Λευκορωσικές διαδηλώσεις του 2020-2021 | |||
---|---|---|---|
Μέρος του δημοκρατικού κινήματος της Λευκορωσίας | |||
Μεγάλη διαδήλωση των υποστηρικτών της αντιπολίτευσης στο Μινσκ, 16 Αυγούστου | |||
Ημερομηνία | 24 Μαΐου 2020 - συνεχίζεται | ||
Τόπος | Λευκορωσία | ||
Αίτια | αυταρχικό καθεστώς, διαχείριση της πανδημίας Covid-19 από την κυβέρνηση, οικονομικά προβλήματα | ||
Στόχοι | παραίτηση του Λουκασένκο, παραίτηση της κυβέρνησης της Λευκορωσίας, απελευθέρωση πολιτικών κρατούμενων | ||
Μέθοδοι | πορείες, μπλόκα, διαδικτυακός ακτιβισμός | ||
Αποτέλεσμα | Το καθεστώς του Λουκασένκο διατηρήθηκε ως έχει, το κίνημα των διαδηλώσεων ατόνησε | ||
Παραχωρήσεις που δώθηκαν | Πρόταση για συνταγματική αναθεώρηση | ||
Εμπλεκόμενες πλευρές | |||
Ηγετικά πρόσωπα | |||
Αριθμός | |||
| |||
Απολογισμός | |||
Απώλειες | 4+ θάνατοι | ||
Συλλήψεις | 30.000+ | ||
Σχετικά πολυμέσα | |||
δεδομένα ( ) |
Οι Λευκορωσικές διαδηλώσεις του 2020-2021 ήταν μια σειρά από μαζικές διαδηλώσεις που συγκλόνισαν τη Λευκορωσία το 2020. Οι διαδηλώσεις ήταν κατά του καθεστώτος του προέδρου Αλεξάντερ Λουκασένκο.[1] Οι διαδηλώσεις εξελίχθηκαν τόσο πριν, όσο και μετά τις Λευκορωσικές Προεδρικές εκλογές του 2020. Οι διαδηλωτές έχουν ως αίτημα την παραίτηση του προέδρου, την απελευθέρωση των πολιτικών κρατουμένων, και τη διεξαγωγή νέων, ελεύθερων και δίκαιων εκλογών.[2][3]
Την περίοδο πριν τις εκλογές (Μάιο έως 9 Αυγούστου 2020) οι διαδηλώσεις ταυτίζονται εν μέρει με την προεκλογική εκστρατεία της υποψήφιας της αντιπολίτευσης, Σβετλάνα Τσιχανόφσκαγια. Έπειτα από την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων των εκλογών στα οποία ο Λουκασένκο κέρδιζε με μία συντριπτική νίκη, ακολούθησε ένα μαζικό κίνημα ειρηνικών συλλαλητηρίων - το αποκορύφωμα των διαδηλώσεων. Το κίνημα διατηρήθηκε για πολλούς μήνες, ωστόσο σταδιακά έχανε την ορμή του. Παρόλο που κάποιες μικρές διαμαρτυρίες συνεχίζονται ακόμα και σήμερα, θεωρείται ότι το κίνημα έχει ατονήσει.
Σημαντικές προσωπικότητες του κινήματος είναι ο Βίκτωρ Μπαμπάρικο, υποψήφιος στις προεδρικές εκλογές ο οποίος όμως συνελήφθη λίγες μέρες αφότου κατέθεσε την υποψηφιότητα του,[4] οπότε και τον διαδέχθηκε η Σβετλάνα Τσιχανόφσκαγια, σύζυγος ενός άλλου συλληφθέντα υποψηφίου του Σεργκέι Τσιχανόφσκι.[5]
Η κυβέρνηση προχώρησε σε απροκάλυπτη καταστολή των διαδηλώσεων, με δεκάδες χιλιάδες συλλήψεις και εκτεταμένη χρήση βίας εις βάρος διαδηλωτών. Μέχρι σήμερα, έχουν χάσει τη ζωή τους 4 άτομα, οι τραυματίες υπολογίζονται σε εκατοντάδες και οι συλληφθέντες υπολογίζονται σε πάνω από 30.000 σύμφωνα με τον ΟΗΕ.
Ο Αλεξάντερ Λουκασένκο έχει χαρακτηριστεί «ο τελευταίος δικτάτορας» της Ευρώπης. Κατέχει την εξουσία 26 χρόνια (από το 1994), γεγονός που τον καθιστά τον μακροβιότερο αρχηγό κράτους στην πρώην Σοβιετική Ένωση.[6][7] Η κυβέρνηση του για μεγάλο μέρος της προεδρίας του είχε πετύχει μια αξιόλογη οικονομική ανάπτυξη και την εξασφάλιση ενός βασικού μισθού για μεγάλος μέρος της λευκορωσικής κοινωνίας. Η οικονομική ανάπτυξη όμως ανακόπηκε στα μέσα της δεκαετίας του 2010 βάζοντας τη χώρα σε οικονομικά προβλήματα.[8] Η πανδημία του νέου κορωνοϊού, ήταν ένα άλλο γεγονός που περιέπλεξε το πλαίσιο για τις προεδρικές εκλογές της 9ης Αγούστου του 2020.
Τα αίτια που οδήγησαν στο ξέσπασμα των διαδηλώσεων είναι πολλά, αλληλένδετα και πολυδιάστατα. Καταρχήν, σημαντικό ρόλο διαδραμάτισαν τα οικονομικά προβλήματα τα οποία αντιμετώπιζε η χώρα. Έπειτα από κάποια χρόνια ανάπτυξης, η οικονομία της Λευκορωσίας περιέπεσε σε στασιμότητα.[9] Η κυβέρνηση, με σκοπό να αναζωογονήσει την οικονομία επέβαλε διάφορα μέτρα λιτότητας, τα οποία έπληξαν τη δημοτικότητα της κυβέρνησης.[8] Ήταν ο ίδιος λόγος ο οποίος πυροδότησε και τις, μικρές αλλά αξιοσημείωτες, διαδηλώσεις του 2017. Ακόμα, οι χειρισμοί της κυβέρνησης κατά τη διάρκεια της πανδημίας του κορωνοϊού επικρίθηκαν έντονα. Συγκεκριμένα, κατηγορείται για υποτίμηση της επικινδυνότητας του ιού και για μη λήψη ουσιαστικών μέτρων ενάντια στην πανδημία. Χαρακτηριστικά ο ίδιος ο Αλεξάντερ Λουκασένκο είχε δηλώσει ότι πίνοντας βότκα μπορείς να σκοτώσεις τον κορωνοϊό, ενώ η κυβέρνησή του προτίμησε να αφήσει ανοικτά τα γήπεδα, τις εκκλησίες κλπ.[10] Έως και το καλοκαίρι του 2020 είχαν καταγραφεί περίπου 67 χιλιάδες κρούσματα και περίπου 550 θάνατοι στη Λευκορωσία[11]. Επίσης διαχρονικό κίνητρο υπήρξε ο σκληρός αυταρχισμός της κυβέρνησης.[12] Η αντιπολίτευση ανέκαθεν ζήταγε περισσότερες ελευθερίες, ενώ δεν έχει αναγνωρίσει καμία εκλογή από ο 1994 και μετά, κατηγορώντας την κυβέρνηση για νοθεία και παραποίηση των αποτελεσμάτων. Εξάλλου, αυτές δεν ήταν οι πρώτες εκλογές έπειτα από τις οποίες η αντιπολίτευση αντέδρασε. Διαδηλώσεις είχαν συμβεί και έπειτα από τις Προεδρικές εκλογές του 2010, στις οποίες οι αρχές είχαν απαντήσει με άμεση καταστολή.[13]
