Συντεταγμένες: 52°9′53.65″N 15°49′44.70″E / 52.1649028°N 15.8290833°E
Μπαμπίμοστ | |||
---|---|---|---|
| |||
52°9′54″N 15°49′45″E | |||
Χώρα | Πολωνία[1] | ||
Διοικητική υπαγωγή | Γκμίνα Μπαμπίμοστ | ||
Έκταση | 92,75 km² | ||
Υψόμετρο | 57 μέτρα | ||
Πληθυσμός | 3.865 (31 Μαρτίου 2021)[2] | ||
Ταχ. κωδ. | 66-110 | ||
Ζώνη ώρας | UTC+01:00 (επίσημη ώρα) UTC+02:00 (θερινή ώρα) | ||
Ιστότοπος | Επίσημος ιστότοπος | ||
Σχετικά πολυμέσα | |||
Το Μπαμπίμοστ (πολωνικά: Babimost, γερμανικά: Bomst) είναι πόλη του Πόβιατ Ζιελόνα Γκούρα, στο Βοεβοδάτο Λούμπους της δυτικής Πολωνίας. Είναι η διοικητική έδρα της Γκμίνα Μπαμπίμοστ. Ο πληθυσμός του είναι 3.859 κάτοικοι (2020).[3]
Η πόλη βρίσκεται περίπου 20 χιλιόμετρα βορειοανατολικά του Σουλέχουφ και περίπου 75 χιλιόμετρα δυτικά του Πόζναν. Αν και βρίσκεται στο Βοεβοδάτο Λούμπους, το Μπαμπίμοστ είναι μέρος της ιστορικής περιοχής της Μείζονος Πολωνίας.
Ο οικισμός πιθανότατα προέκυψε περίπου το 1000 μ.Χ. γύρω από ένα καστελανάτο που βρισκόταν σε μια διάβαση μέσω του βαλτώδη ποταμού Λενίβα Όμπρα (Leniwa Obra). Τα εδάφη κατείχε η πομερανική οικογένεια Σφιέντσα μέχρι το 1307. Μαζί με τον κοντινό Σουλέχουφ, αποκτήθηκαν από τον Μαργράβο Βάλντεμαρ του Βρανδεμβούργου-Στένταλ το 1319, ο οποίος ωστόσο πέθανε την ίδια χρονιά. Μέχρι το 1329, ανήκε στον Σιλέσιο δούκα Ερρίκος Δ΄ τον Πιστό, τότε υποτελής της Βοημίας. Τελικά ενσωματώθηκε στο πολωνικό Βοεβοδάτο Πόζναν (14ος αιώνας-1793) το 1332 (το οποίο αργότερα ήταν επίσης μέρος της Επαρχίας Μείζονος Πολωνίας του Πολωνικού Στέμματος) και το Μπαμπίμοστ έλαβε προνόμια πόλης, σύμφωνα με τα Δικαιώματα του Μαγδεβούργου, από τον Βασιλιά Βλαδίσλαο Β΄ Γιαγκέλο το 1397. Ήταν μια βασιλική πόλη της Πολωνίας. Ο Βασιλιάς Σιγισμούνδος Α΄ της Πολωνίας επιβεβαίωσε τα δικαιώματα της πόλης το 1530.
Μετά την Προτεσταντική Μεταρρύθμιση, ο πληθυσμός αυξήθηκε λόγω της εισροής γερμανόφωνων προσφύγων από τη Σιλεσία. Στους Γερμανούς, καταπιεσμένους από την καθολική κυριαρχία των Αψβούργων, παραχωρήθηκε η θρησκευτική ελευθερία από τον Πολωνό Βασιλιά Ιωάννη Β΄ Καζίμιρ της Πολωνίας.[4]
Στα μέσα του 17ου αιώνα, ο σταρόστα του Μπαμπίμοστ ήταν ο Κσίστοφ Ζεγκότσκι, ο οποίος κατά τη διάρκεια της σουηδικής εισβολής στην Πολωνία ήταν ο πρώτος που οργάνωσε μια αντάρτικη μονάδα για να πολεμήσει τις δυνάμεις εισβολής και έγινε διάσημος στις μάχες του Κόστσιαν και της Γιάσνα Γκούρα, κερδίζοντας έτσι το τίτλος του «Πρώτου Παρτιζάνου της Κοινοπολιτείας».[5] Κατά τη διάρκεια του πολέμου, ο οποίος ήταν μέρος του Δεύτερου Βόρειου Πολέμου, το Μπαμπίμοστ καταστράφηκε από τα σουηδικά στρατεύματα το 1656. Η ανοικοδόμηση μιας συναγωγής τεκμηριώνεται γύρω στο 1700 και μια προτεσταντική εκκλησία ανεγέρθηκε το 1782. Οι κάτοικοι ήταν κυρίως υποδηματοποιοί, λινοπαραγωγοί και παραγωγοί λυκίσκου (μπύρας) και κρασιού.
Μετά το δεύτερο διαμελισμό της Πολωνίας το 1793, η πόλη έπεσε στο Βασίλειο της Πρωσίας. Το 1807, ανακτήθηκε από τους Πολωνούς ως μέρος του βραχύβιου Δουκάτου της Βαρσοβίας. Στο Συνέδριο της Βιέννης το 1815, πέρασε και πάλι στην Πρωσία και ενσωματώθηκε στο Μεγάλο Δουκάτο του Πόζεν. Οι Πρώσοι ακολούθησαν μια πολιτική γερμανοποίησης προς τον τοπικό πληθυσμό.[5] Τα γερμανικά εισήχθησαν στα πολωνικά σχολεία και Γερμανοί άποικοι εγκαταστάθηκαν για να αλλάξουν την εθνική σύνθεση.[5] Μεταξύ 1818 και 1938 ήταν μέρος της περιφέρειας Bomst εντός του πρωσικού Regierungsbezirk Posen, αν και η διοικητική έδρα ήταν στο Βόλσταϊν (Βόλστιν). Όταν η πόλη έγινε μέρος της Γερμανικής Αυτοκρατορίας το 1871, είχε 2272 κατοίκους, εκ των οποίων οι 1.042 ήταν Καθολικοί (κυρίως Πολωνοί), οι 1.070 ήταν Προτεστάντες (κυρίως Γερμανοί) και οι 160 Εβραίοι. Παρά τις προσπάθειες γερμανοποίησης, οι Πολωνοί ίδρυσαν νέες οργανώσεις στην πόλη, συμπεριλαμβανομένου ενός αγροτικού συλλόγου (Kółko Rolnicze), της Λαϊκής Τράπεζας (Bank Ludowy) και της Καθολικής Ένωσης Πολωνικής Νεολαίας (Katolicki Związek Młodzieży Polskiej).[5]
Μετά την ανάκτηση της ανεξαρτησίας της Πολωνίας το 1918, Πολωνοί από την πόλη και τη γύρω περιοχή εντάχθηκαν ενεργά στην Εξέγερση της Μείζονος Πολωνίας (1918-1919) για να επανενώσουν την περιοχή με την Πολωνία.[5] Στις 24 Ιανουαρίου 1919, οι αντάρτες κατέλαβαν το Μπαμπίμοστ, αλλά σύμφωνα με τη Συνθήκη των Βερσαλλιών η πόλη παρέμεινε εντός της Γερμανίας.[5] Στην περίοδο του μεσοπολέμου, η πόλη βρισκόταν στα σύνορα με τη Δεύτερη Πολωνική Δημοκρατία παραμένοντας στη γερμανική επαρχία Πόζεν-Δυτικής Πρωσίας και από το 1938 έως το 1945 ως τμήμα της επαρχίας του Βραδεμβούργου. Η πλειοψηφία του πληθυσμού της πόλης ήταν γερμανόφωνη, ενώ μέχρι το ένα τρίτο των κατοίκων της ήταν Πολωνοί. Οι προσπάθειες για γερμανοποίηση εντάθηκαν και ως απάντηση οι Πολωνοί ίδρυσαν ιδιωτικά σχολεία, συγκεντρώθηκαν σε θεατρικές ομάδες και χορωδίες, ο πολωνικός τύπος εξαπλώθηκε και οι πολωνικές οργανώσεις ήταν ενεργές.[5] Το 1939, 1.950 κάτοικοι εγγράφηκαν ως πολίτες της πόλης, εκ των οποίων οι 600 ήταν Πολωνοί. Κατά τη διάρκεια της γερμανικής εισβολής στην Πολωνία, τον Σεπτέμβριο του 1939, οι Γερμανοί συνέλαβαν αρκετούς Πολωνούς ακτιβιστές (συμπεριλαμβανομένου του ντόπιου Πολωνού ηγέτη Γιαν Τσίχι),[5] οι οποίοι στη συνέχεια απελάθηκαν σε ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης και αργότερα απέλασαν επίσης αρκετές πολωνικές οικογένειες από την κομητεία.[6]
Μετά την Επίθεση Βιστούλα-Όντερ του Κόκκινου Στρατού στις τελευταίες ημέρες του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, μεγάλα τμήματα της πόλης έγινα ερείπια. Το 1945, το Μπαμπίμοστ επανενσωματώθηκε στην Πολωνία και οι Γερμανοί κάτοικοί του που επρόκειτο να απελαθούν από τη νέα διοίκηση. Ωστόσο, με την πολωνική και τη γερμανική εθνότητα να συνυπάρχουν στο πέρασμα των αιώνων, δεν θα μπορούσε να γίνει σαφής διαχωρισμός μεταξύ Πολωνών και Γερμανών, έτσι ώστε η πλειονότητα όσων επρόκειτο να απελαθούν, να μπορέσουν να μείνουν αποποιώντας οποιαδήποτε γερμανική γλώσσα και κουλτούρα.[4]
Υπάρχει ένας σιδηροδρομικός σταθμός στο Μπαμπίμοστ και το Αεροδρόμιο Ζιελόνα Γκούρα-Μπαμπίμοστ βρίσκεται σε κοντινή απόσταση.
Ο τοπικός ποδοσφαιρικός σύλλογος είναι η Κλον Μπαμπίμοστ.[7] Αγωνίζεται στα κατώτερα πρωταθλήματα.