Με τον όρο νεωτερικότητα (αγγλ. modernity) στις ιστορικές και κοινωνικές επιστήμες εννοείται τόσο μία ιστορική περίοδος (η Νεότερη εποχή) όσο και το σύνολο από κοινωνικές και πολιτισμικές νόρμες, στάση ζωής και πρακτικές οργανώσεως της κοινωνίας που εμφανίσθηκαν στον Δυτικό κόσμο μετά την Αναγέννηση: Κατά την «εποχή του ορθού λόγου» και της διανοήσεως του 17ου αιώνα, καθώς και στην Εποχή του Διαφωτισμού τον 18ο αιώνα, μαζί με την ακόλουθη (τον επόμενο αιώνα) τεχνολογική ανάπτυξη στον Δυτικό κόσμο. Ορισμένοι μελετητές θεωρούν ότι η εποχή αυτή έληξε τη δεκαετία του 1930, άλλοι ότι έληξε μαζί με τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο το 1945, ή με το τέλος του 20ού αιώνα. Η επόμενη ιστορική εποχή αναφέρεται συχνά ως «μετανεωτερικότητα». Ο όρος «σύγχρονη ιστορία» αναφέρεται συχνά στο μεταπολεμικό χρονικό πλαίσιο, χωρίς να «εκχωρείται» συγκεκριμένα στη νεωτερικότητα ή τη μετανεωτερικότητα.
Ανάλογα με το πεδίο, η νεωτερικότητα μπορεί να αναφέρεται σε διαφορετικές χρονικές περιόδους ή ποιότητες. Στην ιστοριογραφία η περίοδος από τον 16ο έως τον 18ο αιώνα περιγράφονται συνήθως ως Πρώιμη νεότερη περίοδος, ενώ ο μακρύς 19ος αιώνας αντιστοιχεί στην καθαυτή Νεότερη εποχή. Από τη μία πλευρά η νεωτερικότητα περιλαμβάνει ένα ευρύ φάσμα αλληλένδετων ιστορικών διεργασιών και πολιτισμικών φαινομένων (από τη μόδα έως τη διεξαγωγή του πολέμου), ενώ από την άλλη ο όρος αναφέρεται στην υποκειμενική ή υπαρξιακή εμπειρία των συνθηκών που παράγουν αυτά τα φαινόμενα, καθώς και στη συνεχιζόμενη επίπτωσή τους πάνω στον ανθρώπινο πολιτισμό, τους θεσμούς και την πολιτική.[1]
Ως αναλυτική έννοια και ιδέα, η νεωτερικότητα είναι στενά συνδεδεμένη με το ήθος του φιλοσοφικού και αισθητικού μοντερνισμού, των πολιτικών και διανοητικών ρευμάτων που διασταυρώνονται με τον Διαφωτισμό, των μετέπειτα ρευμάτων όπως ο υπαρξισμός, η μοντέρνα τέχνη. Ακόμα είναι συνδεδεμένη με την τυπική καθιέρωση των ίδιων των κοινωνικών επιστημών, καθώς και αντιθετικές ταυτόχρονες ιδεολογίες, όπως ο μαρξισμός. Επίσης συμπεριλαμβάνει τις κοινωνικές σχέσεις που συνδέονται με την ανάπτυξη του καπιταλισμού στη βιομηχανική κοινωνία, καθώς και τις μεταβολές σε συμπεριφορές που σχετίζονται με την εκκοσμίκευση, τη φιλελευθεροποίηση, τον εκσυγχρονισμό και τέλος τη μεταβιομηχανική προσωπική ζωή.[1]
Από τα τέλη του 19ου αιώνα η τέχνη, οι πολιτικοί θεσμοί, η επιστήμη και τεχνολογία και η κουλτούρα της νεωτερικότητας εξήλθαν από τα όρια της Δυτικής Ευρώπης και της Βόρειας Αμερικής, και άρχισαν να κυριαρχούν στο μεγαλύτερο μέρος του ανθρώπινου πληθυσμού της Γης. Παρουσιάστηκαν και αντιδράσεις, όπως το Αντιδυτικό αίσθημα και τις αντιδράσεις εναντία στην παγκοσμιοποίηση. Η σύγχρονη εποχή είναι στενά συνδεδεμένη με την ανάπτυξη του ατομικισμού[2], του καπιταλισμού[3], της αστικοποιήσεως[2], καθώς και με μια πίστη στις σχεδόν απεριόριστες δυνατότητες της τεχνολογικής, αλλά και της πολιτικής προόδου.[4][5] Οι Παγκόσμιοι Πόλεμοι και τα παρουσιαζόμενα ως καινοφανή προβλήματα του μεταπολεμικού κόσμου, πολλά εκ των οποίων οφείλονται στην ταχύτητα των αλλαγών και στις συναφείς απώλειες ισχύος των παραδόσεων και των θρησκευτικών ηθικών κανόνων, οδήγησαν σε πολλές αντιδράσεις κατά των σύγχρονων εξελίξεων.[6][7] Η αισιοδοξία και η πίστη στην αδιάλειπτη πρόοδο έχει επικριθεί πρόσφατα από τον μεταμοντερνισμό, ενώ η the κυριαρχία της Ευρώπης και της αγγλοσαξονικής Αμερικής πάνω στις άλλες ηπείρους έχει επικριθεί από τη μετα-αποικιοκρατική θεωρία.