Ωστόσο, άλλοι αναλυτές υποστηρίζουν ότι τα αληθινά αίτια των διαδηλώσεων είναι πολύ βαθύτερα και βρίσκονται στον πυρήνα των κοινωνικών ζυμώσεων που συντελούνται στη Λευκορωσία. Συγκεκριμένα αναφέρουν έπειτα από δεκαετίες πολιτικής σταθερότητας, οι πολίτες της Λευκορωσίας είναι έτοιμοι για μία αλλαγή στο πολιτικό σκηνικό της χώρας. Απλοί άνθρωποι που μπορεί να μην είχαν ασχοληθεί καθόλου στο παρελθόν με την πολιτική, πολιτικοποιήθηκαν κατά την προεκλογική περίοδο.[14] Σε αυτό πιστεύεται ότι βοήθησε και η συγκυρία, αφού με την πανδημία του κορωνοϊού και τα απαγορευτικά μέτρα που εφαρμόστηκαν, πολλοί Λευκορώσοι μετανάστες έχασαν τη δουλειά τους και αναγκάστηκαν να επιστρέψουν στην πατρίδα τους, μεταφέροντας ταυτόχρονα όμως και τις εμπειρίες άλλων πιο δημοκρατικών και φιλελεύθερων κοινωνιών. Τέλος, καταλυτικός ήταν και ο ρόλος της λευκορωσικής νεολαίας. Η τελευταία, νιώθοντας περισσότερο συνδεδεμένη με τον υπόλοιπο κόσμο, υποστήριξε με ενθουσιασμό το κίνημα της αλλαγής.[15]
Κατά τη διάρκεια των διαδηλώσεων χρησιμοποιήθηκαν διάφορα σύμβολα και σημαίες. Η πλευρά των διαδηλωτών και γενικότερα η Λευκορωσική αντιπολίτευση χρησιμοποίησε μία λευκοκόκκινη σημαία. Πρόκειται για τη σημαία ενός βραχύβιου Λευκορωσικού κράτους, της Λαϊκής Δημοκρατίας της Λευκορωσίας, το 1918-1919. Αυτή η σημαία χρησιμοποιήθηκε επίσης και κατά τα πρώτα χρόνια της ανεξαρτησίας της Λευκορωσίας, στα 1991-1995. Άλλο σύμβολο που χρησιμοποίησε η αντιπολίτευση είναι το ιστορικό εθνόσημο της Λευκορωσίας, γνωστό ως Παονία. Παριστάνει έναν ιππότη καβάλα στο άλογό του σε ένα κόκκινο φόντο. Το εθνόσημο αυτό είχε υιοθετηθεί από το κράτος τις αντίστοιχες περιόδους που είχε γίνει με τη σημαία. Πρέπει να σημειωθεί ότι αυτά τα σύμβολα δεν τα υιοθέτησε η αντιπολίτευσης μόνο στις διαδηλώσεις του 2020 αλλά και σε κάθε διαμαρτυρία εναντίον του Λουκασένκο, σχεδόν από τότε που ο τελευταίος ανέλαβε την εξουσία, το 1994.[16]
Από την άλλη πλευρά, η κυβέρνηση του Λουκασένκο είχε υιοθετήσει από το 1995 μία διαφορετική πρασινοκόκκινη σημαία, που έμοιαζε σε μεγάλο βαθμό με τη σημαία της Σοβιετικής Σοσιαλιστικής Λευκορωσίας. Επίσης το αντίστοιχο εθνόσημο που είχε υιοθετηθεί δεν είχε σχέση με την Παονία, αλλά ήταν το σχήμα της Λευκορωσίας περιτριγυρισμένο από μία υδρόγειο (κάτω) ένα κόκκινο αστέρι (πάνω) και ανθοδέσμες με λουλούδια και στάχυα τυλιγμένες με μία πρασινοκόκκινη λωρίδα. Επίσης στις συγκεντρώσεις υποστήριξης του Λουκασένκο χρησιμοποιήθηκαν και Ρωσικές σημαίες καθώς και σημαίες της σοβιετικής εποχής.[17]
Εν όψει των επερχόμενων εκλογών πολλοί ήταν αυτοί που θέλησαν να δηλώσουν υποψηφιότητα:
Πολλοί υποστηρικτές του Τσιχανόφσκι άρχισαν να διαδηλώνουν μόλις ανακοινώθηκε η σύλληψή του.[23] Αυτές οι πρώτες διαδηλώσεις είχαν μικρό χαρακτήρα. Ωστόσο μετά την ανάδειξη του Βίκτορ Μπαμπάρικο σαν πιθανό αντίπαλο του Λουκασένκο οι συγκεντρώσεις υποστήριξης της αντιπολίτευσης μεγάλωσαν και γενικεύτηκαν.Παραδείγματος χάρη, στις 5 με 7 Ιουνίου διαδήλωσαν γύρω στα 5.000 άτομα στο Μινσκ. Η ανακοίνωση της σύλληψης του Μπαμπάρικο ήταν αφορμή για ένα νέο κύμα διαδηλώσεων. Εργάτες, μαθητές και απλοί πολίτες συμμετείχαν στις διαμαρτυρίες.[24] Βλέποντας τον όγκο των διαδηλώσεων να αυξάνεται, η αστυνομία άρχισε να αλλάζει τακτική, χρησιμοποιώντας σπρέι πιπεριού και δακρυγόνα, καθώς και αυξάνοντας τις συλλήψεις.
Έπειτα από τη σύλληψη του Βίκτορ Μπαμπάρικο η αντιπολίτευση έμεινε χωρίς κανέναν αξιόλογο υποψήφιο. Το κενό αυτό επιχείρησε να καλύψει η Σβετλάνα Τσιχανόφσκαγια, η οποία αποφάσισε να κατέβει στις εκλογές αφότου συνελήφθη ο σύζυγός της, Σεργκέι Τσιχανόφσκι.[5] Η Τσιχανόφσκαγια κατάφερε να συσπειρώσει γύρω της ολόκληρη τη Λευκορωσική αντιπολίτευση. Μαζί με άλλες δύο γυναίκες, τη Βερόνικα Τσέπκαλο, σύζυγο του απορριφθέντος υποψηφίου Βαλέρι Τσέπκαλο, και τη Μαρία Κολενσίκοβα, στενής συνεργάτιδας του Βίκτορ Μπαμπάρικο, επιστράτευσαν όλα τα μέσα για τη συγκέντρωση υποστήριξης σε αυτό το κίνημα.[25] Η υποψηφιότητά της Τσιχανόφσκαγια τελικά εγκρίθηκε για τις πρεδρικές εκλογές του Αυγούστου. Σε αυτό το κλίμα η αντιπολίτευση διοργάνωσε ογκώδεις αντικυβερνητικές πορείες και προεκλογικές συγκεντρώσεις.[26]
Στις 29 Ιουλίου, δέκα μέρες πριν τις προεδρικές εκλογές, το υπουργείο εσωτερικών ανέφερε ότι συνέλαβε 32 Ρώσους μαχητές του ιδιωτικού στρατιωτικού ομίλου Βάγκνερ, οι οποίοι φέρεται ότι είχαν ως στόχο να αποσταθεροποιήσουν τη χώρα εν όψει των εκλογών. Ακόμα το υπουργείο ανέφερε ότι ο συνολικός αριθμός των Ρώσων μισθοφόρων στη Λευκορωσία ανέρχεται σε 200. Το περιστατικό αποτέλεσε αιτία για σοβαρό διπλωματικό επεισόδιο μεταξύ της Ρωσίας και της Λευκορωσίας, δύο ιστορικά φιλικών κρατών.[27]
Στα μέσα της ημέρας αναφέρθηκε ότι η πρόσβαση στο ίντερνετ είχε διακοπεί.[28] Η εκλογική διαδικασία δεν ήταν ομαλή καθώς αναφέρθηκαν πολλές συλλήψεις, νοθεία και επεισόδια έξω από εκλογικά τμήματα. Η αστυνομία είχε κατεβάσει χιλιάδες άνδρες στη πρωτεύουσα Μινσκ για να εμποδίσει πιθανούς πολίτες από το να διαμαρτυρηθούν για τα αποτελέσματα, στα οποία ο Λουκασένκο νικούσε με ένα τεράστιο προβάδισμα, συγκεντρώνοντας το 80% των ψήφων.[29]
Σε κάποια εκλογικά τμήματα αναφέρθηκε ότι η Τσιχανόφσκαγια προηγούνταν με διαφορά, όμως αυτό δεν επιβεβαιώθηκε από τα επίσημα αποτελέσματα.
