Νέα ελληνικά | |
---|---|
ελληνικά, νέα ελληνικά και Ελληνικά | |
Ταξινόμηση | Ινδοευρωπαϊκές γλώσσες |
Σύστημα γραφής | ελληνικό αλφάβητο |
Κατάσταση | |
Επίσημη γλώσσα | Ελλάδα Κύπρος Ευρωπαϊκή Ένωση |
Αναγνωρισμένη μειονοτική γλώσσα | Αλβανία Ιταλία |
Ρυθμιστής | - |
ISO 639-1 | el |
ISO 639-2 | ell και gre |
ISO 639-3 | ell |
SIL | ELL |
Η Νέα ελληνική ή νεοελληνική γλώσσα (ιστορικά γνωστή και ως ρωμαίικα) αναφέρεται στην καθιερωμένη μορφή της Ελληνικής γλώσσας που ομιλείται και διδάσκεται σήμερα ή και εναλλακτικά στις διάφορες γλωσσικές ποικιλίες των Ελληνικών που γενικώς ομιλούνται στην σύγχρονη εποχή. Η έναρξη της γλωσσικής περιόδου της Νέας Ελληνικής τοποθετείται, συμβολικά κυρίως, μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453, παρόλο που πολλά ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της Νέας Ελληνικής είχαν κάνει την εμφάνιση τους αιώνες πριν - από τον 3ο αιώνα π.Χ. έως τον 10ο αιώνα[1]. Κατά την περίοδο της Νέας Ελληνικής, η γλώσσα βρισκόταν σε μία κατάσταση διγλωσσίας, καθώς τοπικές διάλεκτοι συνυπήρχαν με τις επίσημες αρχαϊκές μορφές της γλώσσας. Η Νεοελληνική άρχισε να παίρνει την ακριβή σημερινή της μορφή στα τέλη του 17ου αιώνα.
Τα Ελληνικά αποτελούν ανεξάρτητο κλάδο των Ινδοευρωπαϊκών γλωσσών. Όλες οι υπάρχουσες μορφές της Νεοελληνικής, εκτός από την Τσακωνική διάλεκτο, είναι απόγονοι της Ελληνιστικής Κοινής της ύστερης αρχαιότητας. Έτσι, μπορεί αναμφίβολα να θεωρηθεί απόγονος της Αττικής διαλέκτου, η οποία ομιλούνταν στην ευρύτερη περιοχή της Αθήνας κατά την κλασσική εποχή. Η Τσακωνική διάλεκτος, μία απομονωμένη διάλεκτος που ομιλείται πλέον από μία μικρή ομάδα στην περιοχή της Πελοποννήσου, προήλθε από τη Δωρική διάλεκτο.
Η Νεοελληνική γλώσσα ομιλείται από περίπου 12 εκατομμύρια άτομα στην Ελλάδα και την Κύπρο και αποτελεί και την επίσημη γλώσσα αυτών των κρατών. Υπάρχουν επίσης πολλές παραδοσιακές ελληνόγλωσσες κοινότητες αυτοχθόνων πληθυσμών στις γειτονικές χώρες Αλβανία, Βουλγαρία και Τουρκία, στις χώρες της Μαύρης Θάλασσας (Ουκρανία, Ρωσία, Γεωργία, Αρμενία), καθώς και σε χώρες της Μεσογείου (Ιταλία, Αίγυπτο, Συρία κ.α.). Η γλώσσα ομιλείται επίσης από κοινότητες του απόδημου Ελληνισμού σε πολλές χώρες της Δυτικής Ευρώπης (Αγγλία, Γερμανία κ.α.), της Βορείου Αμερικής (ΗΠΑ, Καναδάς κ.α.), και στην Αυστραλία, τη Βραζιλία, την Αργεντινή και πολλές άλλες. Χώρες με αξιοσημείωτο αριθμό ατόμων που μιλούν τα Νέα Ελληνικά ως ξενόγλωσση γλώσσα αποτελούν η Σερβία, η Αλβανία, η Βουλγαρία και η Ρουμανία. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός ανθρώπων ανά τον κόσμο, που μιλούν την Νέα Ελληνική ως πρώτη ή ως δεύτερη γλώσσα, ανέρχεται γύρω στα 25 εκατομμύρια[εκκρεμεί παραπομπή].