Στο πλαίσιο της μελέτης της ιστορίας της τέχνης, η νεωτερικότητα (γαλλ. modernité) έχει μια πιο περιορισμένη σημασία, με τη μοντέρνα τέχνη να καλύπτει τη χρονική περίοδο 1860-1970 περίπου. Η χρήση του όρου με αυτή τη σημασία αποδίδεται στον Σαρλ Μπωντλαίρ, ο οποίος στο δοκίμιο που έγραψε το 1863 με τίτλο «Ο ζωγράφος της σύγχρονης ζωής», προσδιόρισε τη «φευγαλέα, εφήμερη εμπειρία της ζωής σε μια αστική μητρόπολη», και επεσήμανε την ευθύνη που έχει η τέχνη να συλλάβει αυτή την εμπειρία.
Η νεωτερικότητα έχει συνδεθεί με πολιτισμικά και διανοητικά κινήματα από το 1436 μέχρι το 1789, ενώ εκτείνεται μέχρι τη δεκαετία του 1970 ή και μεταγενέστερα.[8]
Σύμφωνα με τον Μάρσαλ Μπέρμαν[9] η νεωτερικότητα διακρίνεται χρονικώς σε τρεις συμβατικές φάσεις, που αποκλήθηκαν «Πρώιμη», «Κλασική» και «Ύστερη» από τον Πήτερ Όσμπορν:[10]
Για τη δεύτερη φάση ο Μπέρμαν θέτει ως βάση την ανάπτυξη και διάδοση των σύγχρονων τεχνολογιών επικοινωνίας. Υπήρξε ωστόσο μεγάλη μεταβολή προς τον εκσυγχρονισμό στο όνομα του βιομηχανικού καπιταλισμού. Στην τρίτη φάση, οι σύγχρονες τέχνες και η ατομική δημιουργικότητα σημάδευσαν την απαρχή μιας νέας, «μοντερνιστικής» περιόδου, που αντιτίθεται σε καταπιεστικές πολιτικές, οικονομικές και άλλες κοινωνικές δυνάμεις, μεταξύ των οποίων και τα ίδια τα ΜΜΕ.[11]
Μερικοί συγγραφείς, όπως ο Λυοτάρ και ο Μπωντριγιάρ, πίστευαν ότι η εποχή της νεωτερικότητας έληξε στα μέσα ή προς τα τέλη του 20ού αιώνα, οπότε όρισαν και μια χρονική περίοδο που διαδέχθηκε τη νεωτερικότητα (μετανεωτερικότητα). Ωστόσο άλλοι θεωρητικοί θεωρούν την περίοδο από τα τέλη του 20ού αιώνα μέχρι σήμερα ως απλώς μία ακόμα φάση της νεωτερικότητας. Ο Ζίγκμουντ Μπάουμαν απεκάλεσε τη φάση αυτή «υγρή νεωτερικότητα», ενώ ο Giddens «υψηλή νεωτερικότητα».[12]
Από πολιτικής απόψεως, η πρώτη φάση της νεωτερικότητας αρχίζει με τα έργα του Νικολό Μακιαβέλι, τα οποία απέρριπταν ανοικτά το μεσαιωνικό και αριστοτελικό πρότυπο αναλύσεως της πολιτικής δια της συγκρίσεως με ιδεώδη περί του πώς θα έπρεπε να είναι τα πράγματα. Ο Μακιαβέλι το αντικαθιστά με τη ρεαλιστική ανάλυση τού πώς είναι στην πραγματικότητα η κατάσταση. Υπεστήριξε επίσης ότι ένας στόχος της πολιτικής είναι ο έλεγχος του τυχαίου ή της μοίρας, και ότι το να επαφίεται κάποιος στη Θεία Πρόνοια οδηγεί στην πραγματικότητα στο κακό. Ο Μακιαβέλι ισχυρίσθηκε ότι βίαιοι διαχωρισμοί μεταξύ των πολιτικών κοινοτήτων είναι αναπόφευκτοι, αλλά μπορούν να καταστούν και πηγή ισχύος, κάτι το οποίο οι νομοθέτες και οι ηγέτες θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τους, και ακόμα και να το ενθαρρύνουν με κάποιους τρόπους.[13]
Οι μακιαβελικές συστάσεις άσκησαν σε κάποιες περιπτώσεις επίδραση πάνω σε βασιλείς και πρίγκιπες, αλλά τελικώς θεωρούνται πλέον ως υποστηρικτικές των ελεύθερων δημοκρατιών σε βάρος των απόλυτων μοναρχιών.[14] Ο Μακιαβέλι επηρέασε τους Φράνσις Μπέικον[15], Τζέιμς Χάρινγκτον[16], Τζον Μίλτον[17], Ντέιβιντ Χιουμ[18] και άλλους.[19]
