Οι Ηνωμένες Πολιτείες πέτυχαν τη μεγαλύτερη χερσαία νίκη τους στον πόλεμο του 1812 στη Νέα Ορλεάνη. Η μάχη απέτρεψε μια βρετανική προσπάθεια απόκτησης του ελέγχου ενός κρίσιμου αμερικανικού λιμανιού και ανύψωσε τον υποστράτηγο Άντριου Τζάκσον σε εθνικό ήρωα.
Η μάχη της Νέας Ορλεάνης υπήρξε το αποκορύφωμα της πεντάμηνης εκστρατείας του κόλπου του Μεξικού (Σεπτέμβριος 1814 έως Φεβρουάριος 1815) από τη Βρετανία ως προσπάθεια κατάληψης της ίδιας της πόλης, αλλά και της δυτικής Φλόριντα και πιθανώς ολόκληρης της επικρατείας της Λουιζιάνα. Η βρετανική εκστρατεία κατά της Νέας Ορλεάνης ξεκίνησε στις 14 Δεκεμβρίου 1814, στη ναυμαχία της λίμνης Μπορν (αγγλικά: Borgne) όπου πολλές αψιμαχίες είχαν σημειωθεί τις προγούμενες εβδομάδες. Η μάχη έλαβε χώρα 15 ημέρες μετά την υπογραφή της Συνθήκης της Γάνδης στο Βέλγιο, η οποία είχε τερματίσει επίσημα τον αγγλοαμερικανικό πόλεμο του 1812 στις 24 Δεκεμβρίου 1814, αν και δεν επικυρώθηκε από το Κογκρέσο των Ηνωμένων Πολιτειών (και επομένως δεν τέθηκε σε ισχύ) μέχρι τις 16/17 Φεβρουαρίου 1815, λόγω των περιορισμένων επικοινωνιακών μέσων της εποχής. Ως αποτέλεσμα οι ένοπλες συγκρούσεις συνεχίστηκαν μέχρι τις αρχές του επόμενου έτους (1815).[4]
Η Βρετανία είχε στείλει μεταξύ 11.000 και 14.450 στρατιώτες, χίλιοι από τους οποίους προέρχονταν από την βρετανόκτητη Ινδία, την Τζαμάικα, τα Μπαρμπάντος και τις Μπαχάμες, καθώς και Αμερικανούς μαύρους σκλάβους που διέφυγαν στις βρετανικές γραμμές ελκυσμένοι από την υπόσχεση της ελευθερίας, υπό τη διοίκηση του στρατηγούΈντουαρντ Πέικναμ για να πολεμήσουν στην εκστρατεία της Λουιζιάνα. Οι εκστρατευτικές μονάδες απαρτίζονταν επίσης και από άνδρες του στρατού και του ναυτικού που πολέμησαν στους Ναπολεόντειους πολέμους στην Ευρώπη, καθώς και από βετεράνους άλλων θεάτρων του αγγλοαμερικανικού πολέμου του 1812. Ο αντιναύαρχος Αλεξάντερ Κοχρέιν είχε την ευθύνη του βρετανικού ναυτικού στα αμερικανικά ύδατα και διηύθυνε ναυτικές αψιμαχίες στον κόλπο του Μεξικού.
Οι δυνάμεις των Ηνωμένων Πολιτειών την εποχή της Μάχης της Νέας Ορλεάνης ήταν πολύ μικρότερες σε σχέση με τις βρετανικές - κάπου μεταξύ 3.500 και 5.000 ανδρών. Αυτό το απόσπασμα αποτελούνταν από στρατεύματα των Ηνωμένων Πολιτειών, της πολιτοφυλακής του Κεντάκι, του Τενεσί, του Μισισίπι και της Λουιζιάνα, ακόμη και από πειρατές και μαύρους σκλάβους, στους οποίους είχαν υποσχεθεί ελευθερία. Ο υποστράτηγος Άντριου Τζάκσον, διοικητής της Έβδομης Στρατιωτικής Περιφέρειας, ηγήθηκε των δυνάμεων των Ηνωμένων Πολιτειών στην αποκαλούμενη εκστρατεία του Κόλπου κατά της Βρετανίας. Ένας ένθερμος επεκτατιστής και χαρισματικός ηγέτης, ο Τζάκσον ενέπνευσε τους άνδρες του και τον τοπικό πληθυσμό να πολεμήσουν και να νικήσουν τους Βρετανούς. [5]
Ύστερα από τις πρώτες συγκρούσεις ο βρετανικός στρατός, υπό την ηγεσία του στρατηγού Έντουαρντ Πέικναμ, εξαπέλυσε ευρείας κλίμακας επίθεση στις 8 Ιανουαρίου 1815. Οι αμερικανικές δυνάμεις στοιβάχθηκαν πίσω από τις πρωτόγονες οχυρώσεις μεταξύ του Μισισιπή και ενός κοντινού βάλτου και εγκατέστησαν μια συστοιχία κανονιών στην απένταντι όχθη του ποταμού. Ο Πέικναμ σχεδίαζε να στείλει μία διμοιρία να διασχίσει το ποτάμι, να καταλάβει τα κανόνια και να αρχίσει να βάλει κατά των αμερικανικών γραμμών από τα νώτα τους, όμως καθυστέρησε. Έτσι, προτίμησε να στείλει το πεζικό του σε δύο φάλαγγες.[6] Το βρετανικό πυροβολικό επικεντρωνόταν στα αμερικανικά κανόνια, ενώ αντιθέτως το αμερικανικό βομβάρδιζε το πεζικό που προχωρούσε· ταυτόχρονα, η πρωινή ομίχλη καταλάγιασε και οι Βρετανοί βρέθηκαν εκτεθειμένοι. Με τα μουσκέτα και τα κανόνια των Αμερικανών να τους «θερίζουν», ελάχιστοι από τους Βρετανούς στρατιώτες κατάφεραν να φθάσουν μέχρι τις αμερικανικές γραμμές. Παρά το μεγάλο βρετανικό πλεονέκτημα σε αριθμούς, στρατιωτική εκπαίδευση και πολεμική εμπειρία, οι αμερικανικές δυνάμεις απέκρουσαν μία κακώς εκτελεσμένη επίθεση σε ένα χρονικό διάστημα ίσο της μισής ώρας. Η Αμερικανική πλευρά υπέστησε μόλις 71 απώλειες, ενώ η βρετανική πάνω από 2.000, συμπεριλαμβανομένων των θανάτων του στρατηγού Πέικναμ και του δεξιού του χεριού, του υποστράτηγου Σάμιουελ Γκιμπς. Η καθοριστική νίκη των Αμερικανών στην Μάχη της Νέας Ορλεάνης έδωσε τεράστια ψυχολογική ώθηση στις νεοϊδρυθείσες Ηνωμένες Πολιτείες.[7][8]