Τα (Νέα) Ελληνικά είναι η επίσημη γλώσσα της Ελλάδας και ομιλείται από το 99.5% του πληθυσμού της. Είναι επίσης -μαζί με τα Τουρκικά- η επίσημη γλώσσα της Κύπρου και ομιλείται από την μεγαλύτερη πλειοψηφία, καθώς και μία από τις 23 επίσημες γλώσσες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Τα Ελληνικά αναγνωρίζονται επισήμως ως γλώσσα μειονότητας σε τμήματα της Ιταλίας, της Τουρκίας, της Αρμενίας, της Ουκρανίας, Βουλγαρίας, της Βόρειας Μακεδονίας και της Αλβανίας.
Η κοινή ομιλουμένη της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας εξακολουθούσε να επιβιώνει και να ομιλείται αδιάκοπα μέχρι τους πρώτους αιώνες της Τουρκοκρατίας αλλά είχε την τάση να διαφοροποιείται τοπικά. Η κατοχή του ελληνικού χώρου από τους Τούρκους είχε άμεσες συνέπειες στη γλώσσα, η οποία φτώχυνε σε αφηρημένους όρους και δεν ήταν κατάλληλη ως μέσο ανώτερης παιδείας, συνέπεια βέβαια και της έλλειψης του οργανωμένου εκπαιδευτικού συστήματος. Οι ανώτερες τάξεις συνέχιζαν να χρησιμοποιούν για επίσημους σκοπούς την παραδοσιακή λόγια γλώσσα που ήταν η αττικίζουσα κοινή. Άρχισαν να διαμορφώνονται τοπικές λογοτεχνικές γλώσσες που βασίζονταν σε διάφορες διαλέκτους, όπως για παράδειγμα η γλώσσα της κρητικής λογοτεχνίας του 16ου και 17ου αι. η οποία ήταν και η μοναδική που έφτασε σε κάποιο βαθμό ωριμότητας και θα μπορούσε να καταστεί η βάση μιας εθνικής γλώσσας. Στο δεύτερο μισό του 18ου αι. κάτω από την επιρροή του ευρωπαϊκού διαφωτισμού κάνουν την εμφάνισή τους πολλά συγγράμματα, κατά κύριο λόγο μεταφράσεις, πάνω σε διάφορα θέματα. Τα συγγράμματα αυτά ήταν γραμμένα σε διάφορες ανάμεικτες μορφές της ομιλουμένης και της λόγιας γλώσσας χωρίς πολύ έκδηλα διαλεκτικά χαρακτηριστικά.
Τα όρια μεταξύ νέας ελληνικής και μεσαιωνικής ελληνικής δεν είναι ιδιαίτερα σαφή, πάντως τοποθετούνται χονδρικά κάπου στα τελευταία χρόνια του Βυζαντίου. Κατά την περίοδο αυτή (καθώς και στην Οθωμανική περίοδο) παρατηρείται μια εξίσου έντονη διαλεκτική διαφοροποίηση η οποία συνεχιζόταν σε μικρότερο βαθμό μέχρι πριν μερικές δεκαετίες.
Η Γραμματική του Μανόλη Τριανταφυλλίδη ενώ περιγράφει την κοινή νέα ελληνική είναι παράλληλα υπερβολικά ρυθμιστική για την σημερινή χρήση της γλώσσας είτε στο σχολείο είτε αλλού και έχει επιφέρει ως αποτέλεσμα την απόλυτη διάκριση μεταξύ ορθού και λάθους καθώς και την συνακόλουθη ρύθμιση του τι είναι αποδεκτό ή μη αποδεκτό, η οποία όμως δεν ανταποκρίνεται στην γλωσσική - είτε στο φωνολογικό είτε στο συντακτικό επίπεδο - πολυμορφία[εκκρεμεί παραπομπή].
