Το λήμμα παραθέτει τις πηγές του αόριστα, χωρίς παραπομπές. |
Λέστερ Γιανγκ | |
---|---|
Γέννηση | 27 Αυγούστου 1909[1][2][3] Woodville Woodville[4] |
Θάνατος | 15 Μαρτίου 1959[1][2][3] Νέα Υόρκη |
Τόπος ταφής | The Evergreens Cemetery |
Κατοικία | Μιζούρι |
Εθνικότητα | Αφροαμερικανοί[4] |
Χώρα πολιτογράφησης | Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής |
Ιδιότητα | κλαρινετίστας, σαξοφωνίστας, συνθέτης, μουσικός της τζαζ και μουσικός[5] |
Γονείς | Μπιλι Γιανγκ |
Όργανα | σαξόφωνο, κλαρινέτο και tenor saxophone |
Είδος τέχνης | τζαζ[6][7] |
Βραβεύσεις | Grammy Hall of Fame (2004) |
Σχετικά πολυμέσα | |
Ο Λέστερ Γιανγκ (Lester Willis Young, Γούντβιλ, 27 Αυγούστου 1909 - Νέα Υόρκη, 15 Μαρτίου 1959), γνωστός και με το παρωνύμιο Prez, ήταν σημαντικός Αμερικανός τενόρος σαξοφωνίστας. Χαρακτηρίζεται ως ένας από τους πιο επιδραστικούς μουσικούς στην ιστορία της τζαζ και συγκαταλέγεται στους σαξοφωνίστες που τη σημάδεψαν με τις καινοτόμες ερμηνείες του, έχοντας σημαντική συνεισφορά στην εξέλιξη του είδους. Ειδικότερα, τονίζεται η επίδραση που άσκησε στον Τσάρλι Πάρκερ. Οι περισσότεροι κριτικοί διακρίνουν το πρώιμο ύφος του, σε σχέση με αυτό που ακολούθησε κατά τη δεκαετία του 1940 και του 1950.
Γεννήθηκε στην πόλη Γούντβιλ του Μισισίπι και μεγάλωσε κοντά στην περιοχή της Νέας Ορλεάνης. Ο πατέρας του, Γουίλις Χάντι Γιανγκ (1872-1943), ήταν επιδέξιος μουσικός και φρόντισε να εκπαιδεύσει τους τρεις γιους του πάνω σε διάφορα όργανα, όπως βιολί, τρομπέτα, κορνέτο, σαξόφωνο και ντραμς, σχηματίζοντας ένα είδος οικογενειακής ορχήστρας. Σύμφωνα με μία ατεκμηρίωτη μαρτυρία του μικρότερου αδελφού τού Λέστερ, Λι Γιανγκ, ο εργάστηκε παράλληλα ως διευθυντής γυμνασίου στο Τιμποντό (Thibodaux) της Λουιζιάνας, ωστόσο είναι δεδομένο ότι μεγαλύτερο μέρος των εσόδων του προερχόταν από την ενασχόλησή του με τη μουσική και ειδικότερα περιοδεύοντας σε καρναβάλια ή άλλες μαζικές εορταστικές εκδηλώσεις.
Ο Λέστερ Γιανγκ σπούδασε βιολί, τρομπέτα και ντραμς, πριν καταλήξει στο άλτο σαξόφωνο όταν ήταν περίπου δεκατριών ετών. Καταγράφονται αρκετές συγκρούσεις με τον πατέρα του, ενώ μετά από μία εξ' αυτών εγκατέλειψε την οικογενειακή ορχήστρα, στα τέλη του 1927, προσχωρώντας στην ορχήστρα Bostonians του Αρτ Μπρόνσον, με την οποία περιόδευσε σε αρκετές πολιτείες των ΗΠΑ. Την ίδια περίοδο πιστεύεται ότι μεταπήδησε στο τενόρο σαξόφωνο, έχοντας προηγουμένως δοκιμαστεί επίσης στο σοπράνο αλλά και στο βαρύτονο, ωστόσο συνέχισε να παίζει άλτο σαξόφωνο μέχρι τα τέλη της δεκαετίας. Το 1929 επανασυνδέθηκε προσωρινά με την οικογενειακή ορχήστρα, αυτή τη φορά στο Νέο Μεξικό όπου είχε πλέον εγκατασταθεί. Αργότερα επέστρεψε στη Μινεάπολη, χωρίς να ακολουθήσει την ορχήστρα των Γιανγκ στην Καλιφόρνια, παίζοντας για ένα διάστημα στο μουσικό σχήμα Blue Devils του Γουόλτερ Πέιτζ και κατόπιν ξανά με τον Αρτ Μπρόνσον. Τα επόμενα χρόνια συνεργάστηκε με πληθώρα μουσικών, όπως τον Έντι Μπέαρφιλντ, τον Κινγκ Όλιβερ και τον σαξοφωνίστα Κλάρενς Λαβ, προσχώρησε στην ορχήστρα Thirteen Original Blue Devils, ενώ περιόδευσε επίσης με τον Κόλμαν Χόκινς, χρησιμοποιώντας ως κύρια έδρα του την πόλη του Κάνσας που αποτελούσε τότε σημαντικό κέντρο για τη σκηνή της τζαζ.