Παρόλ' αυτά, την ημέρα των εκλογών έλαβε χώρα μια από τις μεγαλύτερες διαδηλώσεις από τότε που η Λευκορωσία έγινε ανεξάρτητη. Οι δυνάμεις ασφαλείας συνέλαβαν περίπου 3.000 άτομα τη νύχτα.[30] Μερικοί από τους διαδηλωτές τραυματίστηκαν σοβαρά και τουλάχιστον 50 διαδηλωτές μεταφέρθηκαν στο νοσοκομείο, μερικοί από αυτούς σε κρίσιμη κατάσταση. Ένας από τους διαδηλωτές τελικά απεβίωσε.[31][32] Οι διαδηλωτές κατέκλυσαν το κέντρο του Μινσκ και έστησαν οδοφράγματα σε διάφορα σημεία. Τα μεσάνυκτα τελικά η αστυνομία κατάφερε να ανακτήσει τον έλεγχο στο κέντρο της πόλης. Αναφέρθηκε ότι οι αστυνομικοί χρησιμοποίησαν πλαστικές σφαίρες, χειροβομβίδες κρότου-λάμψης και κανόνια νερού.[33]
Μετά από την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων, σύμφωνα με τα οποία ο πρόεδρος Λουκασένκο νικούσε μία έκτη θητεία συγκεντρώνοντας το 80% των ψήφων, ξέσπασαν βίαιες συγκρούσεις μεταξύ διαδηλωτών και αστυνομίας στο Μινσκ καθώς και σε άλλες μεγάλες πόλεις της Λευκορωσίας[34]. Στις 11 του μήνα, δύο ημέρες μόνο μετά τις εκλογές, η Σβετλάνα Τσιχανόφσκαγια κατέφυγε στη γειτονική Λιθουανία, όπου βρίσκονταν ήδη και τα δύο της παιδιά. Τόσο η ίδια όσο και οι αρχές της Λευκορωσίας δήλωσαν ότι δεν εξαναγκάστηκε να φύγει[35]. Στη Λευκορωσία, συγκρούσεις συνεχίστηκαν και τις επόμενες ημέρες. Μέχρι τις 12 Αυγούστου είχαν καταγραφεί δύο θάνατοι διαδηλωτών: ένας στο πεδίο των διαδηλώσεων και ένας κατέληξε ενώ βρισκόταν υπό κράτηση. Ακόμα, αναφέρθηκαν 250 τραυματίες και πάνω από έξι χιλιάδες συλλήψεις[36].
Τις επόμενες ημέρες όμως η πίεση προς την κυβέρνηση αυξήθηκε ιδιαιτέρως. Απεργίες των εργατών των περισσότερων κρατικών εργοστασίων καθώς και των γιατρών και άλλων επαγγελμάτων ανάγκασαν τις αρχές να απελευθερώσουν χίλιους συλληφθέντες. Ο υπουργός εσωτερικών της Λευκορωσίας Γιούρι Καράγεφ ζήτησε συγγνώμη από τους πολίτες για τη σύλληψη πολλών αθώων πολιτών[37][38]. Παράλληλα η αστυνομία μείωσε τη βία εναντίων των διαδηλωτών και δεν παρενέβη σε αντικυβερνητική διαμαρτυρία στο Μινσκ στις 14 Αυγούστου[38]. Παρόλ' αυτά στις 15 Αυγούστου αναφέρθηκε και ένα τρίτος θάνατος διαδηλωτή, τον 34-χρονο Αλεξάντερ Ταραϊκόφσκι. Οι συγγενείς του κατήγγειλαν την αστυνομία ότι τον πυροβόλησε, ωστόσο οι αρχές αρνήθηκαν κάτι τέτοιο και υποστήριξαν ότι κρατούσε στα χέρια του εκρηκτικό μηχανισμό που καταλάθος εξερράγη[39].
Στις 16 Αυγούστου δεκάδες χιλιάδες άτομα κατέβηκαν ξανά στους δρόμους για να διαμαρτυρηθούν για την επανεκλογή του Λουκασένκο. παράλληλα όμως για πρώτη φορά από τις εκλογές διοργανώθηκαν πορείες υποστηρικτών του προέδρου. Οι συμμετέχοντες σε αυτές τις πορείες υπολογίζονται σε μερικές χιλιάδες[40]. Στις 17 Αυγούστου κι ενώ οι απεργίες συνεχίζονταν, ο Λουκασένκο δήλωσε ότι προτίθεται να αλλάξει το σύνταγμα και να παραιτηθεί από τη θέση του προέδρου έπειτα από δημοψήφισμα. Συμπλήρωσε όμως ότι δεν θα κάνει κάτι τέτοιο όσο συνεχίζεται η πίεση από τις διαδηλώσεις[41].
Στις 19 Αυγούστου ανακοινώθηκε από την αντιπολίτευση η σύσταση του συντονιστικού συμβουλίου, ενός άτυπου οργάνου που θα είχε ως σκοπό να συντονίσει τον διάλογο ανάμεσα στην κυβέρνηση και στους διαδηλωτές για μία ειρηνική μεταβίβαση της εξουσίας[42]. Ωστόσο ο Λουκασένκο αρνήθηκε να διαπραγματευτεί καταγγέλλοντας το συντονιστικό συμβούλιο για απόπειρα πραξικοπήματος[43].
Στις 22 Αυγούστου αναφέρθηκε ότι ένας ηγέτης απεργών συνελήφθη μέσα στη μέρα, ενώ ταυτόχρονα η κυβέρνηση απείλησε τους εργάτες με ποινικές διώξεις σε περίπτωση που δεν σταματούσαν τις απεργίες. Ακόμα, ο Λουκασένκο κατηγόρησε τις ΗΠΑ και την Ευρωπαϊκή Ένωση για υποκίνηση των διαμαρτυριών εναντίον του[44]. Οι πορείες συμπαράστασης για την κυβέρνηση του Λουκασένκο συνεχίστηκαν σε διάφορες μεγάλες πόλεις[44].
Στις 23 Αυγούστου οι διαδηλώσεις κατά του Λουκασένκο συνεχίστηκαν με εντυπωσιακή συμμετοχή. Υπολογίζεται ότι εκείνη τη μέρα (Κυριακή) συμμετείχαν 200.000 πολίτες μόνο στο Μίνσκ[45]. Η κυβέρνηση φέρεται να έκλεισε πάνω από 50 ιστοσελίδες που υποστηρίζουν και καλύπτουν τις διαδηλώσεις της αντιπολίτευσης. Υπάρχουν πληροφορίες για αστυνομικούς που παραιτήθηκαν και τάχθηκαν στην πλευρά των διαδηλωτών. Πάντως, μέχρι τότε η αστυνομία υπολογίζεται ότι είχε συλλάβει επτά χιλιάδες διαδηλωτές[46]. Την επομένη, 24, συνελήφθησαν δύο μέλη του συντονιστικού συμβουλίου, ενώ ο Λουκασένκο δήλωσε ότι όσοι συμμετέχουν στη «παράλληλη κυβέρνηση» του συντονιστικού συμβουλίου θα πρέπει να κατηγορηθούν για «υπόσκαψη της εθνικής ασφάλειας»[45].
Στις 27 του μήνα σε μία μεγάλη διαδήλωση της αντιπολίτευσης συνελήφθησαν τουλάχιστον 20 δημοσιογράφοι ξένων ΜΜΕ. Εκπρόσωπος του υπουργείου εσωτερικών ανέφερε ότι οι δημοσιογράφοι οδηγήθηκαν σε αστυνομικό τμήμα για να πιστοποιηθεί η άδειά τους[47]. Την ίδια ημέρα, ο πρόεδρος της Ρωσίας Βλαντιμίρ Πούτιν δήλωσε ότι έπειτα από παράκληση του Λουκασένκο είναι έτοιμος να στείλει τη ρωσική αστυνομία να συνδράμει τη Λευκορωσική, αν και συμπλήρωσε ότι δεν υπάρχει ακόμα τέτοια ανάγκη[48].
Στις 30 του μήνα, ανήμερα των 66ων γενεθλίων του Αλεξάντερ Λουκασένκο οι διαδηλωτές επιχείρησαν να προσεγγίσουν το προεδρικό μέγαρο, όμως απωθήθηκαν από την αστυνομία. Αναφέρθηκαν ότι συνελήφθησαν 125 διαδηλωτές. Την ίδια μέρα ο Βλαντιμίρ Πούτιν τηλεφώνησε στο Λουκασένκο για να του ευχηθεί και για να τον προσκαλέσει να επισκεφθεί τη Ρωσία μέσα στον Σεπτέμβριο[49].
Στις 31 του Αυγούστου ένα τρίτο μέλος του συντονιστικού συμβουλίου συνελήφθη, η Λίλια Βλάσοβα, ενώ αργότερα κλήθηκε για ανάκριση ο εκπρόσωπος τύπου του συμβουλίου, ο Αντόν Ροντένκοφ[50].
