Μέρα γιορτής Jour de fête | |
---|---|
Σκηνοθεσία | Ζακ Τατί |
Σενάριο | Ζακ Τατί, Henri Marquet και René Wheeler |
Πρωταγωνιστές | Ζακ Τατί, Πολ Φρανκέρ, Γκι Ντεκόμπλ, André Pierdel, Henri Marquet, Jacques Beauvais και Robert Balpo |
Φωτογραφία | Jacques Sauvageot |
Πρώτη προβολή | 1950, 31 Δεκεμβρίου 1949 (Γερμανία)[1] και 1949[2] |
Διάρκεια | 76 λεπτά |
Προέλευση | Γαλλία |
Γλώσσα | Γαλλικά |
Σχετικά πολυμέσα | |
δεδομένα ( ) |
Η Μέρα γιορτής (γαλλικά: Jour de fête) είναι γαλλικής κωμωδία του 1949 με πρωταγωνιστή τον Ζακ Τατί στο σκηνοθετικό του ντεμπούτο σε μεγάλου μήκους ταινία στον ρόλο ενός ανίκανου και αφηρημένου ταχυδρόμου σε ένα παραδοσιακό χωριό της Γαλλίας. Η ταινία είναι γυρισμένη κυρίως μέσα και γύρω από το Σεν-Σεβέρ-σιρ-Εντρ, όπου είχε ζήσει ο Τατί κατά τη διάρκεια της γερμανικής Κατοχής, ενώ οι περισσότεροι ηθοποιοί ήταν άγνωστοι και οι κάτοικοι του χωριού εμφανίστηκαν ως κομπάρσοι.
Σε μια επίσημη αργία, ένα αγόρι παρακολουθεί μια πομπή να φτάνει στο χωριό του. Ανάμεσα στους ντόπιους είναι ο Φρανσουά, ο συμπαθής και ταραχώδης ταχυδρόμος, τον οποίο όλοι συμπαθούν, αλλά κανείς δεν παίρνει στα σοβαρά. Ο Μαρσέλ και ο Ροζέρ, οι δύο άντρες επικεφαλής της πομπής, τον μεθούν. Σε ένα αντίσκοινο, ο κόσμος παρακολουθεί ένα προπαγανδιστικό ντοκιμαντέρ που αντιπαραβάλλει την απίστευτη αποτελεσματικότητα των αμερικανικών ταχυδρομείων με τα απαρχαιωμένα γαλλικά ταχυδρομεία. Οι χωριανοί αποφασίζουν ότι πρέπει να ενημερωθεί ο Φρανσουά και, αν και διαθέτει μόνο ποδήλατο, πρέπει να αρχίσει να φτάνει σε υπερατλαντικές ταχύτητες στην παράδοση της αλληλογραφίας. Στο τέλος, εξουθενωμένος από τις ξέφρενες προσπάθειές του, σταματάει για να βοηθήσει μια οικογένεια να φορτώσει το φρεσκοκομμένο σανό της σε ένα κάρο, ενώ το αγόρι από την εναρκτήρια σκηνή ολοκληρώνει την παράδοση της αλληλογραφίας στη θέση του Φρανσουά.
Στο Μέρα γιορτής, αρκετά χαρακτηριστικά της δουλειάς του Τατί εμφανίζονται πρώτη φορά σε ταινία μεγάλου μήκους. Σε μεγάλο βαθμό, πρόκειται για μια κωμωδία στα χνάρια της βουβής παράδοσης, με διαλόγους που χρησιμοποιούνται κατά καιρούς για να αφηγηθούν μέρος της ιστορίας και μια ηλικιωμένη με μια κατσίκα να εμφανίζεται ενίοτε ως σιβυλλική σχολιάστρια. Η μουσική είναι ως επί το πλείστον μέρος της πληκής, αφού προέρχεται από το καρουζέλ, την μπάντα πνευστών του χωριού και την πιανόλα στο μπαρ. Τα ηχητικά εφέ είναι ζωτικής σημασίας, με ευφάνταστη χρήση φωνών και άλλων ήχων του περιβάλλοντος, ιδιαίτερα των πουλιών, που προσδίδουν ατμόσφαιρα και χιούμορ.