(δείτε επίσης: Ελληνικό αλφάβητο) | |
Πρωτοελληνική (περ. 3000 π.Χ.) | |
Μυκηναϊκή (περ. 1600–1200 π.Χ.) | |
Ομηρική (περ. 1200–800 π.Χ.) | |
Αρχαία ελληνική (περ. 800–300 π.Χ.) Διάλεκτοι: Αιολική, Αρκαδοκυπριακή, Αττική–Ιωνική, Δωρική, Παμφυλιακή, Ομηρική Μακεδονική | |
Ελληνιστική Κοινή (περ. από 330 π.Χ. ως 700)
| |
Μεσαιωνική ελληνική (περ. 700–1700) | |
Νέα ελληνική γλώσσα (από το 1700) Ιδιώματα: Δημοτική, Καθαρεύουσα, Αττικισμός Διάλεκτοι: Καππαδοκική, Κατωιταλική , Κρητική, Κυπριακή, Ποντιακή, Ρωμανιώτικη, Τσακωνική | |
Άλλες μορφές (από 19ο/20ό αιώνα) Ελληνικός κώδικας Μπράιγ, Ελληνική νοηματική γλώσσα, Κώδικας Μορς | |
Υπήρχε άμεση ανάγκη να διαμορφωθεί μια κοινή εθνική γλώσσα που να εξυπηρετεί όλα τα στρώματα της κοινωνίας και όλα τα επίπεδα επικοινωνίας. Ορισμένοι έβλεπαν τη λύση στην επιστροφή στα αρχαία Ελληνικά ως την αληθινή εθνική γλώσσα, διαγράφοντας όλη την εξέλιξή της κατά τη διάρκεια του μεσαίωνα. Υποστηρικτές αυτού του ρεύματος ήταν ο Ευγένιος Βούλγαρης, ο Στεφανής Κομμητάς, ο Δημήτριος Δάρβαρις, ο Νεόφυτος Δούκας και ο Κωνσταντίνος Οικονόμος. Ο Αδαμάντιος Κοραής έβλεπε την ομιλουμένη της εποχής του ως αφετηρία για τη διαμόρφωση μιας εθνικής γλώσσας με την προϋπόθεση όμως η γλώσσα αυτή να καθαροποιηθεί. Η κάθαρση αυτή δεν περιοριζόταν μόνο στην απόρριψη των τούρκικων δανείων και των πιο ανώμαλων διαλεκτικών χαρακτηριστικών αλλά επεκτεινόταν και στο επίπεδο της φωνολογίας, της μορφολογίας και της σύνταξης. Τέλος, μια τρίτη ομάδα, επεδίωκε να κάνει εθνική γλώσσα τη γλώσσα των κοινών ανθρώπων. Αυτή η κατάσταση επικρατούσε στις παραμονές της εξέγερσης του 1821, που είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός ελληνικού κράτους. Κατά τη διάρκεια της επανάστασης έγιναν μεγάλες μετακινήσεις πληθυσμού κυρίως στην Πελοπόννησο, όπου το 1828 εγκαθιδρύθηκε μια προσωρινή διοίκηση, γύρω από την οποία συγκεντρώθηκαν μετανάστες από πολλά μέρη της Ελλάδας. Εκεί και σ΄εκείνα τα χρόνια διαμορφώθηκε μια νέα κοινή γλώσσα, βασισμένη στις πελοποννησιακές διαλέκτους αλλά με πολλά χαρακτηριστικά των Ιονίων νησιών. Τα Ελληνικά της Πελοποννήσου, απαλλαγμένα από τις ριζικές φωνητικές αλλοιώσεις που χαρακτηρίζουν τα βόρεια ιδιώματα, τα αρχαϊστικά