Κατά τον Σεπτέμβριο οι διαδηλώσεις συνεχίστηκαν δυναμικά. Παρόλο που η συμμετοχή ήταν εμφανώς χαμηλότερη από αυτή του προηγούμενου μήνα, οι διαδηλωτές ξεπέρασαν πολλές φορές τις 100.000, σύμφωνα με τους διοργανωτές τους.[51][52]
Στην πρώτη του μήνα οι χώρες τις Βαλτικής (Λιθουανία, Λετονία, Εσθονία), σε κοινή ανακοίνωσή τους κήρυξαν ανεπιθύμητους περίπου 30 Λευκορώσους αξιωματούχους. Οι κυρώσεις ήρθαν πριν την απόφαση της Ε.Ε. για την κρίση στη Λευκορωσία, καθώς οι τρεις χώρες φοβούνται ότι η τελευταία θα διστάσει ή θα καθυστερήσει υπερβολικά πριν την επιβολή κυρώσεων.[53] Στις διαδηλώσεις της πρώτης Σεπτεμβρίου πρωταγωνιστικό ρόλο είχαν ο μαθητές και οι φοιτητές καθώς η μέρα αυτή είναι η μέρα έναρξης του σχολικού έτους στη Λευκορωσία. Η μαθητική πορεία κινήθηκε προς το προεδρικό μέγαρο όμως απωθήθηκε από την αστυνομία και έτσι κατέληξε στην πλατεία ανεξαρτησίας, την κεντρική πλατεία του Μινσκ.[54] Συνελήφθησαν 20 μαθήτες, οι οποίοι οδηγήθηκαν σε αστυνομικό τμήμα, και αφέθηκαν ελεύθεροι έπειτα από κάποιες ώρες.
Στη διάρκεια του Σεπτεμβρίου οι αρχές σταδιακά είτε φυλάκισαν είτε απέλασαν όλα τα μέλη του Συντονιστικού Συμβουλίου. Αρχικά, στις 5 Σεπτεμβρίου η Όλγα Κοβάλκοβα απελάθηκε στην Πολωνία.[55] Λίγες ημέρες αργότερα, στις 7 Σεπτεμβρίου αναφέρθηκε ότι το ηγετικό στέλεχος του συντονιστικού συμβουλίου και της αντιπολίτευσης, Μαρία Κολεσνίκοβα απήχθη από αγνώστους και δεν είναι γνωστό πού βρίσκεται. Το ίδιο ισχύει και για τον εκπρόσωπο τύπου του Συντονιστικού συμβουλίου τον Αντόν Ροντένκοφ.[56] Την επόμενη αναφέρθηκε ότι η Μαρία Κολεσνίκοβα έσκισε το διαβατήριό της σε μία προσπάθεια να αποτρέψει τη διά της βίας απέλασή της στη γειτονική Ουκρανία, κάτι που έγινε για τον Αντόν Ρόντενκοφ και άλλο ένα μέλος του Συντονιστικού Συμβουλίου.[57] Τελικά, στις 9 Σεπτεμβρίου η Μαρία Κολεσνίκοβα συνελήφθη ως ύποπτη για εσχάτη προδοσία με την κατηγορία της υποκίνησης κατάληψης της εξουσίας.[58] Την ίδια ημέρα, τα εναπομείναντα δύο μέλη του συντονιστικού συμβουλίου, Μαξίμ Ζνακ και Ίλια Σάλεϋ συνελήφθησαν. Η βραβευμένη με νόμπελ λογοτεχνίας, Σβετλάνα Αλεξίεβιτς κατηγόρησε την κυβέρνηση του Λουκασένκο για τρομοκρατία εναντίον του λαού.[59]
Η καταστολή των διαδηλώσεων αυξήθηκε σημαντικά κατά τη διάρκεια του Σεπτεμβρίου. Για παράδειγμα σε μία διαδήλωση στις 13 Σεπτεμβρίου, η αστυνομία απέκλεισε με συρματοπλέγματα διάφορες πλατείες στο κέντρο του Μινσκ και στη συνέχεια προχώρησε σε βίαιες συλλήψεις διαδηλωτών. Διαδηλωτές δήλωσαν ότι οι συλλήψεις άρχισαν πριν την έναρξη της πορείας και ότι η αστυνομία χώριζε τους διαδηλωτές σε ομάδες, τους περικύκλωνε και τη συνέχεια τους ξυλοκοπούσαν και τους συνέλαβαν.[60] Σε μία διαδήλωση γυναικών, φασκοφόροι άνδρες άρχισαν να συλλαμβάνουν εκατοντάδες συμμετέχοντες. Μεταξύ τους ήταν και η 73-χρονη Νίνα Μπαγκίνσκαγια, μία κορυφαία μορφή του γυναικείου κυνήματος διαμαρτυριών.[61]
Στις 14 του μήνα ο Λουκασένκο συναντήθηκε με τον πρόεδρο της Ρωσίας Βλαντιμίρ Πούτιν στο Σότσι της νότιας Ρωσίας. Όπως αναφέρθηκε, συζήτησαν για θέματα όπως το εμπόριο και η ενέργεια, ενώ ο Λουκασένο ευχαρίστησε τη Ρωσία για την υποστήριξή της. Ακόμα, συμφωνήθηκε η παραχώρηση δανείου ύψους 1,3 δισεκατομμυρίων ευρώ από τη Ρωσία στη Λευκορωσία. Η συνάντηση αυτή πυροδότησε πλήθος αντιδράσεων στη Λευκορωσία αφού χιλιάδες ήταν αυτοί που, για ακόμα μία φορά, κατέβηκαν στους δρόμους ζητώντας από τον Λουκασένκο να παραιτηθεί.[62][63]
Τον Οκτώβριο οι διαδηλώσεις συνεχίστηκαν με αρκετή συμμετοχή.[64] Στις αρχές Οκτωβρίου η Ευρωπαϊκή Ένωση επέβαλε κυρώσεις σε 40 Λευκορώσους αξιωματούχους, για πρώτη φορά έπειτα από τις προεδρικές εκλογές του Αυγούστου. Ωστόσο, ο Αλεξάντερ Λουκασένκο δεν συμπεριλαμβάνεται στα πρόσωπα αυτά.[65]
Στις 11 Οκτωβρίου ο Λουκασένκο εξέπληξε τους πάντες, όταν επισκέφθηκε φυλακή και συνάντησε διάφορους κρατούμενους, συμπεριλαμβανομένων και πολιτικών του αντιπάλων. Αναφέρεται ότι συνάντησε, μεταξύ άλλων, τον Βίκτωρ Μπαμπάρικο με τον γιο του. Η ίδια πηγή αναφέρει ότι ο πρόεδρος της Λευκορωσίας συζήτησε μαζί τους σχετικά με τις αλλαγές στο σύνταγμα τις οποίες προτείνει. Φέρεται να είπε, κιόλας, ότι το σύνταγμα δεν μπορεί να γραφτεί στους δρόμους.[66]
Ωστόσο, ο Οκτώβριος χαρακτηρίστηκε από την προσπάθεια της αντιπολίτευσης να δώσει ένα τέλος στην πολιτική κρίση, πηγαίνοντας τα πράγματα στα άκρα: στις 13 Οκτωβρίου, η Σβετλάνα Τσιχανόφσκαγια ανακοίνωσε ότι αν η κυβέρνηση δεν ικανοποιήσει τρία υποχρεωτικά αιτήματα μέχρι τις 26 Οκτωβίου τότε θα κηρυχθεί πανεθνική απεργία σε όλα τα επαγγέλματα και ο λαός θα βγει μαζικά στους δρόμους για να διαμαρτυρηθεί. Τα τρία υποχρεωτικά αιτήματα ήταν τα εξής:[67]
Στα μεσάνυκτα της 25ης Οκτωβρίου έληξε το τελεσίγραφο της αντιπολίτευσης προς τον Λουκασένκο,. Συνεπώς η Σβετλάνα Τσιχανόφσκαγια ανακοίνωσε την έναρξη απεργιακής κινητοποίησης σε όλη την επικράτεια της χώρας. Είχε προηγηθεί μία ογκώδης αντικυβερνητική διαδήλωση στο Μινσκ, στην οποία η συμμετοχή, σύμφωνα με κάποιες πηγές, ξεπερνούσε τα 100.000 άτομα. Πολλοί σταθμοί του μετρό ήταν κλειστοί, σε μία προσπάθεια της κυβέρνησης να αποτρέψει τη μαζική συμμετοχή. Πολλοί ανέφεραν ότι εκείνη την ημέρα η πρόσβαση στο ίντερνετ ήταν περιορισμένη. Οι συλλήψεις που αναφέρθηκαν ξεπέρασαν τις χίλιες. Η αστυνομία προχώρησε στη χρήση χειροβομβίδων κρότου-λάμψης και δακρυγόνων για να διαλύσει τη διαδήλωση.[68][69]
Από την 26η Οκτωβρίου λοιπόν, ξεκίνησε η πανεθνική απεργία που είχε προαναγγείλει η αντιπολίτευση. Η συμμετοχή στην απεργία, δεν μπορεί να εξακριβωθεί με ακρίβεια καθώς οι πληροφορίες ήταν συγκεχυμένες και αντιφατικές. Η κυβέρνηση ανέφερε ότι τα κρατικά εργοστάσια λειτουργούσαν κανονικά, κι ότι οι απεργοί ήταν ελάχιστοι. Αντίθετα, σύμφωνα με κατοίκους της Λευκορωσίας, οι απεργοί ήταν χιλιάδες. Πηγές της αντιπολίτευσης ανέφεραν ότι η Λευκορωσική KGB είχε στήσει μπλόκα έξω από τα κρατικά εργοστάσια συλλαμβάνοντας απεργούς, και εκφοβίζοντας τους εργαζόμενους ότι αν απεργούσαν θα έχαναν τη δουλειά τους.[71]
Στις 27 Οκτωβρίου, η απεργία συνεχίστηκε, ωστόσο, πηγές της αντιπολίτευσης ανέφεραν ότι πολλοί εργαζόμενοι που θέλησαν να απεργήσουν για δεύτερη μέρα, δέχτηκαν ασφυκτική πίεση για να μην το πράξουν. Επίσης, ο Λουκασένκο χαρακτήρισε τις κινητοποιήσεις της αντιπολίτευσης «τρομοκρατικές απειλές». Η αυτοεξόριστη ηγέτις της αντιπολίτευσης Σβετλάνα Τσιχανόφσκαγια κάλεσε εκ νέου τους Λευκορώσους να στηρίξουν την πανεθνική απεργία[72].
