Ο Λεόπολντ Ίνφελντ (πολωνικά: Leopold Infeld) (20 Αυγούστου 1898 – 15 Ιανουαρίου 1968) ήταν Πολωνός φυσικός, ο οποίος εργάστηκε κυρίως στην Πολωνία και στον Καναδά (1938–1950). Ήταν υπότροφος των Ροκφέλερ στο Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ (1933-1934) και μέλος της Πολωνικής Ακαδημίας Επιστημών.[16]
Ο Λεόπολντ Ίνφελντ γεννήθηκε σε οικογένεια Πολωνοεβραίων στην Κρακοβία, τότε μέρος της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας (εντάχθηκε ξανά σε μια ανεξάρτητη Πολωνία το 1918). Σπούδασε φυσική στο Γιαγκιελόνιο Πανεπιστήμιο της Κρακοβίας και από το 1920 στο Βερολίνο, όπου είχε ζητήσει τη βοήθεια του Άλμπερτ Αϊνστάιν[17] για να εισαχθεί στο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου. Απέκτησε διδακτορικό δίπλωμα το 1921. Το 1933 έφυγε για την Αγγλία, μετά για τις Ηνωμένες Πολιτείες και τέλος για τον Καναδά μετά το θάνατο της δεύτερης συζύγου του, Χαλίνα.
Ο Ίνφελντ ενδιαφέρθηκε για τη θεωρία της σχετικότητας. Αναγορεύτηκε διδάκτορας στο Γιαγκιελόνιο Πανεπιστήμιο (1921), εργάστηκε ως βοηθός και διδάκτωρ στο Πανεπιστήμιο του Λβουφ (1930–1933) και στη συνέχεια ως καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Τορόντο μεταξύ 1939 και 1950. Συνεργάστηκε με τον Άλμπερτ Αϊνστάιν στο Πανεπιστήμιο Πρίνστον (1936–1938). Οι δύο επιστήμονες διατύπωσαν από κοινού την εξίσωση που περιγράφει τις κινήσεις των αστεριών, καθώς και έγραψαν συγχρόνως το βιβλίο Η Εξέλιξη της Φυσικής.
Μετά την πρώτη χρήση πυρηνικών όπλων το 1945, ο Ίνφελντ, όπως και ο Αϊνστάιν, έγινε ακτιβιστής της ειρήνης. Λόγω των δραστηριοτήτων του, κατηγορήθηκε άδικα ότι είχε κομμουνιστικές συμπάθειες. Το 1950 άφησε τον Καναδά και επέστρεψε στην κομμουνιστική Πολωνία. Ένιωθε ότι είχε την υποχρέωση να βοηθήσει την επιστήμη στην Πολωνία να ανακάμψει από τις καταστροφές του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Υπηρέτησε ως Πρόεδρος της Πολωνικής Εταιρείας Φυσικής μεταξύ 1955 και 1957. Στο έντονα αντικομμουνιστικό κλίμα της εποχής, πολλοί στην καναδική κυβέρνηση και τα μέσα ενημέρωσης φοβήθηκαν ότι η εργασία σε μια κομμουνιστική χώρα θα πρόδιδε τα μυστικά πυρηνικών όπλων. Του αφαιρέθηκε η καναδική υπηκοότητα και καταγγέλθηκε ευρέως ως προδότης. Στην πραγματικότητα, το πεδίο του Ίνφελντ ήταν η θεωρία της σχετικότητας —δεν συνδέεται άμεσα με την έρευνα για τα πυρηνικά όπλα. Μετά την επιστροφή του Ίνφελντ στην Πολωνία, ζήτησε άδεια από το Πανεπιστήμιο του Τορόντο. Το αίτημά του απορρίφθηκε και ο Ίνφελντ παραιτήθηκε από τη θέση του. Το 1995 το Πανεπιστήμιο του Τορόντο έκανε επανόρθωση και χορήγησε στον Ίνφελντ τον μεταθανάτιο τίτλο του επίτιμου καθηγητή. Μετά την επιστροφή του στην Πολωνία, ο Ίνφελντ έγινε καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Βαρσοβίας, μια θέση που κράτησε μέχρι το θάνατό του.
Το μοντέλο Μπορν-Ίνφελντ πήρε το όνομά του από τον Μαξ Μπορν και τον Λεόπολντ Ίνφελντ, που το πρότειναν πρώτοι. Η μέθοδος παραγοντοποίησης Ίνφελντ-Χαλ περιγράφει γενικά σύνολα λύσεων στην εξίσωση Σρέντινγκερ.
Ο Ίνφελντ ήταν ένας από τους 11 υπογράφοντες του Μανιφέστου Ράσελ-Αϊνστάιν το 1955 και είναι ο μόνος που δεν έλαβε ποτέ Βραβείο Νόμπελ.
Το 1964, ήταν ένας από τους υπογράφοντες της λεγόμενης Επιστολής των 34 προς τον Πρωθυπουργό Γιούζεφ Τσιρανκιέβιτς, σχετικά με την ελευθερία του πολιτισμού.
Ο Ίνφελντ είναι ο συγγραφέας του «Quest: An Autobiography» και της βιογραφίας «Ποιον αγαπούν οι θεοί: Η ιστορία του Εβαρίστ Γκαλουά».
Το 1939 νυμφεύτηκε την Χέλεν Σλάουχ, μια Αμερικανίδα μαθηματικό.[18]