Μουσική σημειογραφία ή μουσική γραφή ονομάζεται κάθε συμβολογραφικό σύστημα, μέσω του οποίου καταγράφονται τα διάφορα είδη μουσικής. Το πλέον διαδεδομένο τέτοιο σύστημα είναι το Δυτικό, ενώ μεγάλης σπουδαιότητας -μεταξύ άλλων- θεωρούνται τα αντίστοιχα συστήματα του Βυζαντίου, της Ινδίας, αλλά και της Αρχαίας Ελλάδας.
Η μουσική σημειογραφία πρωτοεμφανίζεται σε ένα σφηνοειδούς γραφής πλακίδιο της πόλης Νιπούρ (Ιράκ), η οποία χρονολογείται στα 2000 π.Χ. Το κείμενο που φέρει περιέχει αποσπάσματα με μουσικές εκτελεστικές οδηγίες, περιγράφει ότι η μουσική σύνθεση βασίζεται στη διατονική κλίμακα, και ειδικότερα με χρήση των διαστημάτων τρίτης[1]· ένα άλλο πλακίδιο του 1250 π.Χ. εμφανίζει μια εξελιγμένη μορφή της ίδιας σημειογραφίας[2]. Αν και η ερμηνεία της σημειογραφίας αυτής καθεαυτής παραμένει αντικείμενο αμφιλογίας, είναι εντούτοις ξεκάθαρη η αναφορά στα ονόματα των χορδών μιας λύρας, το χόρδισμα της οποίας περιγράφεται σε άλλα πλακίδια[3]. Το ότι οι πληροφορίες που φέρουν τα πλακίδια είναι αποσπασματικές δεν αναιρεί το γεγονός ότι τα εν λόγω πλακίδια αντιπροσωπεύουν μέχρι στιγμής την παλαιότερη μορφή καταγραφής μουσικής σε όλο τον κόσμο[4].
Το σύστημα μουσικής γραφής στην Αρχαία Ελλάδα είχε τη δυνατότητα αναπαράστασης του τονικού ύψους, αλλά και της διάρκειας κάθε νότας· η αναπαράσταση της λειτουργικής αρμονίας ήταν ως έναν βαθμό εντός των δυνατοτήτων της. Υπήρξε σε χρήση από το αργότερο τον 6ο π.Χ. αιώνα, έως τα τέλη του 4ου μ.Χ. αιώνα: από τους οκτώ αυτούς αιώνες μουσικής καταγραφής σώζονται αρκετά έργα, τόσο καθ' ολοκληρίαν, όσο και αποσπάσματα. Ένα τέτοιο ολόκληρο έργο αποτελεί και ο "Επιτάφιος του Σείκιλου", το οποίο χρονολογείται μεταξύ των 2ου π.Χ. και του 1ου μ.Χ. αιώνων, ενώ σε χειρόγραφη μορφή σώζονται τρεις ύμνοι του Κρήτα μουσικού Μεσομήδη. Στο σύστημα αυτό τα μουσικά σύμβολα τοποθετούνται πάνω από το κείμενο (βλ. ένθετο παρ.), μια μουσική σημειογραφία που εξέπεσε την ίδια εποχή με την Παρακμή της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.
Η Βυζαντινή μουσική, ως θρησκευτική φωνητική μουσική, αποτελεί εξέλιξη της Αρχαίας ελληνικής μουσικής: βασίζεται στους τρόπους της Αρχαίας Ελλάδας, φέρει εντούτοις επιρροές από τη μουσική της προ-Ισλαμικής Εγγύς Ανατολής. Το μουσικό της σημειογραφικό σύστημα μοιράζεται πολλά κοινά χαρακτηριστικά με το αντίστοιχο Δυτικό, όπως το ότι είναι δεξιόστροφης κατεύθυνσης και μπορεί να διαμελιστεί σε μουσικά μέτρα. Η ειδοποιός της διαφορά συνίσταται στο ότι τα σύμβολά της δεν αναπαριστούν απόλυτους μουσικούς φθόγγους, αλλά είναι σχετικά το ένα ως προς το άλλο (αναπαριστούν πτώση ή άνοδο του τονικού ύψους, κάτι που έγκειται στον εκτελεστή να αναγνωρίσει κατά την ανάγνωση κάθε συμβόλου προς σύμβολο). Τα σύμβολα αυτά καθεαυτά αποτελούνται κυρίως από οριζόντιες κονδυλιές, οι λεγόμενοι "γάτζοι", ενώ ανάμεσα στα μέτρα εμφανίζονται ως υπενθυμήσεις ολογράφως κάποια φθογγόσημα, καθώς και ενδεχόμενες αλλαγές τρόπου και ρυθμικής αγωγής. Επιπρόσθετα σύμβολα χρησιμοποιούνται για την αναπαράσταση καλλωπισμών, καθώς και για την αρχική ένδειξη του τρόπου (εν είδει μουσικού κλειδιού).