Σημαντικά σύγχρονα πολιτικά δόγματα που εκπήγασαν από τον νεωτερικό μακιαβελικό ρεαλισμό είναι η πρόταση του Μπέρναρντ Μάντεβιλ ότι «προσωπικά ελαττώματα και κακίες μπορούν, μέσω επιδέξιας διαχειρίσεως ενός ικανού πολιτικού, να μετατραπούν σε δημοσια οφέλη» (είναι η τελευταία γραμμή του βιβλίου του Ο μύθος των μελισσών), καθώς και το δόγμα ενός συνταγματικού διαχωρισμού των εξουσιών, που προτάθηκε καθαρά για πρώτη φορά από τον Μοντεσκιέ. Αμφότερες οι αρχές αυτές είναι ενσωματωμένες μέσα στα συντάγματα των περισσότερων σύγχρονων Δημοκρατιών. Εκτός αυτού, έχει παρατηρηθεί ότι, ενώ ο ρεαλισμός του Μακιαβέλι διέκρινε μια αξία στον πόλεμο και την πολιτική βία, η επιρροή του έχει «δαμασθεί» έτσι ώστε η «χρήσιμη σύγκρουση» έχει μετατραπεί όσο ήταν δυνατόν σε θεσμικό πολιτικό αγώνα και αντιπαράθεση εντός «πολιτισμένου» πλαισίου, ενώ οι οικονομικές συγκρούσεις ανάμεσα σε ελεύθερες ιδιωτικές επιχειρήσεις ενθαρρύνονται υπό το κράτος του νόμου.[20][21]
Από τον Τόμας Χομπς και μετά, έγιναν απόπειρες για την εφαρμογή των μεθόδων των φυσικών επιστημών, όπως προτάθηκε από τον Βάκωνα και τον Καρτέσιο, στα ανθρώπινα πράγματα και στην πολιτική.[22] Αξιοσημείωτες προσπάθειες για τη βελτίωση της μεθοδολογίας αυτής της προσεγγίσεως έγιναν από τους Τζων Λοκ[23], Σπινόζα[24], Τζαμπαττίστα Βίκο[25] και Ρουσσώ.[26].
Η νεωτερικότητα επέδρασε εμφανώς στη θεμελίωση δημοκρατιών με επαναστάσεις, όχι μόνο την Αμερικανική και τη Γαλλική, αλλά και την προηγηθείσα Ολλανδική εξέγερση (16ος αιώνας)[27], καθώς και την Αϊτινή Επανάσταση (1791-1804).[28]
Μια δεύτερη φάση της νεωτερικής πολιτικής σκέψεως αρχίζει με τον Ρουσσώ, ο οποίος αμφισβήτησε τον φυσικό ορθολογισμό και την ανθρώπινη κοινωνικότητα, προτείνοντας ότι η ανθρώπινη φύση ήταν πολύ πιο εύπλαστη από όσο πιστευόταν έως τότε. Με τη λογική αυτή, το τι συνιστά ένα καλό πολιτικό σύστημα ή έναν καλό άνθρωπο εξαρτάται από το τυχαίο μονοπάτι που έχει πάρει ένας ολόκληρος λαός ή ένας άνθρωπος στη διάρκεια της ιστορίας του. Η σκέψη αυτή επηρέασε την πολιτική (και την αισθητική) σκέψη του Ιμμάνουελ Καντ, του Έντμουντ Μπερκ και άλλων, και οδήγησε σε μια κριτική αναθεώρηση της νέας πολιτικής. Από τη συντηρητική πλευρά ο Μπερκ υπεστήριξε ότι η κατανόηση του γεγονότος αυτού ενεθάρρυνε τις προσεκτικές κινήσεις και την αποφυγή των ριζικών αλλαγών. Ωστόσο από την ίδια αντίληψη για τον ανθρώπινο πολιτισμό, ξεπήδησαν και πιο φιλόδοξα κινήματα, αρχικώς ο ρομαντισμός και ο ιστορικισμός, και αργότερα τόσο ο κομμουνισμός του Καρλ Μαρξ, όσο και οι νεωτερικές μορφές του εθνικισμού, μετά τη Γαλλική Επανάσταση, με ακραίο παράδειγμα τον γερμανικό ναζισμό.[29]
Από την άλλη πλευρά, η έννοια της νεωτερικότητας έχει επικριθεί εξαιτίας των ευρωκεντρικών θεμελίων της. Οι μελετητές της αποικιοκρατίας έχουν επικρίνει εν εκτάσει την ευρωκεντρική φύση της νεωτερικότητας, ιδίως την απεικόνισή της ως μιας γραμμικής διεργασίας που γεννήθηκε στην Ευρώπη και στη συνέχεια εξαπλώθηκε (ή επιβλήθηκε) σε όλο τον υπόλοιπο κόσμο. Ο Dipesh Chakrabarty έγραψε ότι ο ευρωπαϊκός ιστορικισμός θέτει την Ευρώπη στο βάθρο του αποκλειστικού λίκνου της νεωτερικότητας, τοποθετώντας Ευρωπαίους διανοητές και θεσμούς στο κέντρο του Διαφωτισμού, της προόδου και της καινοτομίας. Το αφήγημα αυτό περιθωριοποιεί τους μη-Δυτικούς διανοητές, ιδέες και επιτεύγματα, μειώνοντάς τα είτε σε αποκλίσεις από, είτε σε καθυστερήσεις σε μία κατά τα άλλα υποτίθεται παγκόσμια τροχιά σύγχρονης αναπτύξεως της ανθρωπότητας.