Απεικονίζοντας νοσταλγικά έναν τρόπο ζωής που ήδη εξαφανιζόταν, όπου οι χωρικοί δεν έχουν ακόμη αυτοκίνητα ούτε τρακτέρ και το νερό προέρχεται από αντλία, η ταινία εισάγει το βασικό θέμα των ταινιών του Τατί. Αντί για ολοκληρωμένα άτομα βαθιά ριζωμένα στις κοινότητες, οι αλλαγές στη δυτική κοινωνία μετέτρεπαν τους ανθρώπους σε χειριστές τεχνολογίας και καταναλωτές των προϊόντων της. Αν και μεγάλο μέρος αυτής της τάσης προήλθε από τις ΗΠΑ, η Γαλλία πλησίαζε γρήγορα.[3] Οι κριτικοί έχουν σημειώσει πώς ο Τατί μετατρέπει το ανθρώπινο σώμα, με τους φυσιολογικούς του περιορισμούς, σε ένα είδος μηχανής που εκτελεί εργασίες.[4]
Ένας κρυφός παράγοντας σε αυτήν και τις επόμενες ταινίες είναι ότι ο παλιός κόσμος της αγροτικής Γαλλίας παρουσιάζεται με καμπύλες, στον χώρο και στον χρόνο, με τους ανθρώπους και τα ζώα τους να ακολουθούν ρευστά και χαλαρά προγράμματα, ενώ ο νέος κόσμος με πρότυπο τις ΗΠΑ και την αποτελεσματικότητα που προβάλλει,[5] λειτουργεί σε ευθεία γραμμή μέσα σε άκαμπτα χρονικά πλαίσια, που συμβολίζονται από τον Φρανσουά που αγωνίζεται να επιταχύνει τη διαδρομή του.
Η ταινία γυρίστηκε αρχικά τόσο σε ασπρόμαυρο φιλμ όσο και σε Thomsoncolor, μια πειραματική τότε τεχνική έγχρωμης ταινίας. Ο Τατί χρησιμοποίησε και τις δύο μορφές, φοβούμενος ότι το Thomsoncolor μπορεί να μην είναι πρακτικό, μια ανησυχία που αποδείχτηκε βάσιμη όταν η εταιρεία δεν κατάφερε να ολοκληρώσει την επεξεργασία. Στη συνέχεια κυκλοφόρησε μια έγχρωμη έκδοση, με έναν πρόλογο που περιγράφει λεπτομερώς την αποτυχία της αρχικής έγχρωμης εγγραφής και υποστηρίζει ότι η νέα έκδοση είναι σύμφωνη με τις προθέσεις του σκηνοθέτη. Αυτή η έκδοση είναι στην πραγματικότητα έργο της Σοφί Τατισέφ, μοντέρ και κόρης του Ζακ Τατί, και του Φρανσουά Εντ, διευθυντή φωτογραφίας, οι οποίοι επιμελήθηκαν σχολαστικά και αποκατέστησαν την ταινία από το αρχικό αρνητικό που είχε διατηρηθεί και αποθηκευτεί επί χρόνια. Η συσκευή που επέτρεψε την επαναφορά των χρωμάτων αποκαταστάθηκε και επέτρεψε, περισσότερα από σαράντα χρόνια μετά τα γυρίσματα, να παραχθούν τα αρχικά χρώματα της ταινίας.
Βάση για την ταινία αποτέλεσε μια ταινία μικρού μήκους του Τατί με τίτλο«Σχολή ταχυδρόμων» (1947).[6]
Πάνω από 7 εκατομμύρια εισιτήρια για την ταινία Μέρα γιορτής είχαν πουληθεί στους γαλλικούς κινηματογράφους μέχρι το 2015, καθιστώντας την μία από τις 40 πιο δημοφιλείς γαλλικές ταινίες όλων των εποχών.[7]
Η ταινία Μέρα γιορτής απέσπασε βραβείο καλύτερου σεναρίου στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Βενετίας του 1949.[8]
Στον ιστότοπο Rotten Tomatoes, η ταινία έχει βαθμολογία αποδοχής 100% με βάση 21 κριτικές, με σταθμισμένη μέση βαθμολογία 8,3/10.[9]