Μπιντσαρόβα | |
---|---|
49°33′50″N 20°56′30″E | |
Χώρα | Πολωνία |
Διοικητική υπαγωγή | Γκμίνα Γκρίμπουφ |
Υψόμετρο | 597 μέτρα |
Πληθυσμός | 1.461 (31 Μαρτίου 2021)[1] |
Ταχ. κωδ. | 33-332 |
Ζώνη ώρας | UTC+01:00 (επίσημη ώρα) UTC+02:00 (θερινή ώρα) |
Σχετικά πολυμέσα | |
Η Μπιντσαρόβα (πολωνικά: Binczarowa, ρουθηνικά: Білцарьова, ουκρανικά: Більцарева) είναι χωριό στο Πόβιατ Νόβι Σοντς, στο Βοεβοδάτο της Μικράς Πολωνίας στη νότια Πολωνία. Βρίσκεται παράλληλα με το ρέμα γνωστό ως Μπιντσάρτσε (Binczarce).[2]
Η Μπιντσαρόβα αναφέρθηκε για πρώτη φορά στην ιστορία της Πολωνίας το 1365, σε ένα διάταγμα του Καζίμιρ Γ΄ του Μέγα, με το όνομα Bibyczareban (Μπιμπιτσαρέμπαν), το οποίο ανάγκασε την πόλη Γκρίμπουφ να παραιτηθεί από τα δικαιώματά της στο γύρω δάσος.[3] Το 1531, ο Ρουθήνιος Ίβαν Τρουχανόβιτς (πολωνικά: Iwan Truchanowicz) απέκτησε την πόλη και την πολωνική αριστοκρατία από τον Σιγισμούνδο Α΄ της Πολωνίας.[4][5]
Μετά τον πρώτο διαμελισμό της Πολωνίας το 1772, ήταν μέρος της γαλικιανής συνοικίας του Γκρίμπουφ και μέρος της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας. Ήταν η γενέτειρα του Γιαρόσλαφ Καρμάρτσικ (1885-1944), προέδρου της Λεμκικής Δημοκρατίας, και του Μετόντι Τρουχανόφσκι (1885-1947), ο οποίος δημοσίευσε μια λεμκική γραμματική. Ήταν για λίγο ανεξάρτητη από τις 5 Δεκεμβρίου 1918 έως τον Μάρτιο του 1920, ως τμήμα της Λεμκικής Δημοκρατίας (Ruska Narodna Respublika Lemkiu, ή Ruska Lemkivska Respublyka).
Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο πληθυσμός μειώθηκε δραματικά από την πολωνική κυβέρνηση στην Επιχείρηση Βιστούλας το 1947.[6]
Η Μπιντσαρόβα είναι ένα λέμκικο χωριό στη δυτική Λεμκίστσινα. Καταλαμβάνει μια ορεινή κοιλάδα στην πολωνική Γκμίνα Γκρίμπουφ, στο Πόβιατ Νόβι Σοντς του Βοεβοδάτου Ελάσσονος Πολωνίας. Βρίσκεται κατά μήκος ενός ρέματος που είναι γνωστό ως Μπιντσάρτσε,[2] παραπόταμος του Πόπραντ. Βρίσκεται μεταξύ των πόλεων Φλορίνκα στα ανατολικά και Μπογκούσα στα δυτικά.
Η πόλη είναι η τοποθεσία της Εκκλησίας του Αγίου Δημητρίου, που χτίστηκε το 1760 και ενός μεγάλου νεκροταφείου του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, όπου είναι ενταφιασμένοι 120 στρατιώτες (60 Ρώσοι και 60 Αυστροούγγροι).[7]