[30] Ο Φραντς Φάνον εκθέτει την υποκρισία της ευρωπαϊκής νεωτερικότητας, η οποία προάγει τα ιδεώδη της προόδου και του ορθολογισμού, ενώ αποκρύπτει το κατά πόσο η οικονομική ανάπτυξη της Ευρώπης οφείλεται στην εκμετάλλευση, τη βία και την απανθρωποποίηση που αποτελούσαν οργανικό μέρος της αποικιοκρατίας.[31] Παρομοίως, ο Gurminder K. Bhambra υπεστήριξε ότι πέρα από την οικονομική πρόοδο οι Δυτικές δυνάμεις «εκσυγχρονίσθηκαν» μέσα από την αποικιοκρατία, αποδεικνύοντας ότι πρόοδοι όπως τα συστήματα πρόνοιας και υγείας της Βρετανίας έγιναν εφικτές κατά μεγάλο μέρος χάρη στον πλούτο που εξάχθηκε από την αποικιοκρατική εκμετάλλευση.[32]
Στην κοινωνιολογία, μια επιστήμη που αναδύθηκε κατά τον Harriss ως ευθεία απάντηση στα κοινωνικά προβλήματα της νεωτερικότητας[33], ο όρος «νεωτερικότητα» αναφέρεται γενικώς στις κοινωνικές συνθήκες, τις διεργασίες και στάση ζωής που εμφανίσθηκαν ως συνέπεια του Διαφωτισμού. Στο πιο βασικό επίπεδο, ο κοινωνιολόγος Άντονι Γκίντενς περιγράφει τη νεωτερικότητα ως εξής:
... ένας περιληπτικός όρος για τη σύγχρονη κοινωνία ή τον βιομηχανικό πολιτισμό. Απεικονιζόμενος λεπτομερέστερα, συνδέεται με 1) ένα ορισμένο σύνολο στάσεων έναντι του κόσμου, η ιδέα ότι ο κόσμος είναι ανοικτός προς τον μετασχηματισμό μέσα από την ανθρώπινη παρέμβαση, (2) ένα συγκρότημα οικονομικών θεσμών, βιομηχανικής παραγωγής και μιας οικονομίας της αγοράς και 3) ένα συγκεκριμένο φάσμα πολιτικών θεσμών, μεταξύ των οποίων το έθνος-κράτος και η δημοκρατία με γενικευμένο το δικαίωμα του εκλέγειν και του εκλέγεσθαι. Κυρίως ως αποτέλεσμα αυτών των χαρακτηριστικών, η νεωτερικότητα είναι πολύ πιο δυναμική από ό,τι οποιοσδήποτε προηγούμενος τύπος κοινωνικής τάξεως. Είναι μία κοινωνία (πιο τεχνικά ένα σύμπλεγμα θεσμών) που, αντίθετα με οποιονδήποτε προηγούμενο πολιτισμό, ζει στο μέλλον αντί για το παρελθόν.[34]
Τέτοιοι ορισμοί έχουν επικριθεί από άλλες πλευρές ως μια απλή παράθεση χαρακτηριστικών. Υποστηρίζεται ότι η νεωτερικότητα, συνεκτικώς κατανοημένη ως καθοριζόμενη από ένα οντολογικό κυρίαρχο σχήμα, χρειάζεται να ορισθεί πολύ πιο θεμελιακά, με όρους διαφορετικών τρόπων υπάρξως του ανθρώπου μέσα στην κοινωνία:
Το μοντέρνο ορίζεται έτσι από τον τρόπο με τον οποίο οι προηγούμενες αξίες του κοινωνικού βίου ... επαναδομούνται μέσα από μια κονστρουκτιβιστική επαναπλαισίωση κοινωνικών πρακτικών σε σχέση με βασικές κατηγορίες της υπάρξεως, που είναι κοινές σε όλα τα ανθρώπινα όντα: χρόνος, χώρος, ενσωμάτωση, απόδοση και γνώση.[35]
Αυτό σημαίνει ότι η νεωτερικότητα επικάθεται πάνω από προγενέστερες διαμορφώσεις του παραδοσιακού και θεσμισμένου βίου, χωρίς απαραιτήτως να τις αντικαθιστά. Σε ένα δοκίμιο επισκοπήσεως το 2006, ο ιστορικός Michael Saler επεξέτεινε και έδωσε ουσία σε αυτή τη θέση, σημειώνοντας ότι οι μελέτες είχαν αποκαλύψει ιστορικές όψεις της νεωτερικότητας που περιελάμβαναν τόσο τον «μεταφυσικότροπο» βίο όσο και την ορθολογικοποίηση και περιθωριοποίηση της θρησκείας. Οι ύστεροι Βικτωριανοί, για παράδειγμα, «συζητούσαν περί θετικών επιστημών με όρους μαγικών επιρροών και ζωτικών αντιστοιχήσεων, καθώς όταν ο βιταλισμός άρχισε να ξεπερνιέται από πιο μηχανιστικές ερμηνείες [της