Μπομπ Πετίτ | |
---|---|
1961 | |
Προσωπικά στοιχεία | |
Εθνικότητα | Αμερικανική |
Γέννηση | 12 Δεκεμβρίου 1932 Μπατόν Ρουζ, Λουιζιάνα, ΗΠΑ |
Ύψος | 2,06 μ. |
Νεανικοί σύλλογοι | |
Κολέγιο | LSU |
Στοιχεία καριέρας | |
Ντραφτ | 1954 / Γύρος: 1ος / Επιλογή 2η από τους Μιλγουόκι Χοκς |
Αθλ. καριέρα | 1954 - 1965 |
Θέση | Πάουερ φόργουορντ, Σέντερ |
Καριέρα σε συλλόγους | |
1954 - 1965 | Μιλγουόκι / Σεντ Λούις Χοκς |
Ο Ρόμπερτ Λι Πετίτ Τζ. (Robert Lee Pettit Jr., γεννήθηκε 12 Δεκεμβρίου 1932) είναι Αμερικανός πρώην καλαθοσφαιριστής, που αγωνιζόταν ως πάουερ φόργουορντ. Ένας από τους καλύτερους παίκτες όλων των εποχών,[1] ήταν πολυτιμότερος παίκτης του NBA δύο φορές και είναι ένας από τους τέσσερις μόνο παίκτες που έχουν συμπεριληφθεί στις ισάριθμες Επετειακές Ομάδες του πρωταθλήματος.[2]
Τα χρόνια του γυμνασίου δεν ανέδειξαν το ταλέντο του καθώς το ύψος του δεν βοήθησε και τα πρώτα βήματα έγιναν με την ομάδα της εκκλησίας της πόλης του. Είχε ξεκινήσει αποθαρρυντικά αφού αποκλείστηκε από την ομάδα του γυμνασίου, αρχικά ως πρωτοετής και μετά ως δευτεροετής. Αλλά με την ενθάρρυνση του πατέρα του, ενός σερίφη της κομητείας, εργάστηκε ατελείωτα για να βελτιώσει το παιχνίδι του, ρίχνοντας αμέτρητες βολές στο καλάθι που είχε στηθεί στην αυλή του.[2] Παίρνοντας περισσότερους από 12 πόντους σε ύψος σε λιγότερο από ένα χρόνο, αναδείχθηκε την τελευταία χρονιά και οδήγησε το γυμνάσιο στο πρώτο του πρωτάθλημα πολιτείας σε περισσότερα από 20 χρόνια. Έχοντας προτάσεις από 14 πανεπιστήμια της χώρας, φοίτησε στο Πολιτειακό Πανεπιστήμιο της Λουιζιάνα, με το οποίο είχε σε τρία χρόνια μέσο όρο 27,7 πόντους αγωνιζόμενος ως σέντερ, ενώ ήδη από την πρώτη του χρονιά ήταν τρίτος σκόρερ του πρωταθλήματος με μέσο όρο 25,5 πόντους. Την τρίτη του χρονιά είχε μέσο όρο 31,4 πόντους και 17,3 ριμπάουντ. Το 1953 το κολέγιο έφτασε στο φάιναλ φορ για πρώτη φορά στην ιστορία του. Η φανέλα με τον αριθμό του 50 αποσύρθηκε από το κολέγιο το 1954, η πρώτη στην ιστορία του.[3][4][5]
Το 1954 επιλέχθηκε από τους Μιλγουόκι Χοκς με τους οποίους υπέγραψε συμβόλαιο για 11.000 δολάρια – υψηλό όλων των εποχών για έναν πρωτάρη του ΝΒΑ τότε, με αξιοσημείωτο το γεγονός ότι η αρχική προοπτική του δεν ήταν η καλύτερη. Ο άβολος χειρισμός της μπάλας, η δυσχέρεια στις επιθετικές πρωτοβουλίες και η έλλειψη δύναμης (με το τότε βάρος του στα 90 κιλά), έκαναν τον προπονητή των Χοκς να τον μετακινήσει στη θέση του πάουερ φόργουορντ. Την πρώτη χρονιά αναδείχθηκε καλύτερος πρωτοεμφανιζόμενος έχοντας μέσο όρο 20,4 πόντους και 13,6 ριμπάουντ.[2][6] Με μόνο 26 νίκες, οι Χοκς κατετάγησαν τελευταίοι.[7]