Οι δεδομένοι φθόγγοι που χρησιμοποιούνται στη Βυζαντινή μουσική είναι οι εξής επτά: Πα, Βου, Γα, Δη, Κε, Ζω, Νη, οι οποίοι αντιστοιχούν στις Δυτικές νότες Ρε, Μι, Φα, Σολ, Λα, Σι, Ντο. Οι ακολουθούμενοι τρόποι είναι οκτώ και ονομάζονται "Ήχοι" -κατ' αντιστοιχία του Πυθαγόριου Οκταχόρδου. Στις μέρες μας, η Βυζαντινή μουσική σημειογραφία αποτελεί το πλέον διαδεδομένο σύστημα στις Ορθόδοξες Εκκλησίες, χωρίς ωστόσο να απουσιάζουν παρένθετες δυτικές επιρροές· ιδιαιτέρως οι έμπειροι ψάλτες μπορούν να προσαρμόζονται στο Δυτικό σύστημα, διατηρώντας τους καλλωπισμούς και τα μικροδιαστήματα με εμπειρικό τρόπο.
Το 1252 ο Σάφι αλ-Ντιν αλ-Ουρμάουι ανέπτυξε ένα σύστημα μουσικής σημειογραφίας, όπου η αναπαράσταση του ρυθμού γινόταν μέσω γεωμετρικών παραστάσεων. Έκτοτε, πολλοί θεωρητικοί έχουν συμβάλλει στη μετεξέλιξη αυτού του συστήματος, με κύριο μέσο τη γραφική σημειογραφία. Για παράδειγμα, ένα παρόμοιο γεωμετρικό σύστημα του Κιέλ Γκούσταφσον εξεδόθη το 1987, στο οποίο ο ρυθμός αναπαρίσταται ως δισδιάστατη γραφική παράσταση.[5]
Στο έργο του 7ου μ.Χ. αιώνα "Ετυμολογίαι", ο λόγιος και μουσικοθεωρητικός Ισίδωρος της Σεβίλλης αναφέρει πως είναι αδύνατη η καταγραφή της μουσικής. Παραταύτα, μέχρι τα μέσα του 9ου αιώνα ένα σύστημα με χρήση νευματικής σημειογραφίας είχε αρχίσει να αναπτύσεται σε ευρωπαϊκές μονές, κυρίως για την καταγραφή της λειτουργικής τους μουσικής, το Γρηγοριανό μέλος. Σημείο αναφοράς στο εν λόγω σύστημα αποτελούν τα νεύματα, κάτι που συντάσσεται ήδη με τη Βυζαντινό μουσικοσημειογραφικό σύστημα. Το πρωιμότερο τέτοιο σύστημα, γνωστό και ως Musica disciplina, εμφανίζεται στο έργο του Αυρηλιανού του Ρεομού (Aurelianus Reomensis) περί το 850 μ.Χ. Διάσπαρτα απομεινάρια ενός συστήματος γνωστό ως "Βησιγοτθικά νεύματα" μαρτυρούνται στην Ιβηρική Χερσόνησο πριν απ' αυτήν την εποχή, χωρίς ωστόσο να έχουν αποκρυπτογραφηθεί πλήρως[6]. Η προβληματική του εν λόγω συστήματος συνίσταται στο ότι αναπαριστά μελωδικά περιγράμματα, καθιστώντας την ανάγνωση της μουσικής αδύνατη σε κάποιον που δεν την γνωρίζει ήδη.
