Συντεταγμένες: 11°1′12″S 76°6′27″W / 11.02000°S 76.10750°W
Η λίμνη Χουνίν[1](ισπ. Lago Junín)[2] είναι η μεγαλύτερη λίμνη που βρίσκεται αποκλειστικά στην επικράτεια του Περού. Στη γλώσσα των ιθαγενών του Περού, την κέτσουα, έχει την ονομασία Τσιντσαϋκότσα (Chinchaycocha), που προέρχεται μάλλον από τη φράση chinchay qucha, η οποία σημαίνει «βόρεια λίμνη» ή «λίμνη των οσελότων[3][4]. Η έκταση της λίμνης είναι 529,88 τετραγωνικά χιλιόμετρα (μεγαλύτερη κατά 11% της νήσου Σάμου). Αν και η γνωστή λίμνη Τιτικάκα έχει πολύ μεγαλύτερη έκταση, είναι μοιρασμένη μεταξύ του Περού και της Βολιβίας. Η Χουνίν αποτελεί σημαντικό προορισμό για τους παρατηρητές πουλιών στο Περού.[5]
Το μεγαλύτερο μέρος της λίμνης υπάγεται στην Επαρχία Χουνίν της ομώνυμης περιφέρειας του Περού, ενώ το βορειοδυτικό άκρο της υπάγεται στην Επαρχία Πάσκο της Περιφέρειας Πάσκο. Το μέσο υψόμετρο της επιφάνειας της λίμνης πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας είναι 4.082,7 μέτρα.[6]
Η λίμνη Χουνίν βρίσκεται στον άνω ρου του ποταμού Μαντάρο, εντός της λεκάνης του Αμαζονίου. Στο νότιο άκρο της λίμνης υπάρχει ήδη από το 1936 το φράγμα Ουπαμάγιο, που ρυθμίζει τη στάθμη των νερών της και παράγει, με την παρακείμενη εγκατάσταση, υδροηλεκτρική ενέργεια. Σε έτη με κανονική ή υψηλή βροχόπτωση η στάθμη παραμένει έτσι σχεδόν σταθερή, με τη λίμνη να περιέχει περίπου 500 εκατομμύρια κυβικά μέτρα νερού (με μέγιστο τα 556 εκατομμύρια) και το μέγιστο βάθος της να είναι 12 μέτρα[6]. Αλλά σε έτη ξηρασίας η στάθμη μπορεί να κατεβεί κατά 1,5 έως 2 μέτρα, αφήνοντας έτσι τεράστιες εκτάσεις έξω από το νερό.
Οι πηγές των ρυακιών που τροφοδοτούν τη λίμνη Χουνίν έχουν χαρακτηρισθεί ως οι «πιο μακρινές» από τις πηγές του Αμαζονίου (δηλαδή του μεγαλύτερου σε όγκο νερού ποταμού όλης της Γης), όντας το ένα από τα τρία συστήματα που έχουν προταθεί ως η «πραγματική» πηγή του Αμαζονίου.[7]
Από το 1933 έχει υπάρξει μια εισροή υπολειμμάτων εξορύξεων στη λίμνη Χουνίν, κάτι που έχει επηρεάσει αρνητικώς την ιχθυοπανίδα και την ορνιθοπανίδα σε κάποια μέρη της λίμνης. Τα λύματα των οικισμών Χουνίν και Καρουαμάγιο ρυπαίνουν επίσης τη λίμνη. Αυτοί οι τύποι ρυπάνσεως συμβάλλουν στη φυσική διαδικασία ευτροφισμού της ως υγροβιότοπου.
Στη λίμνη Χουνίν ζουν δύο ενδημικά πτηνά: το Podiceps taczanowskii και το Laterallus jamaicensis tuerosi, αμφότερα κινδυνεύοντα.[8] Δύο κινδυνεύοντα είδη του γένους βατράχων τελματόβιος περιορίζονται επίσης στην περιοχή της λίμνης, αλλά μόνο το ένα από αυτά, το ολοκληρωτικά υδρόβιο τελματόβιος ο μακρόστομος, ζει στην ίδια τη λίμνη.[9] Τρία είδη του γένους ψαριών ορεστιάς, τα O. empyraeus, O. gymnota και O. polonorum, καθώς και το γατόψαρο Trichomycterus oroyae, είναι ενδημικά στη λεκάνη της λίμνης και τη γύρω περιοχή (περιλαμβάνονται συνδεδεμένα ρυάκια, ποτάμια και μικρότερες λίμνες).[6][10]
Οι όχθες της λίμνης Χουνίν διαθέτουν βλάστηση της οποίας οι ρίζες είναι στον βυθό, ενώ το άνω μέρος των φυτών στον αέρα. Αυτή σε κάποια μέρη καλύπτει ένα πλάτος που μπορεί να φθάσει έως τα 6 χιλιόμετρα και μπορεί να είναι τόσο πυκνή, ώστε να είναι αδιάβατη. Υπάρχουν πολλά ψάρια στη λίμνη, αλλά ανήκουν σε λίγα είδη, κάποια από τα οποία εισάχθηκαν από τον άνθρωπο. Οι εισαγμένες πέστροφες έχει θεωρηθεί ότι εμπλέκονται στη μείωση των ενδημικών ειδών βατράχων.[9]