Στη δεύτερη σεζόν του προσάρμοσε το παιχνίδι του έτσι ώστε να φτάνει στη γραμμή των ελεύθερων βολών για εύκολους πόντους για την ομάδα του και φορτώνοντας με φάουλ τους αντιπάλους του. Όντας ένας εκπληκτικός επιθετικός ριμπάουντερ και ενστικτώδης σκόρερ, είχε μέσο όρο 25,7 πόντους και 16,2 ριμπάουντ (πρώτος του πρωταθλήματος και στα δύο)[8][9] κέρδισε τον πρώτο του τίτλο του πολυτιμότερου παίκτη, ο πρώτος που απονεμήθηκε στην ιστορία. Η ομάδα βελτιώθηκε έχοντας 33 νίκες - 39 ήττες, με τον Πετίτ να είναι ο ένας από τους δύο μόνο παίκτες στην ιστορία που κατέκτησαν τον τίτλο του πολυτιμότερου παίκτη σε ομάδα με αρνητικό ισοζύγιο νικών.[7] Ο νέος τρόπος παιχνιδιού του ήταν δυναμικός και θεωρήθηκε πρωτοποριακός για τη θέση του αποτελώντας παράδειγμα για τους νεότερους παίκτες.[10][11] Ήταν ακόμα πολυτιμότερος παίκτης του NBA All-Star Game έχοντας 20 πόντους, 24 ριμπάουντ και επτά ασίστ. Κέρδισε άλλους τρεις αντίστοιχους τίτλους στην ιστορία, επίδοση που παραμένει ακατάρριπτο ρεκόρ.[10] Το 1958 έγινε το πρώτο μέλος της ηττημένης ομάδας που κέρδισε το βραβείο του All-Star Game έχοντας 28 πόντους και παίρνει 26 ριμπάουντ (τότε επίδοση ρεκόρ, παραμένει η δεύτερη καλύτερη όλων των εποχών), παρόλο που η Ανατολή νίκησε τη Δύση με 130–118.[12] Το 1962 τέταρτη και τελευταία φορά, είχε 25 πόντους και 27 ριμπάουντ (αριθμός που παραμένει ακατάρριπτο ρεκόρ για All-Star Game), παρά το γεγονός ότι ήταν τρίτος σκόρερ του αγώνα οδηγώντας όμως τη Δύση στη νίκη επί της Ανατολής με 150–130.[13][14] Το 1956–57 η ομάδα ενισχύθηκε και έφτασε στους τελικούς του πρωταθλήματος, όπου αντιμετώπισαν τους Μπόστον Σέλτικς. Σε σειρά επτά αγώνων, ο Πετιτ είχε μέσο όρο 29,8 πόντους και 16,8 ριμπάουντ, ενώ στο έβδομο παιχνίδι σημείωσε 39 πόντους, που όμως δεν ήταν αρκετοί για να δώσουν τον τίτλο μετά από δύο παρατάσεις.[15]
Το σεζόν 1957–58 η ομάδα σημείωσε ρεκόρ στην ιστορία της με 41 νίκες, ενώ ο Πετίτ σημείωσε ρεκόρ πόντων στο έκτο παιχνίδι των τελικών απέναντι στους Σέλτικς με 50, έχοντας στους 19 από τους τελευταίους 21 πόντους των Χοκς. Το σουτ του με 15 δευτερόλεπτα να απομένουν για το παιχνίδι έκλεισε τον τίτλο. Ο Πετίτ ήταν πολυτιμότερος παίκτης για δεύτερη φορά στην καριέρα του και πρώτος σκόρερ με μέσο όρο 29,2 πόντους, επίδοση που ήταν τότε ρεκόρ πρωταθλήματος.[3][8][16] Τα δύο επόμενα χρόνια οι Σέλτικς εγκαθίδρυσαν την πιο μακροχρόνια κυριαρχία στο NBA κατακτώντας συνεχόμενους τίτλους νικώντας τους Χοκς.[17][18]
