Μαφία του Σικάγου | |
---|---|
Ένα από τα πιο γνωστά αφεντικά της Μαφίας του Σικάγο ήταν ο Αλ Καπόνε. | |
Ίδρυση | 1910 |
Ιδρυτικά μέλη | Jim Colosimo |
Τόπος ίδρυσης | Σικάγο |
Έτη δράσης | 1910 - σήμερα |
Περιοχές | Σικάγο Λας Βέγκας Καλιφόρνια |
Εθνικότητα | Ιταλοί |
Εγκληματικές δραστηριότητες | Εκβιασμός, Τοκογλυφία, Πολιτική Διαφθορά, Πορνεία, Διακίνηση Ναρκωτικών, Διακίνηση Όπλων, Παράνομος Τζόγος, Απάτη,Δολοφονία, Απαγωγή, Ληστεία, Δωροδοκία, Ξέπλυμα μαύρου χρήματος.[1] |
Η Μαφία του Σικάγου (αγγλικά: Chicago Outfit) είναι εγκληματική οργάνωση στο Σικάγο στην πολιτεία των ΗΠΑ Ιλλινόις. Ιδρύθηκε το 1910 και αναπτύχθηκε κατά την διάρκεια της Ποτοαπαγόρευσης στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Η μαφία του Σικάγου ανέβηκε στην εξουσία τη δεκαετία του 1920 υπό τον έλεγχο του Τζόνι Τόριο και του Αλ Καπόνε και η περίοδος σημαδεύτηκε από αιματηρούς πολέμους συμμοριών για τον έλεγχο της διανομής παράνομου αλκοόλ κατά τη διάρκεια της ποτοαπαγόρευσης. Έκτοτε, έχει εμπλακεί σε ένα ευρύ φάσμα εγκληματικών δραστηριοτήτων, όπως τοκογλυφία, παράνομο τζόγο, πορνεία, εκβιασμό, πολιτική διαφθορά και δολοφονίες. Ο Καπόνε καταδικάστηκε για φοροδιαφυγή το 1931 και την μαφία διηύθυνε στη συνέχεια ο Πωλ Ρίκα. Μοιράστηκε την εξουσία με τον Τόνι Ακάρντο από το 1943 μέχρι το θάνατό του το 1972. Ο Ακάρντο έγινε η μοναδική δύναμη στη μαφία μετά το θάνατο του Ρίκα και ήταν ένα από τα μακροβιότερα αφεντικά όλων των εποχών μετά το θάνατό του το 1992.
Αν και ποτέ δεν είχε το πλήρες μονοπώλιο του οργανωμένου εγκλήματος στο Σικάγο, η μαφία του Σικάγου ήταν εδώ και πολύ καιρό η πιο ισχυρή, βίαιη και μεγαλύτερη εγκληματική οργάνωση στο Σικάγο και στις Μεσοδυτικές περιοχές γενικότερα. Σε αντίθεση με άλλες συμμορίες της μαφίας, όπως οι πέντε οικογένειες της Νέας Υόρκης, η οργάνωση του Σικάγου ήταν μια ενοποιημένη συμμορία από την ίδρυση της.[2] Η επιρροή της στο αποκορύφωμά της εκτεινόταν μέχρι την Καλιφόρνια, τη Φλόριντα και τη Νεβάδα και συνεχίζει να λειτουργεί σε όλες τις Μεσοδυτικές Ηνωμένες Πολιτείες και τη Νότια Φλόριντα, καθώς και στο Λας Βέγκας και σε άλλα μέρη των Νοτιοδυτικών Ηνωμένων Πολιτειών. Ωστόσο η αυξημένη προσοχή της επιβολής του νόμου και η γενική φθορά οδήγησαν στη σταδιακή παρακμή της από τα τέλη του 20ου αιώνα, αν και συνεχίζει να είναι μία από τις σημαντικότερες και πιο δραστήριες ομάδες οργανωμένου εγκλήματος στη μητροπολιτική περιοχή του Σικάγου και στην περιοχή των Μεσοδυτικών Πολιτειών.