Μετά από περίπου τρεις μήνες ιστορικών διαδηλώσεων που δεν είχε ξαναδεί η Λευκορωσία, το δημοκρατικό κίνημα οδηγήθηκε σε αδιέξοδο. Κανένα από τα αιτήματά του δεν είχε ικανοποιηθεί καθώς ο Αλεξάντερ Λουκασένκο βρισκόταν ακόμα στην εξουσία, η βία εναντίον των διαδηλωτών παρέμενε αμείωτη, και οι πολιτικοί κρατούμενοι αυξάνονταν. Όλες οι ηγετικές φυσιογνωμίες του κινήματος είχαν είτε καταφύγει σε γειτονικές χώρες, είτε είχαν φυλακιστεί. Οι απεργίες έληξαν γρήγορα, έπειτα από πίεση της κυβέρνησης, και οι δυνάμεις ασφαλείας, έμειναν στη συντριπτική τους πλειοψηφία πιστές στην κυβέρνηση. Ακόμα, το κίνημα πλέον, ήρθε αντιμέτωπο και με την κούραση του λαού από τις συνεχείς και κυρίως ατελέσφορες κινητοποιήσεις καθώς και με τον χειμώνα που ερχόταν. Όλα αυτά ανάγκασαν το κίνημα να αλλάξει τακτική[8]. Πλέον, αντί να οργανώνεται μία μαζική διαδήλωση στο κέντρο του Μινσκ ή άλλων πόλεων οι πολίτες παροτρύνονται να οργανώσουν πολλές μικρές πορείες κοντά στις γειτονιές τους. Ακόμα, οι πολίτες ενθαρρύνονται στο να οργανώνουν και άλλες μορφές δράσης, όπως πχ συναυλίες στην από το σπίτι τους. Έτσι οι πολίτες μπορούν να συμμετέχουν πιο ενεργά στο κίνημα και ταυτόχρονα να αποφεύγουν την άμεση καταστολή των αρχών[73].
Στην 1 Νοεμβρίου περίπου είκοσι χιλιάδες πολίτες συμμετείχαν σε πορεία στο ανατολικό Μινσκ, στο Κουραπάτι, μία δασώδης περιοχή στην οποία διακόσες χιλιάδες άνθρωποι είχαν εκτελεστεί στη διάρκεια της Μεγάλης Εκκαθάρισης του Στάλιν τις χρονιές 1938 με 1941. Οι διαδηλωτές φώναζαν «η μνήμη του λαού [ζει] περισσότερο από τη ζωή μιας δικτατορίας» καθώς επίσης «σταμάτα να βασανίζεις τον λαό σου». Η αστυνομία προχώρησε σε τουλάχιστον 240 συλλήψεις[74].
Στις 3 Νοεμβρίου η ομάδα εργασίας του Συμβουλίου των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ χαιρέτισαν τα επιτεύγματα της κυβέρνησης της Λευκορωσίας στον τομέα των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων των τελευταίων ετών. Παρόλα αυτά η ομάδα επεσήμανε ότι ανησυχεί για συνεχιζόμενη χρήση βίας από τις αρχές προς τον λαό της Λευκορωσίας έπειτα από τις αμφιλεγόμενες εκλογές του Αυγούστου[75].
Στις 5 Νοεμβρίου ο ΟΑΣΕ σε έκθεσή του αναφέρει ότι δεν αναγνωρίζει τα αποτελέσματα των προεδρικών εκλογών. Καλεί την κυβέρνηση της Λευκορωσίας να ακυρώσει τα αποτελέσματα και να επαναλάβει τις εκλογές, βασισμένες σε διεθνή πρότυπα. Ακόμα επισημένει « συστηματικά βασανιστήρια ως απάντηση σε ειρηνικές διαμαρτυρίες » και καλεί τις αρχές να σταματήσουν τη χρήση βίας[76].
Ολόκληρη η έκθεση του ΟΑΣΕ (στα αγγλικά) εδώ
Στις 7 Νοεμβρίου, κι ενώ ο Αλεξάντερ Λουκασένκο εγκαινίαζε έναν πυρηνικό σταθμό στα δυτικά της χώρας[77], στο Μινσκ γυναίκες και υγειονομικοί έλαβαν μέρος σε διαφορετικές πορείες, απαιτώντας να σταματήσει η βία της αστυνομίας και να παραιτηθεί ο Λουκασένκο[78].
Στις 8 Νοεμβρίου χιλιάδες άτομα κατέβηκαν ξανά στους δρόμους του Μινσκ για να διαδηλώσουν ενάντια στο καθεστώς του Λουκασένκο. Ήταν από τις τελευταίες μαζικές κινητοποιήσεις της αντιπολίτευσης[79]. Η αστυνομία προχώρησε σε τουλάχιστον 340 συλλήψεις. Η Σβετλάνα Τσιχανόφσκαγια, αφού συνεχάρη τον Τζο Μπάιντεν στη νίκη του στις Αμερικανικές προεδρικές εκλογές, δήλωσε εκείνη την ημέρα ότι είναι πεπεισμένη ότι ο Τζο Μπάιντεν θα συναντηθεί σύντομα με τον «δημοκρατικά εκλεγμένο πρόεδρο μίας ελεύθερης Λευκορωσίας». Από την άλλη, ο Αλεξάντερ Λουκασένκο δήλωσε ότι οι εκλογές στις ΗΠΑ αποτελούν «παρωδία της δημοκρατίας»[80].
Στις 13 Νοεμβρίου, κατά τη διάρκεια διαδήλωσης της αντιπολίτευσης, πηγές ανέφεραν ότι ο 31ων ετών, τοπικά γνωστός καλλιτέχνης, Ράμαν Μπαντάρεκα ξυλοκοπήθηκε άγρια από την αστυνομία. Μεταφέρθηκε σε νοσοκομείο, όμως έπειτα από λίγο επιβεβαιώθηκε ο θάνατός του. Ο θάνατος του διαδηλωτή προκάλεσε οργή εναντίον του καθεστώτος, παρόλο που η κυβέρνηση αρνείται κάθε ανάμειξη με τον θάνατό του και υποστηρίζει ότι σκοτώθηκε σε συμπλοκή του με πολίτες[81].
