Λικόντια Εουμπέα | |
---|---|
37°9′0″N 14°42′0″E | |
Χώρα | Ιταλία |
Διοικητική υπαγωγή | Μητροπολιτικός δήμος της Κατάνια |
Προστάτης | Αγία Μαρίνα |
Έκταση | 111 km² και 112,45 km²[1] |
Υψόμετρο | 688 μέτρα |
Πληθυσμός | 2.731 (1 Ιανουαρίου 2023)[2] |
Ταχ. κωδ. | 95040 |
Τηλ. κωδ. | 0933 |
Ζώνη ώρας | UTC+01:00 (επίσημη ώρα) UTC+02:00 (θερινή ώρα) |
Ιστότοπος | Επίσημος ιστότοπος |
Σχετικά πολυμέσα | |
Η Λικόντια Εουμπέα είναι σύγχρονη ιταλική κωμόπολη στη Σικελία, στην επαρχία της Κατάνια. Έχει πληθυσμό 3.162 κατοίκους.
Αν και πιθανολογείται από μερικούς η ταύτισή της με την αρχαία Εύβοια, αποικία των Λεοντίνων, οι ανασκαφές του 1898 έφεραν στο φως αρχαία νεκρόπολη που ανήκει σε πολύ μεγάλο οικισμό ντόπιων Σικελών[3][4]. Στη νεκρόπολη αυτή βρέθηκαν αγγεία και λύχνοι τόσο της πρώτης όσο και της τέταρτης σικελικής περιόδου (7ος - 5ος αι. π.Χ.), ελληνο-σικελικής τεχνοτροπίας, μαζί με φθηνή αττική και κορινθιακή κεραμική. Τα ευρήματα αυτά δείχνουν πως ο αρχαίος οικισμός, αν και επηρεασμένος από τη γειτνίασή του με τις ελληνικές αποικίες, έμεινε για μεγάλο διάστημα έξω από την ελληνική πολιτιστική σφαίρα επιρροής.[5][6]
Όταν οι Άραβες κατέλαβαν τη Σικελία, μετονόμασαν την πόλη σε Αλ Κούντια (Al Kudia, που σημαίνει Ο βράχος)[εκκρεμεί παραπομπή], δεδομένου ότι ο πυρήνας της ήταν το αρχαίο φρούριο κτισμένο πάνω σε βράχο. Με την πάροδο του χρόνου η ονομασία παρεφθάρη σε Λικόντια. Το προάστιο της πόλης ανήκε στον ευγενή Ρικάρντο Φιλιανγκιέρι (Riccardo Filangieri) και στη συνέχεια παραχωρήθηκε στην ευγενή Μανφρέντι Αραγκόνα (Manfredi Aragona). Το 1392, το μεσαιωνικό κάστρο παραχωρήθηκε στην οικογένεια Σανταπάου (Santapau), που του έδωσε το όνομά της και ανήκε σε αυτή μέχρι τον 16ο αιώνα, όταν πέρασε κάτω από την εξουσία του άρχοντα Βιτσέντζο Ρούφο (Vincenzo Ruffo)[εκκρεμεί παραπομπή]. Το 1693, η πόλη επλήγη από σεισμό και σημείωσε αργή ανασυγκρότηση[εκκρεμεί παραπομπή].
Το 1872 η πόλη μετονομάστηκε σε Λικόντια Εουμπέα (Λικόντια Εύβοια) .
Κατά τον Β΄Παγκόσμιο ΄Πόλεμο, η πόλη καταλήφθηκε από τους Συμμάχους, στις 13 Ιουλίου 1943, μετά από μάχη στην οποία είχαν απώλειες 20 νεκρούς και σαράντα τραυματίες[7].