Τη σεζόν 1960–61 ο Πετίτ είχε μέσο όρο 27,9 πόντους ανά παιχνίδι και μάζεψε 20,3 ριμπάουντ ανά παιχνίδι, με τη δεύτερη επίδοση να είναι ρεκόρ καριέρας. Στις 18 Φεβρουαρίου 1961, σημείωσε 57 πόντους και 28 ριμπάουντ στη νίκη με 141–138 επί των Ντιτρόιτ Πίστονς.[19] Την επόμενη σεζόν σημείωσε νέο ρεκόρ καριέρας στο σκοράρισμα έχοντας 31,1 πόντους ανά αγώνα, αλλά οι Χοκς έπεσαν στην τέταρτη θέση. Αφού έχασε 30 αγώνες λόγω τραυματισμών τελείωσε την καριέρα του το 1965 ακόμα κοντά στην κορύφωση της σταδιοδρομίας του. Ήταν συνεχώς μεταξύ των κορυφαίων του πρωταθλήματος σε πόντους, ριμπάουντ, λεπτά ανά αγώνα και παιχνίδια που παίχθηκαν σε μια σεζόν.[6] Τρεις ακόμα φορές ήταν δεύτερος στην ψηφοφορία για την ανάδειξη του πολυτιμότερου παίκτη.[10] Επιλέχθηκε σε όλα τα χρόνια της σταδιοδρομίας του σε All-Star Game (ένας από τους πέντε μόνο παίκτες[20]), ενώ στα 10 από τα 11 ήταν μέλος της καλύτερης πεντάδας.[3][21] Ήταν ο πρώτος παίκτης του ΝΒΑ που ξεπέρασε τους 20.000 πόντους (στις 13 Νοεμβρίου 1964[22]) και συνολικά έφτασε τους 20.880 με 26,4 ανά αγώνα μέσο όρο. Έγινε πρώτος σκόρερ στην ιστορία του πρωταθλήματος στις 11 Δεκεμβρίου 1963 ξεπερνώντας τον Ντολφ Σέις με 18.373 πόντους, ενώ διατήρησε την πρώτη θέση έως τις 14 Φεβρουαρίου 1966.[23][24] Από αυτούς, οι 6.182 (σχεδόν το 30 τοις εκατό) προήλθαν από ελεύθερες βολές, με την επιθετική του δεινότητα να μην κόβεται εύκολα κερδίζοντας μια δεύτερη ευκαιρία με τα επιθετικά ριμπάουντ. Είναι όγδοος σκόρερ όλων των εποχών σε μέσο όρο πόντων με 26,36, ενώ σε καμία χρονιά δεν είχε μέσο όρο κάτω από 20 πόντους.[10][25] Η ευστοχία του στις ελεύθερες βολές ήταν πάντα αξιοσημείωτη: στις 22 Νοεμβρίου 1961 ευστόχησε σε 19 συνεχόμενες σε αγώνα με τους Σέλτικς θέτοντας ρεκόρ στην ιστορία του πρωταθλήματος.[26] Τα 12.849 ριμπάουντ του ήταν τα δεύτερα περισσότερα στην ιστορία του πρωταθλήματος τη στιγμή που αποχώρησε, και ο μέσος όρος σταδιοδρομίας των 16,2 ριμπάουντ ανά παιχνίδι παραμένει τρίτος μόνο μετά τον Ουίλτ Τσάμπερλεϊν και τον Μπιλ Ράσελ, παρά το γεγονός ότι δεν ήταν κορυφαίος ριμπάουντερ σε καμία χρονιά της καριέρας του. Εξαιρετική είναι και η στατιστική του στα πλέι οφ: 25,5 πόντοι και 14,8 ριμπάουντ.[21][27]
Το 1970 εισήχθη στο Naismith Memorial Basketball Hall of Fame, ενώ το 2006 εισήχθη και στο Hall of Fame του κολεγιακού μπάσκετ.[2][28] Μετά την αποχώρησή του από την ενεργό δράση σε ηλικία 32 ετών απασχολήθηκε στον τραπεζικό τομέα έχοντας δεχθεί δελεαστική πρόταση δύο χρόνια πριν και με τις αμοιβές του NBA να μην είναι πιο συμφέρουσες γι' αυτόν. Διατήρησε την επαγγελματική του ιδιότητα αυτή μέχρι το 1988.[29][30]