Την Κυριακή, 15 Νοεμβρίου, δύο μέρες μετά τον θάνατο του νεαρού καλλιτέχνη, χιλιάδες διαδηλωτές βγήκαν για μία ακόμη αφορά στους δρόμους των μεγάλων πόλεων της Λευκορωσίας για να αξιώσουν την παραίτηση του προέδρου Αλεξάντερ Λουκασένκο. Οι διαδηλωτές φώναζαν «σταματήστε να μας σκοτώνεται» και «θα βγω έξω», οι τελευταίες λέξεις που έγραψε ο Ράμαν Μπαντάρενκα. Πολλοί ήταν αυτοί που κατέθεσαν λουλούδια και στεφάνια προς τιμήν του. Η αστυνομία συνέλαβε περίπου 390 άτομα, ενώ αυτόπτες μάρτυρες κατήγγειλαν ότι η αστυνομία χρησιμοποιούσε σφαίρες καουτσούκ εναντίον των διαδηλωτών[82][83].
Στις 22 Νοεμβρίου η Λευκορωσική Αυτοκέφαλη Ορθόδοξη Εκκλησία (να μην συγχέεται με την Λευκορωσική Ορθόδοξη Εκκλησία) αναθεμάτισε τον Λουκασένκο επειδή «επί 26 χρόνια κυβερνεί σαν δικτάτορας, δολοφόνος και βασανιστής του Λευορωσικού λαού». Η ανακοίνωση επεξηγεί ότι «η εκκλησία είναι ένας πνευματικός και μη πολιτικός θεσμός, ωστόσο, διδάσκει κιόλας να παλεύουμε για την αλήθεια, συνεπώς δεν μπορεί να παρακολουθεί αμέτοχη τις εξελίξεις της τρομοκρατίας των Λευκορώσων»[84].
Στις 24 Νοεμβρίου ένας γνωστός αναρχιστής και οργανωτής διαδηλώσεων στη Λευκορωσία συνελήφθη αφότου οι δυνάμεις ασφαλείας έκαναν έφοδο στο σπίτι του. Πηγές ανέφεραν ότι οι αστυνομικοί τον βασάνισαν και τον απείλησαν ότι θα τον δολοφονούσαν ή θα τον βίαζαν αν έλεγε τίποτα στη φυλακή για τον βασανισμό του[85].
Στις 27 Νοεμβρίου σε μία επίσκεψή του σε νοσοκομείο, ο Αλεξάντερ Λουκασένκο δήλωσε ότι δεν θα δεν συνεχίσει να είναι πρόεδρος όταν υιοθετηθεί ένα καινούριο σύνταγμα. Ωστόσο δεν διευκρίνισε πότε αυτό θα μπορούσε να γίνει[86].
Στις 29 Νοεμβρίου πραγματοποιήθηκαν πολλές πορείες σε διάφορες συνοικίες του Μινσκ καθώς και άλλων πόλεων. Οι οργανωτές των διαδηλώσεων ζήτησαν από τους πολίτες να συγκεντρωθούν σε ομάδες σε πολλά σημεία της πόλης ώστε να ξεφύγουν από την κατασταλτική δράση της αστυνομίας. Παρόλα αυτά, περισσότεροι από 170 προσήχθησαν από τις αρχές και δεν έλειψαν τα μικροεπεισόδια, με την αστυνομία να κάνει εκτεταμένη χρήση δακρυγόνων και άλλων χημικών για να διαλύσει τις συγκεντρώσεις[87].
Στις 30 Νοεμβρίου περισσότεροι από 1.000 συνταξιούχοι κατέβηκαν στους δρόμους, φωνάζοντας «ντροπή» και «γιαγιάδες και παππούδες ας βαδίσουμε προς τη νίκη!». Αναφέρθηκαν τουλάχιστον 12 συλλήψεις συνταξιούχων[88].
Την πρώτη του μήνα η Σβετλάνα Τσιχανόφσκαγια ανακοίνωσε τη δημιουργία ενός «βιβλίου εγκλημάτων» στο οποίο θα καταγράφονταν όλες οι περιπτώσεις κατάχρησης εξουσίας και αλόγιστης χρήσης βίας από τις Λευκορωσικές αρχές. Τα γεγονότα αυτά θα επαληθεύονταν από ανεξάρτητους νομικούς.[89]
Στις 6 Δεκεμβρίου πολλοί ήταν αυτοί που κατέβηκαν να διαδηλώσουν στις γειτονιές τους, ακολουθώντας τη νέα τακτική της αντιπολίτευσης που θέλει να οργανώνονται πολλές μικρές πορείες αντί μίας μεγάλης στο κέντρο της πόλης, ώστε να μην τραβήξουν την προσοχή της αστυνομίας. Η αστυνομία, από τη μεριά της, από το πρωί είχε κατεβάσει θωρακισμένα οχήματα στους δρόμους του Μινσκ και είχε αποκλείσει την πρόσβαση σε διάφορες κεντρικές πλατείες. Επίσης πολλοί σταθμοί του μετρό ήταν κλειστοί και η πρόσβαση σε κάποιες ηλεκτρονικές πλατφόρμες ήταν περιορισμένη. Αναφέρθηκαν τουλάχιστον 340 συλλήψεις. Δύο δημοσιογράφοι συνελήφθησαν στην πόλη Γκόντνο, στο δυτικό μέρος της χώρας.
Την επομένη, 7 Δεκεμβρίου, μερικές εκατοντάδες ήταν αυτοί που διαδήλωσαν στο κέντρο του Μινσκ καθώς και σε άλλες πόλεις. Στην πορεία συμμετείχαν κυρίως συνταξιούχοι καθώς και υγειονομικοί, οι οποίοι απαιτούσαν την παραίτηση του προέδρου Αλεξάντερ Λουκασένκο. Η πορεία ξεκίνησε από την πλατεία Γιακούμπ Κολάς, στο κέντρο του Μινσκ, ωστόσο η αστυνομία τους απέτρεψε από το να ακολουθήσουν την προγραμματισμένη διαδρομή τους και να πάνε προς την πλατεία Ανεξαρτησίας. Μεταξύ των συλληφθέντων ήταν και ένας Πολωνός δημοσιογράφος μαζί με τον κάμεραμαν που τον συνόδευε.[90]
Στις 13 Δεκεμβρίου οι Λευκορώσοι κατέβηκαν ξανά να διαδηλώσουν στις γειτονιές τους. Καταγράφηκαν τουλάχιστον 70 διαφορετικές συγκεντρώσεις μόνο στο Μινσκ. Σε αυτές συμμετείχαν περίπου μερικές χιλιάδες ατόμων. Αναφέρθηκε υπέρμετρη χρήση βίας εκ μέρους της αστυνομίας. Οι συλλήψεις έφτασαν τις διακόσιες. Αυτή η Κυριακή ήταν η πρώτη από τον Αύγουστο που όλοι οι σταθμοί του μετρό στο Μινσκ ήταν ανοικτοί και η πρόσβαση στο ίντερνετ ήταν σχετικά ανεμπόδιστη. Πάντως παρόλο που η μείωση των συμμετεχόντων στις διαδηλώσεις ήταν αισθητή, η πίεση προς την κυβέρνηση δεν έχει υποχωρήσει ανάλογα.[91]
Στις 14 Δεκεμβρίου οι συνταξιούχοι βγήκαν να διαδηλώσουν για μια φορά ακόμα. Υπολογίζεται ότι συμμετείχαν μερικές εκατοντάδες ατόμων. Στη διαδήλωση συμμετείχε και η γνωστή ηλικιωμένη ακτιβίστρια Νίνα Μπαγκίνσκαγια. Πολλοί κρατούσαν λευκοκόκκινες σημαίες, η σημαία της αντιπολίτευσης. Οι συλληφθέντες έφτασαν τους 80, με τον μεγαλύτερο σε ηλικία να είναι 78 χρονών.[92]
Στις 20 Δεκεμβρίου πολλές διαδηλώσεις αναφέρθηκαν σε διάφορες περιφέρειες της Λευκορωσίας και πόλεις όπως το Μινσκ, Γκόντνο και Μπρεστ. Αυτή ήταν η 20η συνεχόμενη Κυριακή που διαδήλωναν οι Λευκορώσοι από τις προεδρικές εκλογές του Αυγούστου. Οι συλληφθέντες ήταν περίπου 150.[93]
Στις 27 Δεκεμβρίου, παρά το πολύ κρύο και χιόνι διαδηλωτές βγήκαν και διαδήλωσαν σε διάφορες πόλεις της Λευκορωσίας. Η πορεία ονομάστηκε «ποερία των μπαλονιών» επειδή πολλοί άφησαν λευκά και κόκκινα μπαλόνια στο ουρανό. Αναφέρθηκαν συλλήψεις στο Μινσκ, το Μπρεστ και αλλού.[94]
Οι διαδηλώσεις, παρόλο που είχαν χάσει τη δυναμική τους, συνεχίστηκαν και το 2021.