στοιχεία της κρητικής ή της κυπριακής διαλέκτου ήταν κατάλληλα για να αποτελέσουν τη βάση μιας εθνικής γλώσσας καθώς γίνονταν εύκολα αντιληπτά από όλους τους Έλληνες και ήταν αρκετά κοντά στη γλώσσα της όψιμης βυζαντινής και μεταβυζαντινής δημώδους λογοτεχνίας και μπορούσαν να γίνουν αποδεκτά από όλους ως κοινή γλώσσα. Έτσι, όταν το 1833 η Αθήνα έγινε πρωτεύουσα του νεοσυσταθέντος κράτους, η πελοποννησιακή κοινή έγινε η γλώσσα επικοινωνίας μεταξύ των νέων πολιτών που συνέρρεαν εκεί από όλα τα μέρη της Ελλάδας. Το αθηναϊκό ιδίωμα που ανήκε σε μια μάλλον αρχαϊκή ομάδα αντικαταστάθηκε πολύ γρήγορα από την κοινή ομιλουμένη. Η μορφή όμως αυτή της γλώσσας δεν έγινε εθνική λόγω της αντίδρασης συντηρητικών ιδεών που έκλιναν προς τον αρχαϊσμό. Το συντηρητικό αυτό ρεύμα επηρέασε σε πολύ μεγάλο βαθμό την περαιτέρω εξέλιξη της Ελληνικής. Οι ιδέες του Κοραή για την κάθαρση της γλώσσας έφτασαν σε υπερβολικές ακρότητες. Η ποίηση εξακολούθησε να γράφεται κυρίως στη δημοτική. Τα Ιόνια νησιά όπου ζούσε κι έγραφε ο Δ. Σολωμός δεν αποτελούσαν μέρος του βασιλείου της Ελλάδας κι έτσι δεν επηρεάστηκαν ιδιαίτερα από τις γλωσσικές τάσεις που εξαπλώνονταν από την Αθήνα. Η καθαρεύουσα δημιουργήθηκε στο δεύτερο τέταρτο του 19ου αι. με τον προοδευτικό καθαρισμό της δημοτικής και την εισαγωγή όλο και περισσότερων στοιχείων από τη λόγια γλώσσα, αναμειγνύει παλιά και νέα στοιχεία, υπερβάλλει στη χρήση αρχαϊσμών και υπερδιορθωμένων τύπων. Όχι μόνο δάνειες λέξεις αντικαταστάθηκαν από λέξεις ελληνικής παραγωγής, αλλά και ελληνικές λέξεις αντικαταστάθηκαν επίσης από αυτό που θεωρήθηκε ως το κλασικό ισοδύναμό τους: το χαμογελώ έγινε μειδιώ, τα εμείς και εσείς έγιναν αντίστοιχα ημείς και υμείς που είναι ομόφωνα. Λέξεις της δημοτικής που θεωρούνταν χυδαίες αντικαταστάθηκαν από νέες ψευδοαρχαϊκές λέξεις που πλάστηκαν τεχνητά με στοιχεία της αρχαίας Ελληνικής: το τσακιστήρι έγινε καρυοθραύστης, καρυοκλάστης ή καρυοκατάκτης, το τυφλοσόκακο έγινε αδιέξοδον, η πατάτα έγινε γεώμηλον και ούτω καθεξής. Η γλώσσα αυτή χρησιμοποιούνταν στη διοίκηση και την εκπαίδευση, τη δημοσιογραφία και στη δημόσια ζωή και στην πλειοψηφία των γραπτών σε πεζό λόγο, λογοτεχνικό ή επιστημονικό μέχρι το τέλος του 19ου αιώνα.
