Συντεταγμένες: 36°42′29″N 22°26′03″E / 36.7081°N 22.4341°E
Μάνη | |
---|---|
Χώρα | Ελλάδα |
Γεωγραφικές συντεταγμένες | 36°33′32″N 22°25′49″E |
Σχετικά πολυμέσα | |
δεδομένα ( ) |
Η ουδέτερη οπτική γωνία αυτού του λήμματος αμφισβητείται. |
Η Μάνη είναι ιστορική περιοχή της Πελοποννήσου. Γεωγραφικά η κυρίως Μάνη ή Μέσα Μάνη, όπως ονομάζεται τοπικά, ορίζεται από τον αυχένα του Ταΰγετου Σαγιά και καταλήγει στο Ακρωτήριο Ταίναρο. Η Μέσα Μάνη διακρίνεται με βάση την κατά μήκος κορυφογραμμή στην Ανατολική Μάνη ή προσηλιακή Μάνη, που βλέπει προς το Λακωνικό Κόλπο και στη Δυτική Μάνη ή απόσκερη ή αποσκιερή Μάνη, που βλέπει στο Μεσσηνιακό Κόλπο. Βορειότερα της Δυτικής Μάνης, δηλαδή από την περιοχή της Καρδαμύλης, βρίσκεται η Μεσσηνιακή Μάνη, ή όπως την αποκαλούν τοπικά η Έξω Μάνη. Ο διαχωρισμός αυτός διακρίνεται και στα επίθετα των κατοίκων, όπου κατά κανόνα της μεν Λακωνικής Μάνης καταλήγουν σε -άκος και στη Μεσσηνιακή Μάνη σε -έας.
Η περιοχή της Μάνης περιλαμβάνει τις άλλοτε επαρχίες του Γυθείου και Οιτύλου της Λακωνίας. Η συνολική της έκταση φθάνει τα 1800 τ.χλμ. επί συνολικού μήκους 75 χλμ. και μέγιστου πλάτους 28 χλμ. που καταλήγει στο Ακρωτήριο Ταίναρο, με σπονδυλική στήλη το όρος Ταΰγετος και ψηλότερη κορυφή τον Προφήτη Ηλία (2.404 μ.). Ο συνολικός πληθυσμός της το 1961 έφθανε τους 20.300 κατοίκους, που ζούσαν σε 150 περίπου οικισμούς.
Σήμερα, μετά τη διοικητική αναδιοργάνωση Καλλικράτης (2011), η περιοχή της Μάνης αποτελείται από τους δήμους Δυτικής Μάνης, με έδρα την Καρδαμύλη, και Ανατολικής Μάνης, με έδρα το Γύθειο και ιστορική έδρα την Αρεόπολη.
Ο δήμος Δυτικής Μάνης ανήκει στην Π.Ε. Μεσσηνίας (πρώην νομό Μεσσηνίας) και προέκυψε από τη συνένωση των (καποδιστριακών) Μεσσηνιακών δήμων Λεύκτρου και Αβίας. Ο δήμος Ανατολικής Μάνης ανήκει στην Π.Ε. Λακωνίας (πρώην νομό Λακωνίας) και προέκυψε από τη συνένωση των Λακωνικών δήμων Σμήνους, Γυθείου, Οιτύλου και Ανατολικής Μάνης.
Η Μάνη δυτικά βρέχεται από το Μεσσηνιακό κόλπο και ανατολικά από το Λακωνικό κόλπο. Περιλαμβάνει τμήματα της Μεσσηνίας και Λακωνίας. Νότιο άκρο της είναι το Ακρωτήριο Ταίναρο, το νοτιότερο άκρο της ηπειρωτικής Ελλάδας. Βόρειο όριό της είναι στην πλευρά της Μεσσηνίας ο οικισμός Βέργα, στα νοτιοανατολικά προάστια της Καλαμάτας και στην πλευρά της Λακωνίας μερικά χιλιόμετρα νότια της Σπάρτης. Το Γύθειο αποτελεί τη μεγαλύτερη πόλη της Μάνης, που νοτιότερα αποτελείται κυρίως από μικρότερους διάσπαρτους οικισμούς.
Η περιοχή αποτελούσε μια διοικητικά αυτόνομη, πολιτισμικά συμπαγή, ιστορικά και οικιστικά ξεχωριστή περιοχή στα χρόνια του Βυζαντίου και την Τουρκοκρατία. Η διοικητική ενότητα διατηρήθηκε και μετά την ίδρυση του ελληνικού κράτους, αρχικά ως ξεχωριστός νομός και στη συνέχεια ως τμήμα του Νομού Λακωνίας, μέχρι το 1937 που με νόμο [1] της κυβέρνησης Μεταξά το βόρειο τμήμα της Δυτικής Μάνης (Έξω Μάνη), αποσπάστηκε από την επαρχία Οιτύλου Λακωνίας και προσαρτήθηκε στην επαρχία Καλαμών του Νομού Μεσσηνίας. Ο σκοπός της προσάρτησης αυτής ήταν η διοικητική διαίρεση του ενιαίου των Μανιατών για την αποδυνάμωση της σκληροτράχηλης κοινωνίας, που από την αρχή της ίδρυσης του νέου Ελληνικού κράτους αντιστέκονταν στο να υποταχθούν στην κυβέρνηση του ελληνικού κράτους. (Περισσότερα στην ενότητα Το ενιαίο και αδιαίρετο της Μάνης.)