Η διευθέτηση του προβλήματος της αναπαράστασης ενός απόλυτου τονικού ύψους, λύθηκε μερικώς με την επινόηση του πενταγράμμου· αρχικά, αποτελούνταν από μία μόνο γραμμή, που σταδιακά εξελίχθηκε στις τέσσερις παράλληλες γραμμές, και αρκετά αργότερα στις πέντε. Το τετράγραμμο αυτό σύστημα αποδίδεται στον Ιταλό θεωρητικό Γκουίντο ντ' Αρέτσο, ο οποίος εξέφρασε τους σχετικούς προβληματισμούς του στη διατριβή του με τίτλο Micrologus. Εδώ, η κάθετη θέση του κάθε συμβόλου επί του τετραγράμμου δείχνει έναν συγκεκριμένο μουσικό τόνο, πάντα με βάση αναφοράς κάποιον μουσικό τρόπο· καθοριστικής σημασίας είναι βέβαια το μουσικό κλειδί στην αρχή του τετραγράμμου, βάσει του οποίου συσχετίζονται τα ακολουθούμενα σύμβολα. Το σύστημα αυτό χρησιμοποιείται ακόμη και στις μέρες μας για το Γρηγοριανό μέλος και μεσαιωνικές ψαλμωδίες, άλλα ωστόσο πεντάγραμμα, με διαφορετικό αριθμό γραμμών, χρησιμοποιήθηκαν κατά τόπους και καιρούς, για να εξυπηρετήσουν άλλα είδη μουσικής. Το «κανονικό» πεντάγραμμο εισήχθη αρχικά στη Γαλλία του 15ου αιώνα, η χρήση του οποίου αποτέλεσε πανευρωπαϊκή νόρμα μέχρι τα τέλη του 16ου αιώνα· άλλες μορφές πενταγράμμων (π.χ. οκτώ γραμμών) συνέχισαν να χρησιμοποιούνται ακόμη και μέχρι τα τέλη του 17ου αιώνα.
Η εξέλιξη της σημειογραφίας διέθετε πλέον τη δυνατότητα καταγραφής απόλυτων τονικών υψών, δεν κατάφερνε ωστόσο να καλύψει το κενό όσον αφορά στην καταγραφή του ρυθμού. Στο δοκίμιο του 12ου αιώνα "De Mensurabili Musica" (περί μετρικής της μουσικής) επιχειρείται μια επεξήγηση των έξι ρυθμικών τρόπων, που ήταν σε χρήση εκείνη την εποχή[7], χωρίς ωστόσο να μας είναι πλέον γνωστή η δημιουργία τους. Οι ρυθμικοί αυτοί τρόποι ήταν όλοι σε τρίσημο μέτρο και διέθεταν περιορισμένα ρυθμικά πρότυπα (μοτίβα), πανω στα οποία μπορούσε να εκτελεστεί κάποιο μέλος. Αυτό αποτελούσε σφάλμα για τον Γερμανό μουσικοθεωρητικό Φράνκο της Κολωνίας, ο οποίος εξέθεσε μια νέα οπτική στο έργο "Ars cantus mensurabilis" (η τέχνη του έμμετρου μέλους). Η πρότασή του ήταν ότι κάθε νότα θα έπρεπε να διαθέτει ανεξάρτητη ρυθμική αγωγή, η αναπαράσταση της οποίας θα μπορούσε να γίνει με χρήση σχημάτων· στη λεγόμενη "Φρανκονιανή σημειογραφία", συγκεκριμένα σχήματα νοτών συμβόλιζαν καθιερωμένα χρονικά μήκη, κάτι που δεν απέχει από το σημερινό καθεστώς. Τον 15ο αιώνα εισήχθησαν οι διαστολές, διαμελίζοντας τη μελωδία σε άνισα ρυθμικά τμήματα, καθώς η μουσική της εποχής ήταν εν πολλοίς ακανόνιστου ρυθμού· η καθιέρωση της ισόμετρης διαστολής έγινε κοινό κτήμα περί τα τέλη του 17ου αιώνα, οπότε και συγκεκριμενοποιήθηκαν τα ρυθμικά πρότυπα.
Η ονοματοδοσία των νοτών, τέλος, αποδίδεται στον Γκουίντο ντ' Αρέτσο, ο οποίος δίδαξε τον μουσικό συλλαβισμό (το γνωστό σολφέζ) με βάση τον ύμνο στον Άγιο Ιωάννη τον Βαπτιστή "Ut queant laxis": η αρχική συλλαβή κάθε στίχου αντιστοιχεί στην ακολουθία των νοτών μιας κλίμακας, όπως φαίνεται παρακάτω (σημειώσατε, η παλαιά ονομασία του Ντο είναι Ουτ).
Οι στίχοι του ποιήματος μεταφράζονται ως εξής: «Για να μπορέσουν οι υπηρέτες σου να τιμήσουν με δυνατές φωνές τις θαυμαστές σου πράξεις, εξάλειψε την αμαρτία από τα ακάθαρτα χείλη τους, Άγιε Ιωάννη».
Τα αρχαιότερα δείγματα μουσικής αναφοράς στην Κίνα αποτελούν κάποιες επιγραφές, εγχάρακτες σε μουσικά όργανα που βρέθηκαν στο Μνήμα του Μαρκησίου Υε του Τσενγκ († 433 π.Χ.). Τα 41 σετ μεταλλικών ελασμάτων και οι 65 καμπάνες φέρουν μακροσκελείς επιγραφές που αφορούν στο χόρδισμα, κλίμακες και τη μεταφορά τους, ενώ παράγουν ακόμη τα τονικά ύψη στα οποία αναφέρονται. Αν και δεν βρέθηκαν καταγεγραμμένα μουσικά κομμάτια, οι επιγραφές μαρτυρούν την ύπαρξη κάποιου συστήματος, που επέτρεπε επαρκώς την καταγραφή της μουσικής. Δύο τέτοια συστήματα ονοματοδοσίας φθόγγων ήταν σε ισχύ, ένα σχετικό ως προς τα τονικά ύψη, και ένα με απόλυτους μουσικούς φθόγγους. Το πρώτο προσεγγίζει αρκετά το σύστημα σολφέζ, που χρησιμοποιείται στη Δύση[8].
Ο τύπους γκουτσίν (guqin) αφορά σε ένα είδος ταμπλατούρας, με όποια περιπλοκότητα και μοναδικότητα αυτό συνεπάγεται: στην πρώιμη μορφή του αποτελείται από γραμμένες λέξεις, που περιγράφουν βήμα-προς-βήμα τον τρόπο εκτέλεσης μιας μελωδίας -ένα είδος περιγραφικής σημειογραφίας. Στη νεότερη εκδοχή του τα ιδεογράμματα δίνουν οδηγίες για τον τρόπο εκτέλεσης, χωρίς ωστόσο να υπάρχει σαφής ένδειξη του ρυθμού, με εξαίρεση τα σημεία παύσης (φραζάρισμα). Οι συλλογές που περιέχουν ταμπλατούρες τύπου γκουτσίν ονομάζονται τσινπού (qinpu).
Στη σημειογραφία γκονγκτσέ (gongche) χρησιμοποιούνται κινέζικα ιδεογράμματα για την ονοματοδοσία της κλίμακας και των συναποτελούμενων φθόγγων.
Μέχρι το 1900, η αριθμητική μουσική σημειογραφία (πιθανότατα προσαρμογή του γαλλικού συστήματος Galin-Paris-Cheve και ονομαζόμενη στα κινέζικα Τζιανπού [jianpu]) ήταν σε ευρεία χρήση. Πρόκειται για σημειογραφία συσχετισμού (σύστημα μεταφερόμενου Ντο), όπου οι αριθμοί 1 έως 7 αντιστοιχούν στις δυτικές νότες ντο, ρε, μι, φα, σολ, λα και σι. Η θέση της οκτάβας ερμηνεύται με σημεία στίξης πάνω ή κάτω από τους αριθμούς, ενώ το σύστημα χρησιμοποιεί οπλισμούς, διαστολές και άλλα δάνεια σύμβολα από τη δυτική μουσική σημειογραφία. Ο κάθε αριθμός ακολουθείται από οξείες, ο αριθμός των οποίων νοείται ως αξίες τετάρτων, έτσι π.χ. 3΄΄΄ μεταφράζεται ως μι τέταρτο παρεστιγμένο. Για τις μικρότερες αξίες (όγδοα, δέκατα-έκτα κλπ) ο αριθμός φέρει ανάλογο αριθμό υπογραμμίσεων (μία υπογράμμιση ισούται με όγδοο).