Ο Γιάννης Ψυχάρης, θερμός υποστηρικτής της δημοτικής, προσπάθησε να σταματήσει τη χρήση της καθαρεύουσας και να κάνει μια κωδικοποιημένη και συστηματική δημοτική τη μόνη εθνική γλώσσα, για τον εμπλουτισμό της οποίας έπρεπε να εισαχθούν στοιχεία από τη λόγια και την καθαρεύουσα, αλλά χωρίς εξαίρεση έπρεπε να προσαρμοστούν στα μορφολογικά και φωνολογικά σχήματα της δημοτικής. Το 1888 δημοσιεύτηκε το διήγημά του «Το ταξίδι μου», που ήταν το πρώτο σοβαρό πεζό κείμενο της λογοτεχνίας στη δημοτική. Στην προσπάθειά του να δημιουργήσει μια κωδικοποιημένη δημοτική με αυστηρούς κανόνες, ο Ψυχάρης συχνά αγνόησε την ύπαρξη διπλών τύπων στο ελληνικό λεξιλόγιο, π. χ. δουλεία και δουλειά, στοιχείο και στοιχειό, εργαλείο και αργαλειό, χωρίο και χωριό κλπ. Όπως οι καθαρολόγοι υποστηρικτές της καθαρεύουσας επινόησαν ψευδοαρχαϊσμούς έτσι και ο Ψυχάρης επινόησε ψευδοδημοτικισμούς όπως π. χ. περικεφαλιά αντί περικεφαλαία. Προσπαθώντας να βάλει τάξη στην αταξία που επικρατούσε επιχείρησε να επιβάλει τύπους ανύπαρκτους με μόνο γνώμονα την ομοιομορφία των γλωσσικών παραδειγμάτων, έτσι πλάστηκαν οι γνωστοί ψυχαρισμοί ή μαλλιαρισμοί: κατά το φρεσκάδα πλάστηκε η κλασσικάδα, κατά το λεγάμενος πλάστηκε το περιεχάμενος, κατά το μελλούμενα πλάστηκε το παρούμενα, κατά τα δέντρο και νερό πλάστηκαν τα μέλλο και φωνήεντο.
Τις ακραίες θέσεις του Ψυχάρη τροποποίησε ο Μανόλης Τριανταφυλλίδης στη «Γραμματική της δημοτικής», στην οποία, λαμβάνοντας υπόψη τη γλωσσική πραγματικότητα της εποχής του, συμπεριέλαβε στοιχεία μορφολογικά και φωνολογικά σχήματα και λεξιλογικά στοιχεία που απέρριπτε ο Ψυχάρης. Παρόλο που οι ιδέες του Τριανταφυλλίδη ήταν πιο προοδευτικές από εκείνες του Ψυχάρη, η «Γραμματική της δημοτικής» δεν είναι απαλλαγμένη από τεχνητές ρυθμίσεις της γλώσσας. Η γραμματική του δεν απεικόνιζε πιστά την πραγματική εικόνα της γλώσσας, ήταν όμως ένα αποφασιστικό βήμα προς τη λύση του γλωσσικού ζητήματος. Από τον ανταγωνισμό των δύο αντίθετων γλωσσικών ρευμάτων, του καθαρευουσιανισμού και του δημοτικισμού προέκυψε μια νέα γλωσσική μορφή. Υποστηρικτής αυτής της μορφής ήταν ο γλωσσολόγος και εκπαιδευτικός Αχιλλέας Τζάρτζανος. Η γλωσσική αυτή μορφή προέκυψε σταδιακά κι αβίαστα από τη συνάντηση δημοτικής και καθαρεύουσας. Είναι περισσότερο γνωστή και ως μεικτή και δημιουργήθηκε σιγά σιγά και ασυναίσθητα στα στόματα των Ελλήνων που επί χρόνια μάθαιναν και χρησιμοποιούσαν παράλληλα τις δύο καθιερωμένες γλωσσικές μορφές (δημοτική και καθαρεύουσα). Βασισμένη στο υλικό της μητροδίδακτης δημοτικής και χρησιμοποιώντας τον πλούτο της καθαρεύουσας, συνθέτοντας συστατικά στοιχεία και συστήματα των δύο μορφών σε όλα τα γλωσσικά επίπεδα, προέκυψε οργανικά και αβίαστα μια νέα γλωσσική μορφή, διαφορετική από τα επιμέρους στοιχεία που την αποτελούν, η Νεοελληνική Κοινή.
