Ο λέβητας (αρχαία ελληνικά «λέβης») είναι τύπος αρχαιοελληνικού αγγείου, κατασκευασμένος συνήθως από μπρούντζο.
Στηριζόταν σε τρίποδο. Η πιο δημοφιλής χρήση του ήταν ως σκεύος ιεροτελεστίας, στο μαντείο των Δελφών.
Στην κλασική εποχή ήταν στερεωμένος σε πόδι και χρησιμοποιούνταν ως σκεύος μαγειρικής.
[1]
Ο γαμικός ή γαμήλιος λέβης, φαίνεται να χρησιμοπιούνταν ως μέρος των τελετών εξαγνισμού πριν από το γάμο, δηλαδή στο τελετουργικό ράντισμα της νύφης με νερό. Ο γαμικός λέβης χρησιμοποιήθηκε από τον 6ο έως τον 4ο αιώνα π.Χ.[2] Οι γαμικοί λέβητες στολίζονταν με απεικονίσεις από γάμους της μυθολογίας (όπως ο γάμος του Πηλέα και της Θέτιδας) ή περιλάμβανε αναφορές σε μύθους, όπως παραστάσεις που έδειχναν την Ελένη και τον Μενέλαο.[3]
Οι λέβητες χρησιμοποιούνταν κατά τη διάρκεια της ανταλλακτικής οικονομίας. Απομεινάρια λίθινων επιγραφών διασώζουν πολλά παραδείγματα προστίμων και αντισταθμιστικών ζημιών σε χάλκινους λέβητες από την αρχαία Κρήτη, ήδη από τον 7ο αιώνα π.Χ. Για παράδειγμα, σε μια περίπτωση, ένας χάλκινος τρίποδας «[αξίας] δέκα λεβήτων» καταγράφηκε ως πληρωμή για πρόστιμο.[4]
Στην Ιλιάδα, ένας χάλκινος λέβης αποτιμήθηκε στην αξία ενός βοδιού. Μέχρι την ελληνιστική περίοδο, πολύ μετά την εισαγωγή του νομίσματος με βάση το χρήμα, οι λέβητες επιβίωσαν ως ονομασία μιας συγκεκριμένης ποσότητας αργυρών νομισμάτων.[4]
Lebes: cauldron, usually supported on a tripod.