Στις αρχές του 1934 συνεργάστηκε με τον Κάουντ Μπάσι, αποχωρώντας από την ορχήστρα του λίγους μήνες αργότερα, προκειμένου να αναπληρώσει τον Χόκινς στο σχήμα του Φλέτσερ Χέντερσον. Σύντομα αποχώρησε από αυτό, καθώς οι υπόλοιποι μουσικοί της ορχήστρας απέρριπταν τη διαφορετική προσέγγιση του Γιανγκ στο σαξόφωνο, εκφράζοντας παράπονα για το μουσικό ύφος του. Επόμενοι σταθμοί του Γιανγκ υπήρξαν οι συνεργασίες του με τους Άντι Κιρκ, Μπόιντ Άτκινς και Ρουκ Γκανζ. Το 1936 επανασυνδέθηκε με τον Κάουντ Μπέισι και το Νοέμβριο του ίδιου έτους πραγματοποίησε τις πρώτες ηχογραφήσεις του με ένα μικρό σύνολο από την ορχήστρα του, προκαλώντας το ενδιαφέρον άλλων μουσικών. Ο Γιανγκ ωφελήθηκε από τη σταδιακά αυξανόμενη δημοτικότητα της ορχήστρας του Μπέισι και παρά το γεγονός πως αντιμετώπισε αντιφατικές κριτικές για τον τρόπο με τον οποίο έπαιζε, αποτέλεσε σημείο αναφοράς για τη νεότερη γενιά μουσικών. Την ίδια περίπου περίοδο καταγράφεται η γνωριμία του με την Μπίλι Χόλιντεϊ, με την οποία ανέπτυξε στενή φιλία και καθιέρωσε το παρωνύμιο Lady Day με το οποίο είναι γνωστή. Το 1940, έχοντας αποκτήσει μεγαλύτερη φήμη, σχημάτισε την πρώτη προσωπική ορχήστρα, αποτελούμενη από έξι μουσικούς. Μετά από μία περίοδο κατά την οποία συνεργάστηκε με τον αδελφό του, Λι Γιανγκ, σχηματίζοντας νέα ορχήστρα, ενώ αργότερα περιόδευσε με τη μεγάλη ορχήστρα του Αλ Σίαρς, επέστρεψε στη Νέα Υόρκη και επανασυνδέθηκε με τον Κάουντ Μπέισι το 1943. Η συνεργασία αυτή έφερε τον Γιανγκ στο προσκήνιο και αποτέλεσε την αρχή μιας σειράς διακρίσεών του. Υπήρξε αγαπημένος σαξοφωνίστας πολλών νέων μουσικών, όπως των Τζον Κολτρέιν, Σόνι Ρόλινς και Σταν Γκετζ, ενώ συμμετείχε επίσης στη μικρού μήκους ταινία Jammin' the Blues.
Η ενασχόλησή του με τη μουσική διακόπηκε το Σεπτέμβριο του 1944, όταν κατατάχθηκε στο στρατό. Όταν ανακαλύφθηκε πως έκανε χρήση ναρκωτικών ουσιών, οδηγήθηκε σε στρατοδικείο και υπηρέτησε για αρκετούς μήνες σε πειθαρχείο της Τζόρτζια απ' όπου αφέθηκε ελεύθερος στα τέλη του 1945. Επανήλθε στα μουσικά δρώμενα ηχογραφώντας και πραγματοποιώντας εμφανίσεις στο Λος Άντζελες. Την περίοδο 1945-55 έπαιξε με μικρά συνήθως σύνολα, δεχόμενος επιδράσεις από νέους μουσικούς που τον συνόδευαν, ενώ πραγματοποίησε επίσης τις πρώτες ευρωπαϊκές περιοδείες του.
Τα τελευταία χρόνια της ζωής του, η συχνότητα των ηχογραφήσεών του περιορίστηκε αισθητά, ενώ παράλληλα ο αλκοολισμός του επιδείνωσε σοβαρά την υγεία του, με αποτέλεσμα να νοσηλευτεί σε αρκετές περιπτώσεις. Οι τελευταίες ηχογραφήσεις του ολοκληρώθηκαν το Μάρτιο του 1959 στο Παρίσι. Τον ίδιο μήνα αρρώστησε σοβαρά και επέστρεψε στη Νέα Υόρκη όπου απεβίωσε.