Το λεξιλόγιο της Νεοελληνικής προέρχεται από λέξεις κληρονομημένες, από το λεξιλόγιο της δημοτικής, εμπλουτίζεται από υπάρχοντα στοιχεία της καθαρεύουσας και από νεολογισμούς πλασμένους από τον τεράστιο θησαυρό όλης της Ελληνικής γλώσσας. Η Νέα Ελληνική έχει την ελευθερία επιλογής μεταξύ των μοντέλων παραγωγής και σύνθεσης της αρχαίας και της δημοτικής, κινείται ελεύθερα μεταξύ μορφολογικών και φωνολογικών τύπων της δημοτικής και της καθαρεύουσας χωρίς να χάνει τη συνοχή της ως ενιαίο σύστημα. Έτσι μπορεί να αναπτυχθεί μια σημασιολογική διάκριση ανάμεσα στον τύπο της καθαρεύουσας και της δημοτικής π. χ. δουλεία και δουλειά, ακριβώς και ακριβά. Οι νέες ιδέες εκφράζονται είτε με μεταφραστικά είτε με απλά δάνεια. Η καθαρεύουσα προτιμά τα μεταφραστικά δάνεια ενώ η δημοτική τα απλά. Μεταφραστικά δάνεια από την καθαρεύουσα είναι π.χ. παρεμβατισμός (interventionism), αεριωθούμενον αεροπλάνον (jet aircraft), διαστημόπλοιον (space-ship). Αυτά τα στοιχεία μπορούν να υιοθετηθούν από τη Νεοελληνική κοινή και να γίνουν αναπόσπαστο μέρος της. Τα δάνεια στη δημοτική είτε μένουν άκλιτα (ασανσέρ) είτε προσαρμόζονται στην ελληνική μορφολογία (στοπάρω, στοπάρισμα). Όταν τα δάνεια βρίσκονται σε συχνή χρήση υπάρχει η τάση να περνούν από την πρώτη κατηγορία στη δεύτερη, δηλαδή να προσαρμόζονται στην ελληνική μορφολογία. Σε πιο εξειδικευμένους τομείς της επιστήμης υπάρχει μια τάση εξεύρεσης ισοδύναμων για τα ξένα δάνεια από την καθαρεύουσα, τα οποία όμως σπάνια μπαίνουν σε κοινή χρήση. Το ασανσέρ της δημοτικής ισοδυναμεί με το ανυψωτής ή ανελκυστήρ της καθαρεύουσας που όμως δεν χρησιμοποιούνται ευρέως στην ομιλία παρά μόνο σε αυστηρά τεχνικό λόγο. Η επιβίωση των δανείων εξαρτάται πολλές φορές και από εξωγλωσσικούς παράγοντες. Η λέξη υπαρξισμός αντικατέστησε τον όρο εξιστενσιαλισμός αλλά ταυτόχρονα ο όρος σοσιαλισμός αντικατέστησε το μεταφραστικό δάνειο κοινωνισμός που προϋπήρχε. Παρόλη την προσπάθεια καθαρισμού της γλώσσας κυρίως από τα τουρκικά δάνεια αρκετές λέξεις επιβιώνουν μέχρι τις μέρες μας. Στην ορολογία των φαγητών υπάρχουν πολλές λέξεις τουρκικής και γαλλικής προέλευσης, στην ορολογία των παλαιότερων επαγγελμάτων επιβιώνουν αρκετές τουρκικές και ιταλικές λέξεις. Με την ανάπτυξη της τεχνολογίας και της διαφήμισης τα τελευταία χρόνια παρατηρείται αύξηση των δανείων από την αγγλική γλώσσα, ως επί το πλείστον στον τομέα των ηλεκτρονικών υπολογιστών: ίντερνετ, με το παράλληλο μεταφραστικό δάνειο διαδίκτυο, κομπιούτερ, σκανάρισμα (σάρωση) κλπ.
Μια άλλη πηγή εμπλουτισμού του λεξιλογίου της Νεοελληνικής είναι οι διεθνείς τεχνικοί και επιστημονικοί όροι, σχηματισμένοι από ελληνικές ρίζες που αφομοιώνονται εύκολα από τα Ελληνικά (κοσμοναύτης, αστροναύτης). Για να γίνουν όμως αποδεκτές από τα Ελληνικά πρέπει να προσαρμόζονται στους ελληνικούς κανόνες παραγωγής και σύνθεσης, έτσι ο διεθνής όρος telegram μετατράπηκε στα Ελληνικά σε τηλεγράφημα.
Κύριο λήμμα: Φωνολογία της Νέας Ελληνικής
Οι κύριες διάλεκτοι των Νέων Ελληνικών είναι: