Ο όρος μυθιστορία χρησιμοποιείται στην ελληνική φιλολογική ορολογία ως απόδοση του αγγλικού romance, που αναφέρεται σε ένα λογοτεχνικό αφηγηματικό είδος που αναπτύχθηκε κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα αρχικά στη Γαλλία, με τα έργα του Κρετιέν ντε Τρουά, και αργότερα εξαπλώθηκε και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Το περιεχόμενό της είναι κατά κύριο λόγο ερωτικό και η πλοκή περιπετειώδης: αφηγείται τα κατορθώματα ενός ήρωα προκειμένου να κερδίσει την αγαπημένη του και να ζήσει μαζί της. Διαδραματίζεται συνήθως σε ιπποτικό περιβάλλον και συχνά είναι έντονο το υπερφυσικό ή και μαγικό στοιχείο. Ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά της μυθιστορίας είναι ο ιδεαλιστικός χαρακτήρας και η απόσταση από την πραγματικότητα που την διαφοροποιεί από τον ρεαλισμό του μυθιστορήματος. Οι πρώτες μυθιστορίες ήταν έμμετρες, αλλά αργότερα εμφανίστηκαν και έργα σε πεζό λόγο. Οι τρεις μεγάλοι κύκλοι θεμάτων από τους οποίους αντλούσαν κυρίως οι μεσαιωνικές μυθιστορίες ήταν ο Βρετανικός (ο κύκλος του Βασιλιά Αρθούρου), ο Ρωμαϊκός ή θέμα της Ρώμης, που περιλάμβανε έργα με θέμα από την αρχαιότητα, και ο Γαλλικός (θέμα της Γαλλίας, γύρω από τον Καρλομάγνο).[1]
Η διάκριση μεταξύ μυθιστορίας (romance) και μυθιστορήματος (novel) χρησιμοποιείται διεθνώς μόνο στην αγγλόφωνη βιβλιογραφία, ενώ αρκετοί κριτικοί υποστηρίζουν ότι αυτή η διάκριση δεν έχει νόημα[2]. Μέρος της αγγλόφωνης βιβλιογραφίας χρησιμοποιεί επίσης τον όρο romance για να αναφερθεί και στα αρχαία ελληνικά μυθιστορήματα[3].
Ο ελληνικός όρος μυθιστορία χρησιμοποιήθηκε πρώτη φορά από τον Αδαμάντιο Κοραή ως μετάφραση του γαλλικού roman, με τη σημασία της «πλαστής ιστορίας ερωτικών παθημάτων». Την ίδια εποχή χρησιμοποιούνταν και οι όροι ρωμανόν και ρομάντζο, αλλά για αρκετά χρόνια επικράτησε ο όρος μυθιστορία για τη δήλωση του εκτενούς αφηγηματικού είδους που σήμερα ονομάζεται μυθιστόρημα. Ο τελευταίος όρος σταδιακά από τα μέσα του 19ου αι. άρχισε να επικρατεί έναντι του μυθιστορία και τελικά καθιερώθηκε[4].
Η σύγχρονη ελληνική φιλολογία χρησιμοποιεί τον όρο μυθιστορία (συχνά παράλληλα με τον όρο μυθιστόρημα) για να αναφερθεί στα εκτενή ερωτικά αφηγήματα των βυζαντινών χρόνων, λόγια και δημώδη (Τα κατά Ροδάνθην και Δοσικλέα, Τα καθ' Υσμίνην και Υσμινίαν, Καλλίμαχος και Χρυσορρόη, Λίβιστρος και Ροδάμνη, Αχιλληίς κ.α.)[5], τον Διγενή Ακρίτη[6] και τον Ερωτόκριτο[7].
Ο όρος ρομάντζο, το περιεχόμενο του οποίου ταιριάζει γενικά με το περιεχόμενο της μυθιστορίας, έχει αποκτήσει πλέον περισσότερο υποτιμητική σημασία[8], δηλώνοντας ένα «χαμηλού επιπέδου ερωτικό αφήγημα»[9], έχει χρησιμοποιηθεί ωστόσο και στα ελληνικά για την απόδοση του romance[10].
Αυτό το λήμμα σχετικά με τη λογοτεχνία χρειάζεται επέκταση. Μπορείτε να βοηθήσετε την Βικιπαίδεια επεκτείνοντάς το. |