φύσεως] τη δεκαετία του 1830, η μαγεία παρέμενε ακόμη μέρος της συζητήσεως: τώρα βεβαίως την αποκαλούσαν "φυσική μαγεία", αλλά δεν ήταν λιγότερο "θαυμαστή" ως απόρροια προβλέψιμων φυσικών διεργασιών.» Η λαϊκή ή μαζική κουλτούρα, παρά τις «επιπολαιότητες, παραλογισμούς, προκαταλήψεις και προβλήματά της», κατέστη «άλλη μία ζωτική πηγή συνεκτικών και ορθολογικών μεταφυσικών απόψεων». Ο αποκρυφισμός μπορούσε να συνεισφέρει στα συμπεράσματα στα οποία έφθαναν οι σύγχρονοι ψυχολόγοι και προήγε μια «ικανοποίηση» που βρισκόταν σε αυτή την έκφανση του πολιτισμού. Επιπροσθέτως, ο Saler παρετήρησε ότι: «διαφορετικές περιγραφές της νεωτερικότητας μπορεί να τονίζουν διάφορους συνδυασμούς ή κάποιους παράγοντες σε σχέση με άλλους ... Η νεωτερικότητα ορίζεται λιγότερο από δυαδικές σχέσεις ταξινομημένες σε μια υπονοούμενη ιεραρχική δομή, ή από τον διαλεκτικό μετασχηματισμό ενός όρου στον αντίθετό του, και περισσότερο από αξεδιάλυτες αντιφάσεις και αντιθέσεις, ή αντινομίες: η νεωτερικότητα έχει το πρόσωπο του Ιανού.»[36]
Το 2020 ο Τζέισον Κρώφορντ επέκρινε αυτή την πρόσφατη ιστοριογραφική σύνδεση μεταξύ νεωτερικότητας και μεταφυσικής σκέψεως. Η ιστορικότητα της μεταφυσικής σε μαζικές και εγγράμματες κουλτούρες «ίσως να προσφέρει κάποια παρηγορία στους πολίτες μιας εκκοσμικευμένης κοινωνίας, αλλά δεν μεταβάλλουν ουσιωδώς τη συνθήκη της κοινωνίας αυτής». Αυτές οι μεταφυσικές προσέφεραν «ένα είδος μη-πραγματικότητας», όλο και περισσότερο αποχωρισμένης από τη νεωτερικότητα.[37] Οι Περ Όστεργκαρντ και Τζέιμς Φίτσετ προήγαγαν την άποψη ότι ο λαϊκός μαζικός πολιτισμός, ενώ παράγει και πηγές για μεταφυσική, παράγει συνηθέστερα «προσομοιώσεις» «μεταφυσικών» και «εκκοσμικεύσεων» για «καταναλωτές» τους.[38]
Η εποχή της νεωτερικότητας χαρακτηρίζεται κοινωνικώς από την εκβιομηχάνιση και την κατανομή εργασίας, και φιλοσοφικώς από «την απώλεια της βεβαιότητας και τη συνειδητοποίηση ότι η βεβαιότητα δεν μπορεί ποτέ να εξασφαλισθεί μια για πάντα».[39] Με τις νέες κοινωνικές και φιλοσοφικές συνθήκες αναδύθηκαν θεμελιώδεις νέες προκλήσεις. Διάφοροι διανοούμενοι του 19ου αιώνα, από τον Ωγκύστ Κοντ μέχρι τον Καρλ Μαρξ και τον Σίγκμουντ Φρόυντ, επεχείρησαν να προσφέρουν επιστημονικές και/ή πολιτικές ιδεολογίες στο κύμα της εκκοσμικεύσεως. Εξ αυτού, η νεωτερικότητα μπορεί να χαρακτηρισθεί ως η «εποχή των ιδεολογιών».[40]
Για τον Μαρξ, αυτό που ήταν η βάση της νεωτερικότητας ήταν η εμφάνιση του καπιταλισμού και της επαναστατικής αστικής τάξεως, η οποία οδήγησε σε μια χωρίς προηγούμενο επέκταση των παραγωγικών δυνάμεων και στη δημιουργία της παγκόσμιας αγοράς. Ο Ντιρκέμ προσέγγισε την έννοια της νεωτερικότητας από μια άλλη οπτική γωνία, ακολουθώντας τις ιδέες του Σαιν-Σιμόν σχετικώς με το βιομηχανικό σύστημα. Αν και η αφετηρία είναι η ίδια με εκείνη του Μαρξ, η φεουδαρχική κοινωνία, ο Ντιρκέμ τονίζει πολύ λιγότερο την ανάδυση της αστικής τάξεως ως μιας επαναστατικής οντότητας και πολύ σπάνια αναφέρεται στον καπιταλισμό σχετικά με τον νέο τρόπο παραγωγής που αυτός εφάρμοσε. Το θεμελιώδες κίνητρο και η ορμή της νεωτερικότητας ήταν μάλλον η εκβιομηχάνιση, συνοδευόμενη από τις νέες δυνάμεις των θετικών επιστημών. Στο έργο του Μαξ Βέμπερ η νεωτερικότητα είναι στενά συνδεδεμένη με την ορθολογικοποίηση και την εκκοσμίκευση της κοινωνίας.[41]
