Συνήγορος), «Българска пчела» (βουλγαρική μέλισσα) και άλλα. Επίσης, ήταν συνεργάτης του επαναστάτη Γκεόργκι Ρακόβσκι και στο πεδίο της εθνογραφίας βοήθησε τους Αδελφούς Μιλαντίνοφ.
Μετά το 1883 έζησε στη Βουλγαρία, στις πόλεις Φιλιππούπολη, Σλίβεν, Στάρα Ζαγόρα, Βράτσα και Οράνιε (Μπότεβγκραντ). Στη Βουλγαρία παράλληλα με την επιστημονική και τη δημόσια ασχολία του εργάστηκε ως συμβολαιογράφος και δικαστής.
Από το 1900 και μετά ήταν τακτικό μέλος στη Βουλγαρική Ακαδημία Επιστημών.
Το αυτοβιογραφικό του βιβλίο έχει τίτλο «Υλικά για την Αναβίωση του Βουλγαρικού εθνικού πνεύματος στη Μακεδονία».
Ο γιος του, ο Κλίμεντ Σαπκάρεφ ήταν ένας από τους ηγέτες της Εσωτερικής Μακεδονικής Αδριανουπολίτικης Επαναστατικής Οργάνωσης (ΒΜΟΡΟ).[4]
Η Αντηρίδα Σαπκάρεφ στην Ακτή Φαλιέρες της Ανταρκτικής έχει ονομαστεί προς τιμήν του Κουζμάν Σαπκάρεφ.