Πρόκειται για μια περιοχή κυρίως ορεινή, με άνυδρο και άγονο έδαφος, με κλίμα τραχύ το χειμώνα και πολύ θερμό το καλοκαίρι, πολύ αραιοκατοικημένη σήμερα.
Υπάρχουν πολλές επιστημονικές αναφορές για την ετυμολογία τής λέξης Μάνη. Η πλέον αποδεκτή είναι πως αποτελεί τη φυσική μετεξέλιξη της μεσαιωνικής ονομασίας της περιοχής που ήταν Μαΐνη ή Μαϊνή, ασαφούς προέλευσης.
Εναλλακτικές ετυμολογίες [8] που έχουν διατυπωθεί συνοπτικά έχουν ως εξής:
Σύμφωνα με αρχαιολογικές έρευνες στην περιοχή, η Μάνη ήταν κατοικημένη από την παλαιολιθική εποχή. Τα ευρήματα στο Σπήλαιο Απήδημα και ο "Ταινάριος άνθρωπος" έχουν αυξήσει κατακόρυφα το επιστημονικό ενδιαφέρον για την περιοχή. Για πρώτη φορά συναντάμε αναφορές σε πόλεις της περιοχής (Καρδαμύλη, Οίτυλος, Γύθειον, Ενόπη κ.α.) από τον Όμηρο.
Οι πρώτοι κάτοικοι, κατά τον περιηγητή Παυσανία, ήταν οι Λέλεγες. Ακολούθησαν οι Αχαιοί και οι Δωριείς. Για τους επόμενους αιώνες η ιστορία της Μάνης ταυτίστηκε με τη Σπάρτη. Κατά την Ρωμαιοκρατία αποτέλεσε ιδιαίτερη ομοσπονδία γνωστή ως «το Κοινό των Λακεδαιμονίων». Τη μεσαιωνική βυζαντινή περίοδο και συγκεκριμένα τον 8ο μ.Χ. αιώνα, ακολούθησε αποικισμός Σλάβων στη Πελοπόννησο, οι οποίοι μεταξύ άλλων περιοχών εγκαταστάθηκαν και πέριξ της Μάνης, κυρίως στις πλαγιές του Ταϋγέτου. Με τη πάροδο του χρόνου, την επίδραση της χριστιανικής θρησκείας και κυρίως την επικοινωνία και επιμειξία των Σλάβων με τους γηγενείς Έλληνες κατοίκους, επήλθε ο εξελληνισμός των πρώτων. Οι συγκεκριμένοι Σλάβοι ήταν πολύ λίγοι αριθμητικά, σε βαθμό που το γενετικό τους αποτύπωμα είναι ασήμαντο στους σύγχρονους Μανιάτες.[26]
Οι Μανιάτες έγιναν χριστιανοί στα μέσα του 10ου αιώνα, όταν ήρθε ο Νίκων ο Μετανοείτε για να εδραιώσει τη πίστη τους στο χριστιανισμό. Στους αιώνες που ακολουθούν οι κάτοικοι της περιοχής αποσύρονται στα ορεινά του Ταϋγέτου, όταν οι Άραβες σπέρνουν τον τρόμο στα ελληνικά παράλια.
Αργότερα οι Φράγκοι δυσκολεύτηκαν να υποτάξουν τους Μανιάτες, και τελικά την υπέταξαν χτίζοντας τρία φρούρια: του Πασσαβά, της Μεγάλης Μάνης και του Λεύκτρου, για να εξασφαλίσουν τη γενική επίβλεψη της περιοχής. Μετά την πτώση των Βιλλαρδουΐνων, η Μάνη αποτέλεσε περιοχή του δεσποτάτου του Μυστρά, του κράτους των Παλαιολόγων. Η φραγκική κατάκτηση της Πελοποννήσου το 13ο αιώνα φέρνει στα βουνά της Μάνης κι άλλους πρόσφυγες. Την ίδια επίσης εποχή αλλά και τα επόμενα χρόνια οι πειρατές έβρισκαν καταφύγιο στις ακτές της Μάνης.
Αμέσως μετά την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Τούρκους, πολλές αρχοντικές Βυζαντινές οικογένειες κατέφυγαν στη Μάνη. Το Μάιο του 1460, που ο Μωάμεθ ο Β' μπήκε στην Πελοπόννησο, γνωρίζοντας τον ιδιότυπο χαρακτήρα των Μανιατών δεν εξεστράτευσε εναντίον τους, αλλά προσπάθησε να προσεταιριστεί τον αρχηγό τους, Κροκόδειλο Κλαδά, για να έχει τη στήριξή του στην προδιαγραφόμενη σύρραξη μεταξύ Τούρκων και Ενετών. Οι Μανιάτες απόκρουσαν τις προσφορές του Τούρκου κατακτητή και συμμάχησαν με τους Ενετούς.
Η Μάνη δεν υποτάχθηκε άμεσα στους Οθωμανούς καθώς οι τελευταίοι υπολόγισαν το κόστος της καθυπόταξής της δυσβάστακτο σε σχέση με τα οικονομικά και άλλα οφέλη που θα μπορούσε η περιοχή να προσφέρει[27]. Παράλληλα, το απρόσβλητο της περιοχής έκανε πολλούς κατοίκους από τουρκοκρατούμενες περιοχές να καταφεύγουν στη Μάνη[28].
Κατά τη β΄ Τουρκοκρατία της Πελοποννήσου, η γεωγραφική απομόνωση της περιοχής, σε συνδυασμό με τη βοήθεια που προσέφεραν οι Μανιάτες στις οθωμανικές δυνάμεις κατά τον Ζ΄ Βενετουρκικό πόλεμο, εξασφάλισαν ειδικά προνόμια στη Μάνη[29]. Μετά τα Ορλωφικά η περιοχή αποκόπηκε διοικητικά από την υπόλοιπη Πελοπόννησο, υπήχθη στη δικαιοδοσία του Καπουδάν πασά[30] και αναγνωρίστηκε ως ημιαυτόνομο μπεηλίκι[28].
Στον απελευθερωτικό αγώνα η Μάνη πρόσφερε πάρα πολλά. Η Φιλική Εταιρεία θεωρούσε τη Μάνη ως την πιο ασφαλή αφετηρία για τον ξεσηκωμό και τα γεγονότα δεν τη διέψευσαν. Ιστορική είναι η μάχη της Βέργας[31], όπου ο Ιμπραήμ χάνει τα δύο τρίτα του στρατού του, ενώ τον κατατροπώνουν και οι γυναίκες του Δυρού, που αμυνόμενες με δρεπάνια και ξύλα ματαιώνουν την προσπάθειά του για απόβαση.
Μετά την ηρωική περίοδο της επανάστασης του 1821, στις προσπάθειες του Ιωάννη Καποδίστρια και του Όθωνα να ανασυντάξουν σε ενιαίο κράτος τις απελευθερωμένες περιοχές[32], οι Μανιάτες αντιστέκονταν στο να υποταχθούν στην κυβέρνηση του ελληνικού κράτους, αντιδρώντας στο διοικητικό σύστημα πού επιβλήθηκε[33]. Η αντίδραση τους αυτή εκδηλώθηκε ένοπλα, και σημαδεύτηκε με τη δολοφονία του Καποδίστρια από τον Γεώργιο Μαυρομιχάλη, γιο του οπλαρχηγού και ηγεμόνα της Μάνης Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη. Οι τελευταίες ταραχές έγιναν το 1862-63. Στα επόμενα χρόνια επικράτησε μια προσπάθεια συμβιβασμού και η Μάνη ειρήνευσε.
Κατεξοχήν εκπαιδευμένοι ως πολεμιστές, οι Μανιάτες δεν σταμάτησαν με την απελευθέρωση του τόπου τους από τους κατακτητές. Πολέμησαν ηρωικά σε όλους τους ελληνικούς απελευθερωτικούς αγώνες, στη Θεσσαλία, στην Ήπειρο, στην Κρήτη και στη Μικρά Ασία.
Ειδικότερα, η σημαντική προσφορά των Μανιατών στο Μακεδονικό Αγώνα [34](1904 – 1907), με χιλιάδες εθελοντές αγωνιστές που ακολούθησαν τους Μανιάτες καπεταναίους οπλαρχηγούς του ελληνικού στρατού, έχει διατηρήσει έκτοτε ισχυρούς δεσμούς μεταξύ των Μακεδόνων και των Μανιατών.
Λόγω της εγγύτητας της νότιας Πελοποννήσου με τη δυτική Κρήτη και τα Κύθηρα, των εμπορικών και ναυτικών σχέσεων, αλλά και της ασφάλειας των απόρθητων χωριών της Μάνης, υπήρξαν κρίσιμες ιστορικές στιγμές όπου Κρητικοί βρήκαν καταφύγιο και εγκαταστάθηκαν εκεί. Το 1645, όταν οι Τούρκοι επιτέθηκαν εναντίον των Ενετών και κατέλαβαν τα Χανιά, όπως και το 1669, όταν η πόλη του «Χάνδακα» (Ηράκλειο) παραδόθηκε στους Τούρκους, οι κάτοικοι της πόλης και άλλοι Κρητικοί που είχαν καταφύγει εκεί, πέρασαν στις απέναντι ακτές της Μάνης όπου πίστευαν ότι θα ήταν ασφαλείς.
Υπήρξαν όμως και Μανιάτες που αναζήτησαν καταφύγιο στην Κρήτη, σε στιγμές όπως το 1715 (ανακατάληψη της Πελοποννήσου από τους Τούρκους) και το 1770 (μετά τα Ορλωφικά). Στην μεγάλη κρητική επανάσταση του 1866-69 οι Μανιάτες φέρθηκαν στους Κρητικούς σαν γνήσιοι αδελφοί, όταν εκατοντάδες εμπειροπόλεμοι εθελοντές Μανιάτες βρέθηκαν στην Κρήτη. Την ίδια συμπεριφορά έδειξαν οι Μανιάτες και στην Επανάσταση του ‘97.
Οι δύσκολες συνθήκες διαβίωσης λόγω της φτωχής σε νερό και χώμα γης της Μάνης, αλλά και οι ακατάπαυστοι αγώνες για ελευθερία, οδήγησε σε πολλές δύσκολες στιγμές της ιστορίας κατοίκους της Μάνης να καταφύγουν σε ασφαλή μέρη, για να διαφύγουν κινδύνων ή να προστατέψουν τις οικογένειές τους από αντίποινα. Μια άλλη αιτία ήταν οι κόντρες ανάμεσα σε τοπικές αρχοντικές οικογένειες, και ο βαθιά ριζωμένος νόμος του γδικιωμού(βεντέτας) ώθησε οικογένειες να χωριστούν και να εγκαταλείψουν τα πάτρια εδάφη.
Από τις μεταναστεύσεις Μανιατών προς προορισμούς της Μεσογείου, χαρακτηριστικότερες είναι αυτές δύο οικογενειών από το Οίτυλο: των Γιατριάνων (Μεδίκων, Medici), που έφυγαν το 1670 και εγκαταστάθηκαν στο Λιβόρνο της Ιταλίας, και των Στεφανόπουλων, που έφυγαν το 1675 για την Κορσική, και μετά από περιπέτειες λόγω της διαμάχης Κορσικανών-Γενοβέζων κατέληξαν στο Καργκέζε [35] της Κορσικής, όπου διατήρησαν τη γλώσσα, τα ήθη και τα έθιμά τους και είναι και σήμερα ακόμα γνωστοί ως «Έλληνες».[36] Εκεί τοποθετούνται ιστορικά και τα στοιχεία που υποστηρίζουν [37] την ελληνική καταγωγή του Ναπολέοντα Α΄ Βοναπάρτη και τους δεσμούς με τη γενιά των Στεφανόπουλων. Εξίσου σημαντικές είναι και οι μεταναστεύσεις Μανιατών προς την Μικρά Ασία και κυρίως την Ιωνία.
Η νεότερη ιστορία της Μάνης συνοδεύτηκε από μια μεγαλύτερη μετανάστευση, με το τέλος του 19ου αιώνα και την αυγή του 20ου, αυτή τη φορά προς την Αμερική. Το γεγονός αυτό, που συνεχίστηκε κατά κύματα για περισσότερο από μισό αιώνα, άφησε πεντακάθαρα τα σημάδια του στα ερειπωμένα χωριά της ορεινής Μάνης, πολλά από τα οποία εγκαταλείφθηκαν και μετατράπηκαν σε χωριά-φαντάσματα, μουσεία του ένδοξου παρελθόντος τους.
Παρ' όλο που σήμερα η Μάνη παραμένει διοικητικά χωρισμένη στους δήμους Ανατολικής Μάνης και Δυτικής Μάνης, διατηρεί ακόμα ανέπαφη την ιδιαιτερότητα που της χάρισε ο βράχος και η θάλασσα. Η Μητρόπολη Γυθείου, Οιτύλου και πάσης Μάνης (ονομάζεται πλέον Ιερά Μητρόπολη Μάνης), δεν διασπάστηκε και αποτελεί για τους κατοίκους μνήμη και αναφορά στα γεωγραφικά και πολιτισμικά όρια της Μάνης. Το ζήτημα του ενιαίου και αδιαιρέτου της Μάνης επανήλθε[38][39] στην επικαιρότητα κατά τη διάρκεια των διαβουλεύσεων για τη νέα Διοικητική διαίρεση της Ελλάδας 2011, περισσότερο γνωστή ως Πρόγραμμα Καλλικράτης ή Καποδίστριας ΙΙ. Το αίτημα των κατοίκων για διοικητική ένωση [40] και σύσταση ενός ενιαίου, βιώσιμου δήμου Μάνης παραμένει, για λόγους οικονομικούς, αναπτυξιακούς, περιβαλλοντικούς και ιστορικούς, ως ελάχιστο δείγμα τιμής και ευγνωμοσύνης για τη συμβολή των Μανιατών στη δημιουργία του Ελληνικού Κράτους.
Η άγονη και βραχώδης χερσόνησος και η ιστορική σύνδεση με την Αρχαία Σπάρτη μεταγγίζουν στους κατοίκους ασυμβίβαστο χαρακτήρα, αυστηρά ήθη, σκληρά έθιμα, ελευθερία, θυσίες, καθώς και ειλικρίνεια, ψυχικό θάρρος, φιλότιμο και φιλοπατρία. Επιδεικνύουν μεγάλο σεβασμό προς τις παραδόσεις, την οικογενειακή τιμή και τους νεκρούς, και μια τοπικιστική αντίληψη, που πηγάζει από την υπερηφάνεια ότι ουδέποτε υποδουλώθηκαν σε ξένους και πάντοτε έζησαν ελεύθεροι. Μοναδικά ήθη και έθιμα που καταγράφονται στη Μάνη είναι ο γδικιωμός, η τρέβα (η προσωρινή ανακωχή εχθροπραξιών), τα μοιρολόγια.
Τα μοιρολόγια (ή μοιρολόϊα) αποτελούν έμμετρα στιχουργήματα, τραγούδια θρηνητικά, τα οποία απαγγέλλουν οι άνθρωποι κατά το θάνατο αγαπημένων τους προσώπων. Τα πρώτα μοιρολόγια απαντώνται στον Όμηρο, όπου αναφέρονται νεκρώσιμα τραγούδια της Εκάβης, του Αχιλλέα, της Ανδρομάχης, κτλ., με περιεχόμενο πανομοιότυπο σχεδόν με τα μετέπειτα μοιρολόγια. Στην Μανιάτικη κοινωνία, τα μοιρολόγια υποκαθιστούν τα λοιπά τραγούδια, αποτελώντας την μοναδική μορφή λαϊκής ποίησης και μεταφέρονται από γενιά σε γενιά, ενώ και σήμερα ακόμα αυτοσχεδιάζουν , κυρίως οι Μανιάτισσες, δημιουργώντας "επαινετικά του νεκρού" τραγούδια[41].
Την πρώτη θέση στη ιεραρχία της οικογένειας κατείχε ο πατέρας, ή σε περίπτωση θανάτου ο πρωτότοκος γιος. Τα θηλυκά μέλη δεν είχαν ούτε κληρονομικά ούτε άλλα δικαιώματα. Το διαζύγιο ήταν άγνωστη λέξη. Οι άνδρες ήταν διαρκώς απασχολημένοι είτε με τους οικογενειακούς πολέμους είτε ενάντια στους εξωτερικούς εχθρούς. Αυτός ήταν και ο κυριότερος λόγος που ξεχώριζαν τα αρσενικά παιδιά, γιατί αποτελούσαν ασφάλεια για την οικογένεια και μέγιστη προσφορά στην πατρίδα σε καιρό πολέμου. Η ονομασία των γυναικών είναι ένα δείγμα της ανδροκεντρικότητας της Μανιάτικης Οικογένειας[42]. Η Μανιάτισσα [43] παρουσιάζεται ως αφοσιωμένη στην οικογένεια αλλά και ως λεβέντισσα και συχνά ως σύμβολο θάρρους και και αυταπάρνησης, ειδικά μετά την Μάχη του Διρού, όπου οι γυναίκες με τα δρεπάνια του θερισμού απώθησαν την επίθεση του Ιμπραήμ στη Μάνη το 1826.
Από γεωλογική άποψη η χερσόνησος της Μάνης αποτελείται κυρίως από ασβεστολιθικά εδάφη. Από γεωτεκτονική άποψη, η ενότητα της Μάνης θεωρείται ότι αντιπροσωπεύει την σχετικά αυτόχθονη ενότητα της ευρύτερης περιοχής ΝΔ Πελοποννήσου, πάνω στην οποία έχουν επωθηθεί διαδοχικά οι ενότητες Άρνας, Πίνδου και Τρίπολης.[44] Η περιοχή του όρους Σαγιά της Μάνης, που καλύπτει μεγάλες εκτάσεις (200 τετραγ. χιλιόμετρα) της νοτίου Μάνης, είναι η μοναδική μαρμαροφόρος περιοχή του ελλαδικού χώρου, στην οποία αναπτύσσεται ολόκληρη η ακολουθία των "πλακωδών ασβεστολίθων".[45]
Η περιοχή του Σαγιά περιλαμβάνει τρία πολύ ενδιαφέροντα μαρμαροφόρα κοιτάσματα:[46]
Από το τεφρόμαυρο μάρμαρο Ταινάρου (Nero Antico) θεωρείται ότι έχουν φιλοτεχνηθεί δύο πολύ μεγάλων διαστάσεων αγάλματα, γνωστά ως Ragionieri Greci, ο νεαρός και ο γέρος Κένταυρος, καθώς και ο Ασκληπιός έργα των Ελλήνων γλυπτών των ελληνιστικών χρόνων Αριστέα και Παπία, που βρίσκονται στο Καπιτώλιο της Ρώμης.[46] Εντούτοις, τα τελευταία χρόνια, επιστημονικές δημοσιεύσεις αμφισβητούν τα ανωτέρω και συνδέουν τα αγάλματα αυτά καθώς και τα περισσότερα που έχουν βρεθεί στο παλάτι του αυτοκράτορα Αδριανού, με τα λατομεία του Göktepe (σημερινή Τουρκία.[47][48] Πάντως, τα μάρμαρα της Μάνης, τόσο το ερυθρό όσο και το τεφρό έχουν χρησιμοποιηθεί διαχρονικά από την αρχαία εποχή κατέχοντας δεσπόζουσα θέση στις αναφορές των ιστορικών και επιστημόνων.[49]
Κάποτε η Μάνη ήταν πολύ δασωμένη, αλλά οι πολλές πυργκαγιές, η υπερβόσκηση και το θερμό και ξερό κλίμα έχουν συντελέσει ώστε να δημιουργηθεί μια φυσική περιοχή γυμνή και φαινομενικά άγονη. Οι πεδιάδες που βρίσκονται κοντά στις ακτές έχουν κατοικηθεί και καλλιεργούνται, ενώ τα λίγα ορεινά χωριά είναι χτισμένα σε πετρώδη, επίπεδα υψώματα, με τις απαραίτητες ελιές και τα αμπέλια. Στο νότιο τμήμα της Μάνης και ιδιαίτερα προς τη Μέσα Μάνη, το έδαφος γίνεται πιο πετρώδες και το κλίμα πιο τραχύ και οι καλλιέργειες συνεχώς λιγοστεύουν. Σε αυτές κυριαρχεί η ελιά, που παράγει υψηλής ποιότητας ελαιόλαδο.
Εντούτοις, η περιοχή είναι πλούσια σε φυτά, μερικά από τα οποία δεν φυτρώνουν πουθενά αλλού. Παρά το γεγονός ότι η απουσία δασών είναι ιδιαίτερα έντονη, η απώλεια αναπληρώνεται από την παρουσία των ελαιόδεντρων και την αφθονία των λουλουδιών. Στις πιο ψηλές, γυμνές, ασβεστολιθικές περιοχές, υπάρχουν μεγάλες εκτάσεις γης με χαμηλούς, αραιούς θαμνώνες, φρύγανα και αγκαθωτούς θάμνους, όπως η αφάνα (sacropoterium spinosum). Η χλωρίδα είναι πλούσια με πολλά ορχεοειδή κ.ά. Τα ροζ κυκλάμινα (cyclamen peloponnesiacum) ανθίζουν μαζί με τις anemone blanda και την όμορφη μπλε ίριδα (gynandriris sisyrinchium). Υπάρχουν, επίσης, ο χαρακτηριστικός κίτρινος ranunculus millefoliatus, βολβώδη φυτά, τουλίπες και φριτιλλάριες.
Πάνω από τους λόφους πετούν σπιζαετοί, σμυρνοτσίχλονα, δεντροσταρήθρες, ασπροκωλίνες και κοκκινοκεφαλάδες, όλα τους κοινά και άφθονα. Οι σταχτάρες και οι βουνοσταχτάρες συνήθως πετούν ψηλά, μαζί με τα χελιδόνια. Άλλα πουλιά που συναντώνται στην περιοχή είναι οι μουστακοτσιροβάκοι, σε μερικές από τις πιο ψηλές περιοχές με θαμνώνες, οι μπούφοι, στις πιο ψηλές πλαγιές, οι γκιόνηδες γύρω από τις πόλεις και τα χωριά, οι φιδαετοί, οι μαυροπετρίτες και οι πετρίτες, ιδίως κατά μήκος της ακτής.
Τον Απρίλιο συναντώνται στη Μάνη αρκετά περαστικά μεταναστευτικά πουλιά, που συχνά κάνουν την πρώτη στάση τους στα εδάφη αυτά μετά την Αφρική. Πλήθη από τσιροβάκους και μυγοχάφτες, σπανιότερα σταχτοπετρόκληδες, χαλκοκουρούνες, αμμοπετρόκληδες, και πολλά άλλα περνούν από την περιοχή.
Στην ανατολική πλευρά της χερσονήσου, γύρω από το κάστρο του Πασσαβά, υπάρχουν λίγες πιο εύφορες εκτάσεις, καθώς και κάποια δέντρα, κυρίως ήμερες βελανιδιές. Εδώ απαντώνται διάφοροι βίκοι, ο βαθυκόκκινος tetragonolobus purpureus, ο κεραμιδής-κόκκινος lathyrus cicera και ο ανοιχτοκίτρινος l. aphaca, μαζί με τη ροζ Crepis rubra και το τραγάκι (tragopodon porrifolius). Τα ορχεοειδή είναι και σ' αυτή την περιοχή άφθονα.
Νότια από την Αρεόπολη Λακωνίας, φυτρώνουν σημαντικά λουλούδια όπως ο astragalus lusitanicus υποείδος orientalis, η κίτρινη trigonella balansae και η trigonella graeca. Υπάρχουν τουλάχιστον τρία είδη serapias, ο κατακόκκινος adoniis annua, η μπλε consolida regalis, φριτιλλάριες, μεγάλες δρακοντιές και το trifolium boissierilia.
Άλλα ενδιαφέροντα φυτά είναι η σπάνια tulipa goulimyi, που φυτρώνει μόνο στη Μάνη, σε μια περιοχή της Κρήτης και στο κοντινό νησί των Κυθήρων. Ανθίζει στα τέλη Μαρτίου και αρχές Απριλίου, στο νοτιότερο άκρο της χερσονήσου.
Ο Μάρτιος και οι αρχές Απριλίου είναι η καλύτερη εποχή για τη χλωρίδα της Μάνης, ενώ σημαντικός αριθμός φυτών υπάρχει επίσης στα τέλη Οκτωβρίου και κατά τη διάρκεια του ήπιου χειμώνα. Η καλύτερη εποχή για να παρατηρηθούν τα πουλιά είναι ο Απρίλιος, τότε που μεγάλος αριθμός μεταναστευτικών πουλιών συναντούν στο πέρασμά τους τα πουλιά που μένουν μόνιμα ή φωλιάζουν στη Μάνη.
Τα θηλαστικά δεν είναι σημαντικό χαρακτηριστικό της Μάνης, εκτός από λίγα είδη. Τα τσακάλια, που αλλού είναι σπάνια, στη Μάνη είναι συνηθισμένα. Σπανίως εμφανίζονται την ημέρα, συναντώνται όμως συχνά τη νύχτα, ιδιαίτερα κοντά στην Αρεόπολη. Τα κουνάβια είναι συνηθισμένα γύρω στα χωριά, ενώ σε μερικές εκκλησίες υπάρχουν αποικίες από νυχτερίδες. Οι κασιρίδες ή κυρτοδάχτυλοι (cyrtodactylus kotschyi) είναι τα πιο συνηθισμένα σαμιαμίδια, ενώ οι τρανόσαυρες και οι σαύρες της Πελοποννήσου (rodarcis peloponnesiaca) είναι κοινές σε όλη την περιοχή.
Η Νότια Μάνη είναι προστατευόμενος βιότοπος του Natura 2000, με κωδικό GR2540008, κατά μία έκταση 316,69 τ.χλμ.[50][51][52]
Το τοπίο της Μάνης είναι ιδιαίτερο τόσο ως προς τη φυσική διαμόρφωση όσο και ως προς την αρχιτεκτονική φυσιογνωμία του. Στη Μάνη υπάρχουν πολλοί πέτρινοι πύργοι, 7 κάστρα, πληθώρα αρχαιολογικών χώρων, βυζαντινές και μεταβυζαντινές εκκλησίες με εξαίρετες αγιογραφίες. Στην περιοχή βρίσκονται οι 98 από τους 118 οικισμούς της Πελοποννήσου που έχουν χαρακτηριστεί επίσημα παραδοσιακοί, μαζί με πολλά σπήλαια, καλντερίμια και φαράγγια για πεζοπόρους. Τα χωριά της Μάνης διατηρούν την παραδοσιακή αρχιτεκτονική και τον ιδιαίτερο τρόπο ζωής τους. Φωλιασμένα ανάμεσα στους δύσβατους ορεινούς όγκους, πανέμορφα και επιβλητικά, περιμένουν να διηγηθούν την ιστορία τους στους επισκέπτες.
Από το τοπίο της Δυτικής Μάνης, ξεχωρίζουν: η Καρδαμύλη, με τα βυζαντινά μνημεία και το φαράγγι του Βυρού, η Στούπα, η Λαγκάδα με τα πέτρινα πυργόσπιτα, τα χωριά του όρους Ταΰγετου, Τσέρια, Καστάνια και Μηλιά.
Το Γύθειο με το λιμάνι και την ιδιαίτερη αρχιτεκτονική, Η Αρεόπολη με τα καλντερίμια και τους πύργους της που έχουν ανακηρυχθεί μνημεία. Τα σπήλαια του Διρού, το Λιμένι απέναντι από το ομηρικό Οίτυλο, ο Γερολιμένας, η Βάθεια, ο Κότρωνας με τις παραλίες του και την παραδοσιακή αρχιτεκτονική, ο Δρυμός[53][54], το Πόρτο Κάγιο, η Λάγια , Ακρωτήριο Ταίναρο, το Νύφι[55] και ο Κότρωνας είναι αξιοθέατα του δήμου Ανατολικής Μάνης.