Διανοητές της κριτικής θεωρίας όπως ο Τέοντορ Αντόρνο και ο Ζίγκμουντ Μπάουμαν υποστηρίζουν ότι η νεωτερικότητα ή η εκβιομηχάνιση αντιπροσωπεύει μια απόκλιση από τις κεντρικές θέσεις του Διαφωτισμού και μια προσέγγιση σε διεργασίες κοινωνικής αποξενώσεως.[42][43] Η σύγχρονη κοινωνιολογική κριτική θεωρία παρουσιάζει την έννοια του εξορθολογισμού ακόμα πιο αρνητικά από ό,τι υπεστήριξε αρχικώς ο Βέμπερ. Οι διεργασίες του εξορθολογισμού ως «προόδου για την πρόοδο» μπορεί να έχουν σε πολλές περιπτώσεις, κατά την κριτική θεωρία, αρνητική και απανθρωποποιητική επίδραση στη σύγχρονη κοινωνία.[42][44]
Ο Διαφωτισμός, νοούμενος με την ευρύτερη δυνατή έννοια ως η προαγωγή της σκέψης, αποσκοπούσε πάντοτε στην απελευθέρωση των ανθρώπινων πλασμάτων από τον φόβο και στην ανάδειξή τους σε κυρίαρχους του εαυτού τους. Και όμως η εντελώς «διαφωτισμένη» Γη ακτινοβολεί κάτω από το ζώδιο της θριαμβεύουσας καταστροφής.[45]
Αυτό που προτρέπει τόσο πολλούς σχολιαστές να ομιλούν για το «τέλος της Ιστορίας», για τη μετανεωτερικότητα, τη «δεύτερη νεωτερικότητα» και την «επινεωτερικότητα», ή να εκφράζουν τη διαίσθηση μιας ριζικής αλλαγής στη διάταξη της ανθρώπινης συμβιώσεως και στις κοινωνικές συνθήκες υπό τις οποίες διεξάγεται σήμερα η πολιτική, είναι το γεγονός ότι η μακρά προσπάθεια να επιταχυνθεί η κάθε κίνηση έχει προς το παρόν φθάσει στο «φυσικό όριό» της. Η ενέργεια μπορεί να κινηθεί με την ταχύτητα του ηλεκτρικού σήματος – οπότε ο χρόνος που απαιτείται για τη μετάδοσή της έχει αναχθεί πρακτικώς στο μηδέν. Για όλους τους πρακτικούς σκοπούς, η ενέργεια έχει γίνει αληθινά μη-τοπική, μη δεσμευόμενη ή επιβραδυνόμενη από χωρικές αντιστάσεις (η έλευση των κινητών τηλεφώνων μπορεί πολύ καλά να χρησιμεύσει ως ένα συμβολικό τελικό χτύπημα κατά της εξαρτήσεως από τον χώρο: ακόμη και η προσβαση σε έναν χώρο με τηλέφωνο δεν είναι απαραίτητη για να δοθεί μία εντολή και να παρακολουθηθεί μέχρι το αποτέλεσμά της.[46]
Ως συνέπεια της συζητήσεως περί οικονομικής παγκοσμιοποιήσεως, συγκριτικής αναλύσεως των πολιτισμών και της μετα-αποικιακής απόψεως για «εναλλακτικές νεωτερικότητες», ο Σμουέλ Άιζενσταντ εισήγαγε την έννοια των «πολλαπλών νεωτερικοτήτων».[47][39] Η νεωτερικότητα ως μια «πολλαπλή συνθήκη» διευρύνει τον ορισμό της από την αποκλειστική αναφορά στον Δυτικό πολιτισμό σε έναν πολιτισμικώς σχετικιστικό ορισμό, δηλαδή: «Η νεωτερικότητα δεν είναι εκδυτικισμός και οι κρίσιμες διεργασίες και δυναμική της μπορεί να βρεθούν σε όλες τις κοινωνίες».[39]
Κεντρικό στοιχείο της νεωτερικότητας είναι η «χειραφέτηση από τη θρησκεία», ειδικότερα από την ηγεμονία του Χριστιανισμού (κυρίως μάλιστα του Ρωμαιοκαθολικισμού), και η συνακόλουθη εκκοσμίκευση. Σύμφωνα με διανοητές όπως οι Fackenheim και Husserl, η νεωτερική σκέψη αποκηρύσσει την ιουδαιοχριστιανική πίστη στον βιβλικό Θεό ως απλό υπόλειμμα δεισιδαιμονικών εποχών.[48] Αυτό ξεκίνησε με την επαναστατική καρτεσιανή αμφιβολία, που μετεμόρφωσε την έννοια της αλήθειας στην έννοια της βεβαιότητας, της οποίας ο μόνος εγγυητής δεν είναι πλέον ο Θεός ή η Εκκλησία, αλλά η υποκειμενική κρίση του Ανθρώπου.
Οι θεολόγοι έχουν προσαρμοσθεί με διαφορετικούς τρόπους στην πρόκληση της νεωτερικότητας. Η φιλελεύθερη θεολογία έχει επιχειρήσει κατά τα τελευταία 200 έτη ή και περισσότερο, με διάφορες βελτιώσεις, να συμβιβασθεί, ή τουλάχιστον να ανεχθεί τη σύγχρονη αμφιβολία στη χριστιανική αποκάλυψη, ενώ οι συντηρητικοί Ρωμαιοκαθολικοί, οι Ορθόδοξες Εκκλησίες και οι φονταμενταλιστές Προτεστάντες έχουν επιχειρήσει να την αντικρούσουν, αποκηρύσσοντας τον σκεπτικισμό κάθε είδους.[49][50][51][52]
Κατά τον 16ο και τον 17ο αιώνα ο Κοπέρνικος, ο Κέπλερ, ο Γαλιλαίος και άλλοι ανέπτυξαν μια νέα προσέγγιση στην αστρονομία και τη φυσική, η οποία άλλαξε τον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι σκέπτονταν σχετικώς με πολλά πράγματα. Ο Κοπέρνικος παρουσίασε νέα πρότυπα για το Σύμπαν, που δεν τοποθετούσαν πλέον τη Γη, το λίκνο της ανθρωπότητας, στο κέντρο του. Ο Κέπλερ εφάρμοσε τα μαθηματικά στις υποθέσεις του και μπόρεσε να περιγράψει έτσι τη Φύση. Ο Γαλιλαίος απέδειξε την ομοιόμορφη επιτάχυνση όλων των σωμάτων κατά την ελεύθερη πτώση όχι μόνο με το περίφημο πείραμά του, αλλά και με τη χρήση των μαθηματικών.[53]
Ο Βάκωνας, ιδίως στο Novum Organum, υπεστήριξε μια νέα μεθοδολογική προσέγγιση στην επιστήμη, βασισμένη πάνω στο πείραμα. Δεν ήταν πάντως υλιστής, καθώς κάνει λόγο για τα δύο βιβλία του Θεού: τον Λόγο του Θεού (Αγία Γραφή) και το έργο του Θεού (τη Φύση).[54] Αλλά προσέθεσε μία θεματική, ότι η επιστήμη θα έπρεπε να επιδιώκει να ελέγξει τη φύση για το καλό της ανθρωπότητας και όχι να την καταλάβει απλώς για χάρη της κατανοήσεως. Σε αμφότερα είχε επηρεασθεί από τον Μακιαβέλλι και την κριτική του για τον μεσαιωνικό Σχολαστικισμό.[53]
Επηρεασμένος τόσο από τη νέα φυσική του Γαλιλαίου όσο και από τον Βάκωνα, ο Καρτέσιος υπεστήριξε λίγο αργότερα ότι τα μαθηματικά και η γεωμετρία παρείχαν ένα πρότυπο για το πώς η επιστημονική γνώση θα μπορούσε να συσσωρευθεί με μικρά βήματα. Ο Καρτέσιος υπεστήριξε επίσης ανοικτά ότι τα ίδια τα ανθρώπινα όντα θα μπορούσαν να κατανοηθούν ως πολυσύνθετες μηχανές.[55]
Ο Ισαάκ Νεύτων, επηρεασμένος από τον Καρτέσιο, αλλά και υπέρμαχος του πειραματισμού ο ίδιος, έδωσε το αρχετυπικό παράδειγμα τού πώς τα καρτεσιανά μαθηματικά, η γεωμετρία και η θεωρητική παραγωγική συλλογιστική από τη μία πλευρά, και το πείραμα, η παρατήρηση και η επαγωγική συλλογιστική από την άλλη, μπορούσαν από κοινού να οδηγήσουν σε μεγάλες προόδους στην κατανόηση των κανονικοτήτων στη Φύση (φυσικοί νόμοι).[56]
Ως προς την τεχνολογία, μία συνήθης έννοια της νεωτερικότητας είναι η εξέλιξη της ιστορίας της Δύσεως από την επινόηση (στην Ευρώπη, διότι οι Κινέζοι τα είχαν εφεύρει πολύ νωρίτερα) των κινητών τυπογραφικών στοιχείων και του τυπογραφικού πιεστηρίου στα μέσα του 15ου αιώνα και μετά.[57] Σε αυτό το πλαίσιο η σύγχρονη κοινωνία λέγεται ότι αναπτύχθηκε κατά στάδια σε πολλές εποχές και επηρεάσθηκε από σημαντικά γεγονότα και τεχνολογικές καινοτομίες, που αντιπροσωπεύουν τομές στη συνέχεια.[58][59][60]
Την εποχή κατά την οποία η νεότερη πολιτική σκέψη είχε ήδη διαδοθεί ευρύτατα στη Γαλλία, η επανεξέταση της ανθρώπινης φύσεως από τον Ζαν-Ζακ Ρουσσώ οδήγησε σε μια νέα κριτική σχετικώς με την αξία του ίδιου του λόγου, που με τη σειρά της έφερε μια καινούργια κατανόηση λιγότερο ορθολογικών ανθρώπινων δραστηριοτήτων, ιδίως των καλών τεχνών. Η αρχική επίδραση ασκήθηκε πάνω στα ρεύματα που είναι γνωστά ως γερμανικός ιδεαλισμός και ρομαντισμός, τον 18ο και τον 19ο αιώνα. Συνεπώς η μοντέρνα τέχνη ανήκει στις δύο τελευταίες φάσεις της νεωτερικότητας.[61]