Στις 3 Ιανουαρίου ομάδες διαδηλωτών διαδήλωσαν στο Μινσκ φέροντας την ιστορική σημαία της Λευκορωσίας και φωνάζοντας διάφορα συνθήματα κατά του Λουκασένκο και υπέρ της αντιπολίτευσης. Δέκα άτομα συνελήφθησαν.[95] Στις 9 και 10 Ιανουαρίου πραγματοποιήθηκαν διάφορες διαδηλώσεις και πόλεις και κωμοπόλεις της Λευκορωσίας. Οι διαδηλώσεις ήταν πολλές και μικρές, καθώς οι διαδηλωτές προσπαθούσαν να αποφύγουν την καταστολή των αρχών.[96][97] Διαδηλώσεις πραγματοποιήθηκαν και στις 17 Ιανουαρίου, καθώς και στις 24 του μήνα. Στις 24 Ιανουαρίου μάλιστα, σημειώθηκαν περίπου 160 συλλήψεις. Αυτή ήταν η 170η ημέρα των διαδηλώσεων από την 9η Αυγούστου.[98]
Τον Φεβρουάριο οι διαδηλώσεις συνεχίστηκαν παρά το κρύο και τη σκληρή καταστολή των αρχών.[99] Στα μέσα του μήνα συνεδρίασε για πρώτη φορά η λεγόμενη Λαϊκή Συνέλευση της Λευκορωσίας. Αυτή συστάθηκε από την κυβέρνηση του Λουκασένκο και υποτίθεται ότι τα 2.700 μέλη της εκπροσωπούν τον λαό.[100] Στόχος της είναι να προτείνει τις απαραίτητες μεταρρυθμίσεις που πρέπει να γίνουν στο σύνταγμα αλλά και γενικότερα στο πολιτικό σύστημα. Κατά τις συνεδριάσεις της συνέλευσης, ο Λουκασένκο είπε ότι το νέο Σύνταγμα θα κατατεθεί σε δημοψήφισμα, ενώ αρνήθηκε την ύπαρξη πολιτικών κρατουμένων στη Λευκορωσία. Η αντιπολίτευση το έχει χαρακτηρίσει ως απάτη του καθεστώτος.[101]
Η κυβέρνηση ήδη πριν το αποκορύφωμα του κινήματος τον Αύγουστο είχε προχωρήσει σε ευθεία καταστολή πολλών αντικυβερνητικών συγκεντρώσεων. Η βία από την αστυνομία υποχώρησε λίγο στα μέσα του Αυγούστου, για να αυξηθεί εκ νέου στα τέλη του Αυγούστου και έπειτα. Οι μέθοδοι που χρησιμοποιεί η κυβέρνηση για την καταστολή είναι κυρίως οι μαζικές συλλήψεις, η διάλυση των διαδηλώσεων με δακρυγόνα, κροτίδες κρότου-λάμψης και σπρέι πιπεριού καθώς και με την ανάπτυξη οχημάτων εκτόξευσης νερού. Σύμφωνα με μαρτυρίες το άγριο ξυλοκόπημα διαδηλωτών είναι ένας άλλος τρόπος της αστυνομίας να διαλύσει τις διαδηλώσεις.[102][102] Επίσης, οι αρχές για να δυσκολέψουν την οργάνωση μαζικών κινητοποιήσεων κυρίως στην πρωτεύουσα Μινσκ, συνήθιζαν να κλείνουν τους περισσότερους σταθμούς του μετρό καθώς και να εμποδίζουν ολοκληρωτικά ή σε μερικό βαθμό την πρόσβαση στο ίντερνετ. Συμπληρωματικά μέτρα είναι ο αποκλεισμός πλατειών και δρόμων που χρησιμοποιούν συνήθως οι διαδηλωτές.[82] Στα μέσα Οκτωβρίου οι αστυνομικές αρχές είχαν απειλήσει να χρησιμοποιήσουν αληθινές σφαίρες εναντίον των διαδηλωτών. Πάντως η χρήση πλαστικών σφαιρών και σφαιρών καουτσούκ σε διαδηλώσεις είναι συχνό φαινόμενο.[82][103]
Οι συλλήψεις συνολικά από την αρχή των διαδηλώσεων υπολογίζονται σε πάνω από 30.000. Μία αναφορά του ΟΗΕ για τη Λευκορωσία τον Νοέμβριο υπολόγιζε τους συλληφθέντες σε 25.000, όμως τώρα, η εκτίμηση αυτή θεωρείται ξεπερασμένη.[104] Οι συλλήψεις συχνά ήταν βίαιες.[105] Σχεδόν όλοι από τους συλληφθέντες θεωρούνται πολιτικοί κρατούμενοι και πολλοί από αυτούς κρατούμενοι συνείδησης.[106] Επίσης, κατά τη διάρκεια της κράτησης τους πολλοί άνθρωποι κατήγγειλαν κακοδιαχείριση, ακόμα και βασανισμό. Η Διεθνής Αμνηστία έχει αναφέρει ότι υπήρξαν πολλοί κρατούμενοι που δήλωσαν ότι υπέστησαν βασανιστήρια στα κρατητήριά τους και κάποιοι δήλωσαν ότι απειλήθηκαν να βιαστούν. Συγκεκριμένα πολλοί υποστήριξαν ότι δέχθηκαν ξυλοδαρμό και ότι ήταν δεμένοι στα κελιά τους, με ελάχιστο νερό και φαγητό.[107]
Με το ξέσπασμα της κρίσης στη Λευκορωσία, πολλά γνωστά πρόσωπα της αντιπολίτευσης κατέφυγαν σε γειτονικές χώρες για να ξεφύγουν από τη σύλληψή τους από την αστυνομία. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι αυτό της ηγέτις της αντιπολίτευσης, Σβετλάνα Τσιχανόφσκαγια η οποία μόλις δύο ημέρες μετά τις εκλογές διέφυγε στη Λιθουανία, όπου και της χορηγήθηκε βίζα παραμονής ενός έτους.[108] Πέρα από αυτό όμως, η κυβέρνηση προώθησε τη διαφυγή στο εξωτερικό ηγετικών μορφών της αντιπολίτευσης, ακόμα και με αθέμιτους τρόπους, ως έναν τρόπο για να στερήσει από το κίνημα οργάνωση και ορμή. Συγκεκριμένα, όσα μέλη του συντονιστικού συμβουλίου δεν συνελήφθησαν, αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τη χώρα.[55] Πολλές φορές άτομα απελάθηκαν δια της βίας. Παραδείγματος χάρη, η Μαρία Κολενσίκοβα, απήχθη στις αρχές Σεπτεμβρίου από μασκοφόρους, για να οδηγηθεί μία μέρα αργότερα στα σύνορα με την Ουκρανία όπου οι αρχές προσπάθησαν να την απελάσουν. Τελικά η Κολεσνίκοβα έμεινε στη Λευκορωσία επειδή έσκισε το διαβατήριό της, αν και στη συνέχεια συνελήφθη.[57]
Συμπληρωματικά, η κυβέρνηση εκφόβιζε τακτικά πολλά πρόσωπα. Πριν τις εκλογές η Σβετλάνα Τσιχανόσκαγια είχε δεχθεί μηνύματα από αγνώστους οι οποίοι απειλούσαν να απαγάγουν τα δυό της παιδιά και να τα βάλουν σε ορφανοτροφείο.[109] Υπάρχουν πολλά άλλα παραδείγματα εκφοβισμού πολιτών, με χαρακτηριστικότερο τον εκφοβισμό της νομπελίστριας Σβετλάνα Αλεξίεβιτς. Αυτή ήταν το τελευταίο μέλος του συντονιστικού συμβουλίου που δεν είχε συλληφθεί ή απελαθεί, παρόλα αυτά κατήγγειλε τις αρχές ότι έβαζε αγνώστους να την παίρνουν τηλεφωνήματα και να της χτυπάνε το κουδούνι.[59]
Μέχρι το τέλος του 2020 είχαν καταγραφεί τέσσερις θάνατοι διαδηλωτών που επιβεβαιωμένα σχετίζονταν με την αστυνομική βία κατά των διαδηλώσεων. Παρακάτω όμως ακολουθούν και ονόματα που πιθανώς σχετίζονται με αστυνομική βία:
Το υπουργείο Εσωτερικών της Λευκορωσίας υποστηρίζει ότι κανένας θάνατος δεν ευθύνεται στις αστυνομικές αρχές.
