Τα κρόταλα ή κρέμβαλα είναι πανάρχαια ξύλινα ιδιόφωνα κρουστά, των οποίων η νεότερη μετεξέλιξη είναι τα μικρασιάτικα κουτάλια και οι ισπανικές καστανιέτες. Χρησιμοποιούνταν ανά ζεύγη για να κρατάνε τον ρυθμό, τόσο σε χορούς όσο και σε γάμους και πανηγύρια. Συνήθως παίζονταν από γυναίκες που μετρούσαν το ρυθμό κρούοντας τα ρυθμικά με τα δάχτυλα.
Οι αρχαίοι Έλληνες κατασκεύαζαν τα κρόταλα από διάφορα υλικά, όπως όστρακο, ξύλο, καλάμι ή μέταλλο, ενώνοντας χαλαρά στη μία άκρη τους, δύο κομμάτια από το ίδιο υλικό με μήκος περίπου 15-20 εκ., συνήθως στενότερα στο πάνω μέρος και πλατύτερα στη βάση. Ένα δερμάτινο κορδόνι συνέδεε τα δύο κομμάτια επιτρέποντας το άνοιγμά τους μέχρι και 90 μοίρες. Τα τμήματα αυτά επίσης ήταν κοίλα στο εσωτερικό τους με αποτέλεσμα να παράγεται δυνατότερος ήχος.
Στη μέση κάθε τμήματος υπήρχαν δερμάτινες θηλιές στις οποίες οι εκτελέστριες - χορεύτριες περνούσαν τον αντίχειρα και το μέσο δάχτυλο ώστε να τα συγκρατούν και να τα κρούουν ρυθμικά και να κρατούν τον ρυθμό κατά τον χορό, ενώ επίσης συνόδευαν αυλούς και λύρες σε δημόσιες γιορτές, οργιαστικές τελετές προς τιμήν του Διονύσου και της Κυβέλης και σε ιδιωτικές διασκεδάσεις. Στην εικονογραφία παρουσιάζονται να παίζονται από γυναίκες που χορεύουν, από άνδρες κωμαστές που συμμετέχουν σε εύθυμες εορταστικές πομπές και Σατύρους, τους ακολούθους του Διονύσου.[1]