Συντεταγμένες: 36°19′55″N 29°17′23″E / 36.33194°N 29.28972°E
Ξάνθος και Λητώον | |
---|---|
Επίσημο όνομα στον κατάλογο μνημείων Π.Κ. | |
Χώρα μέλος | Τουρκία |
Τύπος | Πολιτισμικό |
Κριτήρια | ii, iii |
Ταυτότητα | 484 |
Περιοχή | Ευρώπη και Βόρεια Αμερική |
Ιστορικό εγγραφής | |
Εγγραφή | 1988 (12η συνεδρίαση) |
Το Λητώον ήταν ιερό της Λητούς κοντά στην αρχαία πόλη Ξάνθο, ένα από τα σημαντικότερα θρησκευτικά κέντρα της Λυκίας στην Ανατολία. Ο αρχαιολογικός χώρος του ιερού βρίσκεται μεταξύ των πόλεων Κας και Φετίγιε στην τουρκική Επαρχία Αττάλειας, περίπου 4χιλιόμετρα νότια της Ξάνθου, κατά μήκος του ομώνυμου ποταμού[1].
Οι αρχαιολογικές ανακαλύψεις στο χώρο, ο οποίος δεν αποτέλεσε ποτέ πλήρως κατοικημένο οικισμό αλλά παρέμεινε κυρίως θρησκευτικό κέντρο, χρονολογούνται στα τέλη του 6ου αιώνα π.Χ., πριν την ελληνική πολιτιστική ηγεμονία στη Λυκία, ή οποία ξεκίνησε στις αρχές του 4ου αιώνα. Σε παλαιότερους χρόνους ο χώρος αποτέλεσε ιερό της πρότερης μητέρας θεότητας, της Ένι Μαχανάχι (Eni Mahanahi) στη Λυκία, την οποία αντικατέστησε η λατρεία της Λητούς, μαζί με τα δύο παιδιά της[2].
Στην ελληνική μυθολογία ένας ισχυρισμός για την πρότερη λατρεία του Απόλλωνα στην κοιλάδα της Ξάνθου, χωρίς να υποστηρίζεται από την ιστορία ή την αρχαιολογία, αποδεικνύεται από δύο μύθους, που είναι αμφότεροι συνδεδεμένοι με το όνομα «Λύκος». Ο ένας προερχόταν από τους αυτόχθονες Τελχίνες της Ρόδου και πιθανόν αποίκησε την περιοχή την περίοδο του κατακλυσμού του Δευκαλίωνα. Ο άλλος Λύκος ήταν ο Αθηναίος αδελφός του Αιγέα ο οποίος, εξόριστος από την Αθήνα εισήγαγε την λατρεία του Λυκαίου Απόλλωνα, την οποία η λαϊκή ετυμολογία συνέδεσε με τη Λυκία και έτσι τον κατέστησε Αθηναίο άποικο[3].
Τα θεμέλια του ναού, ελληνιστικής εποχής, αφιερωμένου στη Λητώ και τα παιδιά της, Άρτεμις και Απόλλωνα, ανεσκάφησαν υπό την επίβλεψη του Χ. Μέτζγκερ το 1962[4]. Οι αρχαιολόγοι ανέσκαψαν πολλά από τα ερείπια. Ανάμεσα στα ευρύματα περιλαμβάνονται το Τρίγλωσσο του Λητώου, το οποίο φέρει επιγραφές στα Ελληνικά, Λυκιακά και Αραμαϊκά και αποτέλεσε σημαντικό παράγοντα στην αποκρυπτογράφηση της Λυκιακής γλώσσας. Σήμερα εκτίθεται στο μουσείο της Φετίγιε.
Η ιερότητα του χώρου αποτελεί συστατικό ενός ανεκδότου το οποίο αναφέρει ο Αππιανός σχετικά με τον Μιθριδάτη, ο οποίος σχεδίαζε να κόψει δένδρα σε ένα ιερό δάσος προκειμένου να χρησιμοποιήσει την ξυλεία στην πολιορκία της παραλιακής πόλης Πάταρα, όμως ένας εφιάλτης τον προειδοποίησε για το ανίερο της πράξης του[5]. Το ιερό παρέμεινε ενεργό καθόλη τη διάρκεια της Ρωμαϊκής περιόδου. Ο χώρος εκχριστιανίστηκε με την κατασκευή μίας εκκλησίας, χρησιμοποιώντας πέτρες από το ιερό, όμως εγκαταλείφτηκε τον έβδομο αιώνα μ.Χ.