Προϊόντα της Μάνης είναι το Θυμαρίσιο μέλι, καπνιστό σύγκλινο, δίπλες, λάδι, ελιές, χαρούπια[56] και αρωματικά φυτά (τσάι, φασκόμηλο, θυμάρι κ.ά.) καθώς και τα "λούπινα"[57].
Περαστικός βλέπεις τη Μάνη σε τρεις μέρες,
περπατητής σε τρεις μήνες,
και για να δεις την ψυχή της θέλεις τρεις ζωές.
Μια για τη θάλασσα, μια για τα βουνά της και μια για τους ανθρώπους της
Ο Βρετανός συγγραφέας Πάτρικ Λι Φέρμορ περιηγήθηκε και έζησε, μαζί με τη σύζυγό του, Τζόαν, πολλά χρόνια στη Μάνη, για την οποία συνέγραψε περιηγητικό βιβλίο με τίτλο Μάνη (1958). Αγάπησε τόσο τη Μάνη, που ήρθε και εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Καρδαμύλη έως τα 96 χρόνια του όπου και απεβίωσε[58].
Η γενετική μελέτη με τίτλο "Genetics of the peloponnesean populations and the theory of extinction of the medieval peloponnesean Greeks" που εκδόθηκε το 2017, έδειξε ότι οι Μανιάτες μοιράζονται κατά μέσο όρο 0,25% του γονιδιώματός τους (ή 35-36 cM) IBD (identical by descent), με 95% των ατόμων να μοιράζονται τουλάχιστον ένα τμήμα IBD με κάποιον άλλο Μανιάτη. Οι Μανιάτες διαφέρουν απ'όλους τους άλλους Πελοποννήσιους ως προς την ανάλυση PCA και ADMIXTURE. Διαφέρουν επίσης απ'όλους τους άλλους Ελληνικούς πληθυσμούς της ηπειρωτικής και νησιωτικής Ελλάδας αλλά και της Μικράς Ασίας που έχουν συγκριθεί σε γραφήματα PCA, αλλά «εν μέρει» αλληλεπικαλύπτονται με τους Σικελούς και νότιους Ιταλούς όπου άλλες μελέτες δείχνουν πως είναι σε μεγάλο βαθμό αρχαίας Ελληνικής καταγωγής.[59][60] Αυτό μπορεί να εξηγηθεί από το γεγονός ότι οι Μανιάτες (μαζί με τους Τσάκωνες) κληρονόμησαν τα χαμηλότερα ποσοστά σλαβικής αυτοσωματικής πρόσμιξης απ'όλους τους Πελοποννήσιους, ειδικά αυτοί της Μέσα Μάνης. Συγκεκριμένα, στη περίπτωση της Μέσα Μάνης (22 δείγματα) ανέρχεται στο 0,7%–1,6%, ενώ στις περιπτώσεις αυτών της Έξω Μάνης (δυτικός Ταΰγετος) (24 δείγματα) στο 4,9%–8,6% και της Κάτω Μάνης (ανατολικός Ταΰγετος) (23 δείγματα) στο 5,7%–10,9% κοινής καταγωγής με τους Σλάβους αντίστοιχα. Η σλαβική πρόσμιξη που κατέχουν οι δύο τελευταίες ομάδες είναι πέντε έως οκτώ φορές υψηλότερη από αυτή της Μέσα Μάνης, αλλά χαμηλότερη από αυτή που οι άλλοι Πελοποννήσιοι (148 δείγματα - εξαιρουμένων των Τσακώνων) μοιράζονται με τους Σλάβους, οι οποίοι αν και φέρουν σχετικά χαμηλά ποσοστά επίσης, εξακολουθούν να είναι πιο υψηλά συγκριτικά με τους Μανιάτες (και Τσάκωνες) στο 4,8%–14,4%. Παρόλο που οι Τσάκωνες, χωρισμένοι μεταξύ νοτίων (15 δείγματα) και βορείων (9 δείγματα) κατέχουν επίσης χαμηλά ποσοστά κοινής καταγωγής με τους Σλάβους στο 0,2%–0,9% και 3,9%–8,2% αντίστοιχα, παραμένουν ένας ξεχωριστός πληθυσμός συνάμα και από τους Μανιάτες αλλά και από τους υπόλοιπους Πελοποννήσιους, κάτι που αποδίδεται στο φαινόμενο του "isolation by distance" και τη πιθανότητα ότι η Τσακωνιά στην αρχαιότητα κατοικούταν από δωρικόφωνους Ίωνες (κατά τον Ηρόδοτο), ενώ οι ομοίως συντηρητικοί Μανιάτες από πραγματικούς Δωριείς.[26]