Οι διεθνείς αντιδράσεις που ακολούθησαν τις εκλογές του Αυγούστου ποικίλλουν. Πολλές χώρες και οργανώσεις έχουν εκφράσει την άποψή τους, πολλές να απορρίπτουν τα αποτελέσματα αλλά και άλλες να συγχαίρουν τον Λουκασένκο για τη νίκη του. Οι χώρες που απέρριψαν τα αποτελέσματα αποτελούν σχεδόν όλες τις χώρες της Ευρώπης με εξαίρεση, την Τουρκία, τη Ρωσία και τη Μολδαβία. Επίσης απέρριψαν την επανεκλογή του Λουκασένκο οι ΗΠΑ, ο Καναδάς και η Ιαπωνία. Συμπληρωματικά, κάποιες χώρες εξέφρασαν ανησυχία για την κλιμακούμενη πολιτική κρίση. Τέτοιες χώρες ήταν η Αυστραλία, η Νότια Κορέα, η Βραζιλία, η Αργεντινή, η Γκάνα, το Μεξικό κ.α.
Από την άλλη δεν απέρριψαν τα αποτελέσματα αλλά αντίθετα συνεχάρησαν τον Λουκασένκο για τη νίκη του η Ρωσία, η Τουρκία, η Κίνα, οι περισσότερες χώρες της κεντρικής Ασίας καθώς και άλλες όπως το Βιετνάμ και η Βενεζουέλα.
Κάποιες χώρες που απέρριψαν τα αποτελέσματα των εκλογών επέβαλαν επιπλέον κυρώσεις εις βάρος αξιωματούχων, πολλές φορές και κατά του ίδιου του Αλεξάντερ Λουκασένκο:
Με το ξέσπασμα της κρίσης στη Λευκορωσία πολλές χώρες υποστήριξαν τη μία ή την άλλη πλευρά, με κάποιες να το κάνουν με έναν ιδιαίτερα ενεργητικό τρόπο.
Ρωσία και η Λευκορωσία ανέκαθεν υπήρξαν στενοί σύμμαχοι και συνεργάτες σε όλα τα επίπεδα - οικονομία, πολιτική, άμυνα, κλπ. Μάλιστα,το 1999 είχαν υπογράψει, τη συνθήκη Ένωσης μία συνθήκη που προέβλεπε την εναρμόνιση των διάφορων πολιτικών των δύο χωρών (όπως φορολογία, νομοθεσία, ενεργειακή πολιτική, αγροτική πολιτική), με απώτερο στόχο ίσως ολική την ενοποίηση των δύο χωρών. Ωστόσο τα τελευταία χρόνια η σχέση τους διαταράχτηκε με την μεν Ρωσία να πιέζει για πιο στενές σχέσεις, και τη δε Λευκορωσία να ανοίγει διαύλους επικοινωνίας με την Ε.Ε., τις ΗΠΑ, και το ΝΑΤΟ.[121] Η κατάσταση αυτή έφτασε στο αποκορύφωμά της, όταν οι Λευκορωσικές αρχές συνέλαβαν άτομα με την κατηγορία της κατασκοπείας από τη Ρωσία (βλέπε σε αυτό το άρθρο παρ. 4.4).
Παρόλα αυτά μετά τις εκλογές η Ρωσία υποστήριξε σθεναρά την επανεκλογή του Λουκασένκο, ενώ και αυτός απομακρύνθηκε από την Ε.Ε. και τις ΗΠΑ για να προσεταιριστεί τη Ρωσία. Ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν ανακοίνωσε στις 27 Αυγούστου του 2020 ότι η ρωσική αστυνομία είναι έτοιμη να συνδράμει τη Λευκορωσική στην καταστολή των διαδηλώσεων, εφόσον χρειαστεί.[48] Στις 3 Σεπτεμβρίου ο Ρώσος πρωθυπουργός επισκέφτηκε το Μινσκ,[122] ενώ στα μέσα του μήνα, ο Λουκασένκο συναντήθηκε με τον Πούτιν στο Σότσι της Ρωσίας. Εκεί συμφωνήθηκε δάνειο που ξεπερνούσε σε ύψος τα 1 δισεκατομμύρια δολλάρια.[123]
Η Ευρωπαϊκή Ένωση αν και μόλις είχε αρχίσει μία διαδικασία προσεταιρισμού της Λευκορωσίας και συγκεκριμένα του Λουκασένκο, από την αρχή στήριξε το κίνημα διαδηλώσεων και απαίτησε επανάληψη των εκλογών. Ωστόσο οι κυρώσεις εναντίον της κυβέρνησης του Λουκασένκο σχετικά άργησαν καθώς επεβλήθησαν στις αρχές Οκτωβρίου του 2020. Υπήρξαν προτάσεις για μία πιο πολύπλευρη πίεση προς το καθεστώς του Λουκασένκο, όπως αυτή της Πολωνίας, που πρότεινε τη δημιουργία ενός «σχεδίου Μάρσαλ» για τη Λευκορωσία. Συγκεκριμένα πρότεινε να δημιουργηθεί ένα ειδικό ταμείο με κεφάλαια που θα έφταναν τα 1 δισεκατομμύρια ευρώ, ως αντίβαρο στο Ρωσικό δάνειο. Τα κεφάλαια αυτά θα χρηματοδοτούσαν το πέρασμα στη μετά-Λουκασένκο εποχή στη Λευκορωσία και προϋπόθεση για την εκταμίευση τους θα ήταν η επανάληψη των εκλογών και η δημοκρατική μεταρρύθμιση στη Λευκορωσία. Παρόλα αυτά το σχέδιο δεν προχώρησε.[124]
Πέρα από την Ευρωπαϊκή Ένωση στενοί υποστηρικτές της Λευκορωσικής αντιπολίτευσης υπήρξαν και η Ουκρανία καθώς και Λιθουανία (η οποία αν και είναι μέλος της Ε.Ε. έδρασε αυτόνομα για να υποστηρίξει τη Λευκορωσική αντιπολίτευση). Η Ουκρανία αρνήθηκε να αναγνωρίσει τα αποτελέσματα των εκλογών και υποστήριξε την επανάληψή τους. Ο Λουκασένκο είχε υποστηρίξει την Ουκρανία στην κρίση της Κριμαίας, το 2014, αρνούμενος να αναγνωρίσει την τελευταία ως έδαφος της Ρωσίας. Παρόλα αυτά ο πρόεδρος της Ουκρανίας Βολοντιμήρ Ζελένσκυ δεν δίστασε να κατηγορήσει τον Λουκασένκο για νοθεία και να αναστείλει όλες τις διπλωματικές επαφές με τη Λευκορωσία. Επίσης η Ουκρανία προσφέρθηκε να φιλοξενήσει πολιτικούς πρόσφυγες από τη Λευκορωσία.[125]
Η Λιθουανία έδρασε ξεχωριστά από την Ε.Ε. και υποστήριξε σθεναρά τη Λευκορωσική αντιπολίτευση. Ήταν η πρώτη που επέβαλε κυρώσεις κατά πολλών αξιωματούχων, ανάμεσά τους και στον Λουκασένκο, μαζί με την Εσθονία και τη Λετονία, χωρίς να περιμένει την απόφαση της Ε.Ε. Έγινε η κύρια χώρα υποδοχής πολιτικών αντιφρονούντων, φιλοξενώντας την ηγέτιδα της Λευκορωσικής αντιπολίτευσης Σβετλάνα Τσιχανόφσκαγια. Επίσης στη χώρα έχουν πραγματοποιηθεί δεκάδες συγκεντρώσεις υποστήριξης της αντιπολίτευσης της Λευκορωσίας.[126]
|title=
(βοήθεια)