Τα πρώτα χρόνια του οργανωμένου εγκλήματος στο Σικάγο, στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα, σημαδεύτηκαν από τη διαίρεση διαφόρων συμμοριών του δρόμου που έλεγχαν τη Νότια Πλευρά (South Side) και τη Βόρεια Πλευρά (North Side), καθώς και τις οργανώσεις της Μικρής Ιταλίας. Τα μετέπειτα χρόνια, η μαφία του Σικάγου αποτελούνταν από διάφορες συμμορίες του δρόμου που έλεγχαν διαφορετικές περιοχές γύρω από το Σικάγο, συμπεριλαμβανομένων των Έλμγουντ Παρκ Μέλροουζ Παρκ, Σικάγο Χέιτς, οδού Ρας, Γκραντ Άβενιου και Τσάιναταουν.[2]
Ο Μπιγκ Τζιμ Κολοσίμο συγκέντρωσε τον έλεγχο στις αρχές του 20ου αιώνα. Ο Κολοσίμο γεννήμενος στην Καλαβρία της Ιταλίας το 1878, μετανάστευσε στο Σικάγο το 1895, όπου καθιερώθηκε ως εγκληματίας. Μέχρι το 1909, με τη βοήθεια του Τζόνι Τόριο από τη Νέα Υόρκη στο Σικάγο, ήταν αρκετά επιτυχημένος ώστε να πάρει μεγάλο μερίδιο από την εγκληματική δραστηριότητα της οργάνωσης Black Hand. [3][4] Ο Κολοσίμο, επίσης «καλλιέργησε βαθιές πολιτικές διασυνδέσεις» αφού «υπηρέτησε ως λοχαγός στην οργάνωση της First Ward Alderman Couglin and Kenna, και αργότερα έγινε εισπράκτορας παράνομων κερδών και διανομέας δωροδοκιών στην επαρχιακή περιφέρεια Λέβι, η οποία του παρείχε γενική πολιτική προστασία».[5]
Το 1919, ο Καπόνε έφυγε επίσης από τη Νέα Υόρκη για το Σικάγο μετά από πρόσκληση του Τόριο. Ο Καπόνε ξεκίνησε στο Σικάγο ως λογιστής σε έναν οίκο ανοχής, όπου προσβλήθηκε από σύφιλη. Η έγκαιρη θεραπεία πιθανότατα θα μπορούσε να είχε εξαλείψει τη λοίμωξη, αλλά προφανώς δεν αναζήτησε ποτέ θεραπεία.[6]
Όταν η ποτοαπαγόρευση τέθηκε σε ισχύ το 1920, ο Τόριο πίεσε τη συμμορία να μπει σε παράνομη παραγωγή και διακίνηση αλκοόλ, ωστόσο ο Μπιγκ Τζιμ Κολοσίμο αρνήθηκε πεισματικά. Τον Μάρτιο του 1920, ο Κολοσίμο εξασφάλισε το διαζύγιο από τη σύζυγό του και την ξαδέρφη του Τόριο, Βικτώρια Μορέσκο. [7] Ένα μήνα αργότερα, αυτός και η τραγουδίστρια Ντέιλ Γουίντερ έφυγαν στο Γουέστ Μπάνεν Σπρινγκς της Ιντιάνα. Μετά την επιστροφή τους, ο Κολοσίμο αγόρασε ένα σπίτι στη Νότια Πλευρά.[7] Στις 11 Μαΐου 1920, ο Τόριο τηλεφώνησε στον Κολοσίμο και του είπε ότι μια αποστολή επρόκειτο να φτάσει στο εστιατόριό του. Ο Κολοσίμο πήγε εκεί για να το περιμένει, αλλά αντ' αυτού, δέχθηκε ενέδρα και δολοφονήθηκε.[8]
Με την έναρξη της ποτοαπαγόρευσης στις Ηνωμένες Πολιτείες, το νέο αφεντικό της μαφίας Τζόνι Τόριο και ο υπαρχηγός του Αλ Καπόνε είδαν την ευκαιρία να βγάλουν χρήματα και να επεκτείνουν περαιτέρω την εγκληματική τους αυτοκρατορία εκβιάζοντας μικρές επιχειρήσεις. Με τον Καπόνε να αναλαμβάνει τον ρόλο ενός πραγματικού επιχειρηματία και συνεργάτη του ιδιοκτήτη, η μαφία είχε έναν νόμιμο τρόπο να αντλεί τα χρήματά της, γεγονός που απέτρεψε την ενοχοποίηση και την αυξήμενη προσοχή από τις αρχές επιβολής του νόμου.[9]