Για τον λόγο αυτόν, οι ιστορικοί της τέχνης διατηρούν τον όρο «νεωτερικότητα» ως ξεχωριστή έννοια από τους όρους «νεότερη εποχή» και «μοντερνισμός», επειδή «η νεωτερικότητα αναφέρεται στην πολιτισμική συνθήκη στην οποία μια φαινομενικά απόλυτη αναγκαιότητα για καινοτομία καθίσταται βασική πραγματικότητα του βίου, του έργου και της σκέψεως». Και η νεωτερικότητα στην τέχνη «είναι κάτι περισσότερο από την απλή κατάσταση του να είναι κάτι μοντέρνο, ή από την αντίθεση ανάμεσα στο παλαιό και το νέο».[62]
Στο δοκίμιό του «Ο ζωγράφος της σύγχρονης ζωής» (1863) ο Σαρλ Μπωντλαίρ δινει έναν λογοτεχνικό ορισμό: «Με τη νεωτερικότητα εννοώ το μεταβατικό, το φευγαλέο, το απρόβλεπτο.»[63]
Η προελαύνουσα τεχνολογική καινοτομία, επηρεάζοντας την καλλιτεχνική μέθοδο και τα μέσα δημιουργίας, μετέβαλε ταχύτατα τις δυνατότητες της τέχνης και της θέσεώς της σε μια ταχέως μεταβαλλόμενη κοινωνία. Π.χ. η φωτογραφία ήταν μια πρόκληση για τη θέση του ζωγράφου και της τέχνης της ζωγραφικής, ενώ η αρχιτεκτονική μετασχηματίσθηκε από τη διαθεσιμότητα του χάλυβα στη δόμηση.
Σύμφωνα με τον συντηρητικό Προτεστάντη θεολόγο Τόμας Κλαρκ Όντεν, η νεωτερικότητα χαρακτηρίζεται από μία τετράδα «θεμελιωδών αξιών»[64]:
Η νεωτερικότητα απορρίπτει καθετί το «παλαιό» και καθιστά τον «νεωτερισμό ... ένα κριτήριο για την αλήθεια». Αυτό έχει ως αποτέλεσμα μια μεγάλη «φοβική αντίδραση σε καθετί το προνεωτερικό». Αντιθέτως, η «κλασική χριστιανική συνείδηση» αντιστάθηκε στους «νεωτερισμούς».[64]
Στον Ρωμαιοκαθολικισμό, οι Πάπες Πίος Θ΄ και Πίος Ι΄ ισχυρίσθηκαν ότι ο «μοντερνισμός» εντός της Εκκλησίας (οριζόμενος ως οι προσπάθειες να συμφιλιωθεί ο Καθολικισμός με τη σύγχρονη κουλτούρα, αλλά και η κατανόηση της Αγίας Γραφής υπό το φως της ιστορικο-κριτικής μεθόδου) αποτελεί κίνδυνο για τη χριστιανική πίστη. Ο Πίος Θ΄ συνέταξε ένα Syllabus λαθών, που δημοσιεύθηκε στις 8 Δεκεμβρίου 1864, προκειμένου να περιγράψει τις αντιρρήσεις του στον μοντερνισμό.[65] Ο Πίος Ι΄ επεξεργάσθηκε περαιτέρω τα χαρακτηριστικά και τις επιπτώσεις του μοντερνισμού σε μια εγκύκλιό του υπό τον τίτλο «Pascendi Dominici gregis» (= «Τρέφοντας το ποίμνιο του Κυρίου»), που δημοσιεύθηκε στις 8 Σεπτεμβρίου 1907.[66] Η εγκύκλιος ισχυρίζεται ότι οι αρχές του μοντερνισμού, ωθούμενες σε ένα λογικό συμπέρασμα, οδηγούν στον αθεϊσμό. Η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία ήταν τόσο σοβαρή σχετικώς με την απειλή αυτή, ώστε απαίτησε το 1910 από όλο τον κλήρο της, τους εξομολογητές, τους ιεροκήρυκες και τους καθηγητές στις θεολογικές σχολές της να δίνουν έναν όρκο «κατά του μοντερνισμού»[67], κάτι που ίσχυε μέχρι το 1967, οπότε ανακλήθηκε στα πλαίσια των αποφάσεων της Β΄ Συνόδου του Βατικανού.
Από τους διαθέσιμους εννοιολογικούς ορισμούς στην κοινωνιολογία, σήμερα η νεωτερικότητα «χαρακτηρίζεται και καθορίζεται από μια εμμονή με τα δεδομένα, τον πολιτισμό της εικόνας και την προσωπική ορατότητα.[68] Γενικότερα, η κοινωνική ολοκλήρωση μεγάλης κλίμακας που συνιστά τη νεωτερικότητα περιλαμβάνει τα εξής: