Μισθωτή εργασία

Ο όρος μισθωτή εργασία αναφέρεται στην κοινωνικοοικονομική σχέση μεταξύ ενός εργαζομένου και ενός εργοδότη στην οποία ο εργαζόμενος παραχωρεί την εργατική του δύναμη υπό μια επίσημη σύμβαση..[1] Αυτές οι συναλλαγές πραγματοποιούνται συνήθως σε μια αγορά εργασίας όπου οι μισθοί καθορίζονται από την αγορά.[2]

Στις σύγχρονες μικτές οικονομίες, όπως αυτές των χωρών του ΟΟΣΑ, είναι σήμερα η πιο κοινή μορφή διευθέτησης εργασίας. Αν και το μεγαλύτερο μέρος της εργασίας οργανώνεται σύμφωνα με αυτήν τη δομή.

Η μισθωτή εργασία έχει επικριθεί ως μορφή δουλείας. Ως αποτέλεσμα, ο όρος «μισθωτή δουλεία» χρησιμοποιείται συχνά ως υποτιμητικός όρος για τη μισθωτή εργασία.[3]

  1. Steinfeld 2009, σελ. 3: "All labor contracts were/are designed legally to bind a worker in one way or another to fulfill the labor obligations the worker has undertaken. That is one of the principal purposes of labor contracts."
  2. Deakin & Wilkinson 2005
  3. Hallgrimsdottir & Benoit 2007; Roediger 2007a.
    The term is not without its critics, as Roediger 2007b, σελ. 247, notes: "[T]he challenge to lose connections of wage (or white) slavery to chattel slavery was led by Frederick Douglass and other Black, often fugitive, abolitionists. Their challenge was mercilessly concrete. Douglass, who tried out speeches in work places before giving them in halls, was far from unable to speak to or hear white workers, but he and William Wells Brown did challenge metaphors regarding white slavery sharply. They noted, for example, that their escapes from slavery had left job openings and wondered if any white workers wanted to take the jobs."