Ο Τόριο ήταν επικεφαλής μιας ουσιαστικά ιταλικής ομάδας οργανωμένου εγκλήματος που ήταν η μεγαλύτερη στην πόλη, με τον Καπόνε ως το δεξί του χέρι. Ήταν επιφυλακτικός μήπως παρασυρθεί σε πολέμους συμμοριών και προσπάθησε να διαπραγματευτεί συμφωνίες για τις περιοχές μεταξύ αντίπαλων εγκληματικών ομάδων. Η μικρότερη συμμορία της Νότιας Πλευράς με επικεφαλής τον Ντιν Ο'Μπάνιον ήταν μικτής εθνότητας και δέχθηκε πίεση από τους αδελφούς Τζένα που ήταν σύμμαχοι με τον Τόριο. Ο Ο'Μπάνιον διαπίστωσε ότι ο Τόριο δεν ήταν χρήσιμος με την καταπάτηση των Τζένα στη Βόρεια Πλευρά, παρά τις αξιώσεις του ότι ήταν ένας διακανονιστής διαφορών. [10] Τα «τρομερά» αδέρφια Τζένα, όπως ήταν γνωστοί (Πίτερ, Τζέιμς, Άντζελο, Τόνι, Σαμ και Μάικ), ήταν γνωστοί για την σκληρότητά τους και την ασυγκράτητη διάθεσή τους.[11] Σε ένα μοιραίο βήμα, ο Τόριο είτε κανόνισε είτε αποδέχτηκε τη δολοφονία του Ο'Μπάνιον στο ανθοπωλείο του στις 10 Νοεμβρίου 1924. Αυτό τοποθέτησε τον Χάιμι Γουέις επικεφαλής της συμμορίας, με την υποστήριξη του Βίνσεντ Ντρούτσι και του Μπαγκς Μοράν. Ο Γουές ήταν στενός φίλος του Ο'Μπάνιον και η συμμορία της Νότιας Πλευράς έθεσε ως προτεραιότητα την εκδίκηση των δολοφόνων του.[12][13][14]
Στα τέλη του 1924, η συμμορία Τόριο-Καπόνε είχε μεταξύ 300-400 μέλη, ενώ η συμμορία της Νότιας Πλευράς μπορούσε να υπολογίζει σε περίπου 200 άντρες.[15]
Τον Ιανουάριο του 1925, ο Καπόνε δέχτηκε ενέδρα, αφήνοντάς τον να τραυματιστεί. Δώδεκα μέρες αργότερα, στις 24 Ιανουαρίου, ο Τόριο επέστρεφε από ψώνια με τη σύζυγό του Άννα, όταν πυροβολήθηκε πολλές φορές. Μετά την ανάρρωσή του, ουσιαστικά παραιτήθηκε και παρέδωσε τον έλεγχο στον Καπόνε, ηλικίας 26 ετών, ο οποίος έγινε το νέο αφεντικό μιας οργάνωσης που περιλάμβανε παράνομα ζυθοποιεία και ένα δίκτυο μεταφορών που έφτανε στον Καναδά, με πολιτική προστασία και προστασία από την επιβολή του νόμου. [16] Ο Τόριο που επηρέασε σε μεγάλο βαθμό το σύγχρονο οργανωμένο έγκλημα, αποσύρθηκε στη Νέα Υόρκη και ενήργησε ως σύμβουλος της μαφίας της Νέας Υόρκης βοηθώντας στη δημιουργία της διαβόητης «Επιτροπής». [17] Με τη σειρά του, ο Καπόνε μπόρεσε να χρησιμοποιήσει περισσότερη βία για να αυξήσει τα έσοδα του. Ένα κατάστημα που αρνιόταν να αγοράσει ποτό από αυτόν συχνά ανατινάζονταν και 100 άνθρωποι σκοτώθηκαν σε τέτοιες βομβιστικές ενέργειες κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1920.
Το 1925-1926 ήταν τα πιο βίαια χρόνια του «Πολέμου της μπύρας» του Σικάγου, όπου δολοφονήθηκαν 133 γκάνγκστερς. [11] Οι αντίπαλοι έβλεπαν τον Καπόνε ως υπεύθυνο για τον πολλαπλασιασμό των οίκων ανοχής στην πόλη.[14][18][19][20]
Ο Καπόνε θεωρήθηκε ευρέως ότι ήταν υπεύθυνος για τη σφαγή της ημέρας του Αγίου Βαλεντίνου το 1929 σε μια προσπάθεια εξάλειψης του Μπαγκς Μόραν, του επικεφαλής της συμμορίας της Νότιας Πλευράς. Εκείνο το μοιραίο και κρύο πρωινό του Φεβρουαρίου, 4 εκτελεστές του Καπόνε (δύο ντυμένοι αστυνομικοί) μπήκαν στο γκαράζ της εταιρείας SMC Cartage Company που βρίσκεται στην οδό Κλαρκ. Εκεί υπήρχαν επτά άντρες της συμμορίας του Μοράν, οι οποίοι περίμεναν ένα φορτίο αλκοολούχων ποτών. Και οι επτά άνδρες παρατάχθηκαν στον τοίχο σε μια ψεύτικη αστυνομική επιδρομή και πυροβολήθηκαν μέχρι θανάτου. Ο Μοράν ξέφυγε από τη μοίρα του ελάχιστα φτάνοντας κατά λάθος αργά στη συνάντηση. [11] Ο Μοράν ήταν ο τελευταίος επιζών των ενόπλων στη Βόρεια πλευρά. Η διαδοχή του προέκυψε επειδή οι εξίσου επιθετικοί προκάτοχοί του, Βίνσεντ Ντρούτσι και Χάιμι Γουές, είχαν σκοτωθεί από τον αιματηρό πόλεμο που ακολούθησε τη δολοφονία του αρχικού ηγέτη Ντιν Ο'Μπάνιον.[21][22][23]
Ο Αλ Καπόνε καταδικάστηκε για τρεις κατηγορίες φοροδιαφυγής στις 17 Οκτωβρίου 1931 [24][25][26] και καταδικάστηκε μια εβδομάδα αργότερα σε 11 χρόνια σε ομοσπονδιακή φυλάκιση, με πρόστιμο 50.000 δολάρια συν 7.692 δολάρια για δικαστικά έξοδα και θεωρήθηκε υπεύθυνος για 215.000 δολάρια συν τόκους που οφείλονταν για τους αναδρομικούς φόρους του.[27][28][29][30]
Ο Καπόνε πέθανε αργότερα από καρδιακή ανεπάρκεια ως αποτέλεσμα αποπληξίας στις 25 Ιανουαρίου 1947..[31][32]
Το 1931, ο Φρανκ Νίτι καταδικάστηκε επίσης για φοροδιαφυγή και οδηγήθηκε στη φυλακή. Ωστόσο, ο Νίτι εξέτισε ποινή 18 μηνών.[33] Όταν ο Νίτι αφέθηκε ελεύθερος στις 25 Μαρτίου 1932, πήρε τη θέση του ως το νέο αφεντικό της συμμορίας Καπόνε. [33]Μερικοί ιστορικοί ισχυρίζονται ότι ο Νίτι ήταν ένα απλώς ένα αφεντικό βιτρίνα ενώ ο Πωλ Ρίκα ήταν το πραγματικό αφεντικό της μαφίας του Σικάγου.[34]
Κατά τη διάρκεια της επόμενης δεκαετίας, η μαφία πέρασε στον εργασιακό εκβιασμό, τον τζόγο και την τοκογλυφία. Γεωγραφικά, αυτή ήταν η περίοδος που η οργάνωση επεκτάθηκε στο Μιλγουόκι και στο Μάντισον, στο Ουισκόνσιν, στο Κάνσας Σίτι και ιδιαίτερα στο Χόλιγουντ και σε άλλες πόλεις της Καλιφόρνια, όπου ο εκβιασμός των εργατικών συνδικάτων της έδωσε ρόλο στη βιομηχανία του κινηματογράφου.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1940, μια χούφτα ηγετικών στελεχών πήγαν στη φυλακή επειδή διαπιστώθηκε ότι εκβίαζαν το Χόλιγουντ ελέγχοντας τα συνδικάτα που συνθέτουν την κινηματογραφική βιομηχανία του Χόλιγουντ και χειραγωγώντας και καταχρεώνοντας το ταμείο συντάξεων των οδηγών φορτηγών Teamsters. [35]Το 1943, ο Ρίκα αποφάσισε να ρίξει την εύθυνη στον Νίτι. Ωστόσο, ο Νίτι είχε διαπιστώσει ότι ήταν κλειστοφοβικός, χρόνια νωρίτερα ενώ βρισκόταν στη φυλακή για 18 μήνες και αποφάσισε να δώσει τέλος στη ζωή του αντί να αντιμετωπίσει περισσότερη ποινή φυλάκισης για τους εκβιασμούς στο Χόλιγουντ. Στη συνέχεια, ο Ρίκα έγινε το πραγματικό αφεντικό, με τον Τόνι Ακάρντο ως υπαρχηγό—η έναρξη μιας συνεργασίας που διήρκεσε σχεδόν 30 χρόνια. Εκείνη την εποχή, η μαφία του Σικάγου άρχισε να φέρνει μέλη της συμμορίας Forty-Two (42), μιας διαβόητης βίαιης συμμορίας νέων. Ανάμεσά τους ήταν οι Σαμ Τζιανκάνα, Σαμ ΝτεΣτέφανο, Φήλιξ Αλντερίσιο και Φιόρε Μπουτσέρι.
Ο Ρίκα στάλθηκε στη φυλακή αργότερα το 1943 για τη συμμετοχή του στο σχέδιο για τον έλεγχο του Χόλιγουντ. Καταδικάστηκε σε 10 χρόνια φυλάκιση, μαζί με αρκετούς άλλους μαφιόζους. Χάρη όμως στις πολιτικές διασυνδέσεις, ολόκληρη η ομάδα των μαφιόζων απελευθερώθηκε μετά από τρία χρόνια, κυρίως χάρη στις προσπάθειες του Μάρεϊ Χάμφρεϊς. Ωστόσο στον Ρίκα ως προϋπόθεση της αποφυλάκισής του επεβλήθηκε περιοριστικός όρος της μη σύνδεσης με άλλους μαφιόζους. Ο Ακάρντο ανέλαβε ονομαστικά την εξουσία ως αφεντικό, αλλά στην πραγματικότητα μοιράστηκε την εξουσία με τον Ρίκα, ο οποίος συνέχισε στα παρασκήνια ως ανώτερος σύμβουλος - μια από τις λίγες περιπτώσεις κοινής εξουσίας στο οργανωμένο έγκλημα.
Ο Ακάρντο επέτρεψε στον Ρίκα την ημι-συνταξιοδότηση το 1957 λόγω κάποιας εμπλοκής του με την Υπηρεσία Φορολογικών Εσόδων των ΗΠΑ. Από τότε, ο Ρίκα και ο Ακάρντο επέτρεψαν σε αρκετούς άλλους να υπηρετήσουν ονομαστικά ως αφεντικά, όπως ο Τζιανκάνα και ο Αλντερίσιο. Τα περισσότερα από αυτά τα αφεντικά προέρχονταν από τη συμμορία των Forty-Two. Ωστόσο, καμία σημαντική επιχειρηματική συναλλαγή δεν έλαβε χώρα χωρίς τη γνώση και την έγκριση του Ρίκα και του Ακάρντο και σίγουρα καμία επιτυχία. Μένοντας στα παρασκήνια, ο Ρίκα και ο Ακάρντο άντεξαν πολύ περισσότερο από τον Καπόνε. Ο Ρίκα πέθανε το 1972, αφήνοντας τον Ακάρντο ως τη μοναδική δύναμη στα παρασκήνια.
Κατά τη διάρκεια των προεδρικών εκλογών του 1960 , πολλοί ισχυρίζονται ότι η Ιταλοαμερικανική μαφία, και ειδικότερα, αυτή του Σικάγου, ενίσχυσε τον υποψήφιο και μετέπειτα πρόεδρο των ΗΠΑ Τζον Φ. Κένεντι. Η στρατηγική για την ενίσχυση των ψήφων για τον Κένεντι ουσιαστικά διέτρεχε τα ελεγχόμενα από τη μαφία συνδικάτα, απειλώντας σωματικά όσους δεν ψήφιζαν τον Κένεντι. Λέγεται μάλιστα ότι ο Τζόζεφ Κένεντι είχε συνάντηση με το αφεντικό της μαφίας Σαμ Τζιανκάνα πριν από τις εκλογές. [36] Υποτίθεται ότι οι Κένεντι και η Μαφία συμφώνησαν ότι εάν ο Τζον εκλεγόταν πρόεδρος, θα σταματούσε τις έρευνες και ποινικές διώξεις κατά της μαφίας. Ωστόσο, μετά τις εκλογές, ο Πρόεδρος Κένεντι στράφηκε κατά του Τζιανκάνα. Οι θεωρίες λένε ότι αυτό ήταν που οδήγησε στην δική του δολοφονία, αλλά και του αδερφού του Ρόμπερτ Κένεντι.
Επιπλέον, πολλοί πιστεύουν ότι η μαφία του Σικάγου συμμετείχε ενεργά μαζί με την Κεντρική Υπηρεσία Πληροφοριών (CIA) στην Επιχείρηση Μανγκούστα[37] , η οποία είχε στόχο την ανατροπή της κουβανικής κυβέρνησης υπό τον Φιντέλ Κάστρο. Σε αντάλλαγμα για τη βοήθειά της, η μαφία του Σικάγου επρόκειτο να αποκτήσει πρόσβαση στα πρώην καζίνο της. [38]Η μαφία απέτυχε σε αυτό το εγχείρημα και αντιμετώπισε αυξανόμενες κατηγορίες υπό τη κυβέρνηση του προέδρου Τζον Κένεντι.
Η μαφία του Σικάγου έφτασε στο απόγειο της ισχύος της στις αρχές της δεκαετίας του 1960. Ο Ακάρντο χρησιμοποίησε το συνταξιοδοτικό ταμείο των οδηγών φορτηγών Teamsters, με τη βοήθεια των Μέγερ Λάνσκι και Τζίμι Χόφα, για να εμπλακεί σε μαζικό ξέπλυμα χρήματος μέσω των καζίνο της μαφίας. Οι δεκαετίες του 1970 και του 1980 ήταν μια δύσκολη περίοδος για την οργάνωση, καθώς οι αρχές επιβολής του νόμου συνέχισαν να διεισδύουν στον οργανισμό, υποκινούμενοι από πολιτικούς. Τα παράνομα στοιχήματα μείωσαν τα κέρδη τους από τις στοιχηματικές εταιρίες και τα παράνομα καζίνο δεν άντεξαν στον ανταγωνισμό από τα νόμιμα καζίνο. Δραστηριότητες όπως η κλοπή αυτοκινήτων και τα επαγγελματικά αθλητικά στοιχήματα δεν αντικατέστησαν τα χαμένα κέρδη.
Η μαφία του Σικάγου έλεγχε τα καζίνο στο Λας Βέγκας και υπεξαίρεσε εκατομμύρια δολάρια κατά τη διάρκεια αρκετών δεκαετιών. Πιο πρόσφατα, κορυφαία στελέχη της μαφίας έχουν κριθεί ένοχα για εγκλήματα που χρονολογούνται ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του 1960. Φημολογήθηκε ότι τα 2 εκατομμύρια δολάρια που αφαιρέθηκαν από τα καζίνο στην υπόθεση του 1986 χρησιμοποιήθηκαν για την οικοδόμηση της Ιταλικής Αμερικάνικης Λέσχης, ιδρυτής της οποίας ήταν ο Άντζελο Λα Πιέτρα.
Ο Άλεν Ντόρφμαν, βασικό πρόσωπο στις επιχειρήσεις υπεξαίρεσης χρημάτων της μαφίας, διερευνήθηκε από το Υπουργείο Δικαιοσύνης. Το 1982, το FBI υπέκλεψε τις προσωπικές και εταιρικές τηλεφωνικές γραμμές του Ντόρφμαν και μπόρεσε να συγκεντρώσει τα στοιχεία που απαιτούνταν για να τον καταδικάσει και αρκετούς από τους συνεργάτες του για απόπειρες δωροδοκίας ενός γερουσιαστή για να απαλλαγούν από τα ποσοστά της βιομηχανίας φορτηγών. Εάν ο Ντόρφμαν πετύχαινε, η μαφία θα είχε τεράστιο κέρδος. Αυτό ήταν γνωστό ως Επιχείρηση Πέντορφ και ήταν ένα τεράστιο πλήγμα για την μαφία του Σικάγου.[39]
Ο Ακάρντο πέθανε το 1992. [40] Σε ένα μέτρο του πόσο επιτυχώς είχε καταφέρει να μείνει μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας καθώς δεν πέρασε ούτε μια μέρα στη φυλακή (ή πέρασε μόνο μια μέρα, ανάλογα με την πηγή) παρά το αρχείο σύλληψης που χρονολογείται από το 1922. Η μετάβαση από τον Ακάρντο στην επόμενη γενιά των αφεντικών της μαφίας ήταν περισσότερο μια διοικητική αλλαγή παρά μια μάχη εξουσίας, διαφορετική από τον τρόπο με τον οποίο πραγματοποιούνται οι μεταβάσεις της ηγεσίας του οργανωμένου εγκλήματος στη Νέα Υόρκη.
|name-list-style=
ignored (βοήθεια) (Published for the traveling exhibition of Lombardi's work, Mark Lombardi Global Networks).