Νικόλαος Ορσίνι | |
---|---|
Γενικές πληροφορίες | |
Γέννηση | 1295 |
Θάνατος | 1323 |
Συνθήκες θανάτου | ανθρωποκτονία |
Χώρα πολιτογράφησης | Βυζαντινή Αυτοκρατορία |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Ιδιότητα | μονάρχης |
Οικογένεια | |
Σύζυγος | Άννα Παλαιολογίνα |
Γονείς | Ιωάννης Α΄ Ορσίνι και Μαρία Αγγελίνα Κομνηνή Δούκαινα |
Αδέλφια | Ιωάννης Β΄ Ορσίνι Γκυ Ορσίνι Μαργαρίτα Ορσίνι |
Οικογένεια | οικογένεια Ορσίνι |
Αξιώματα και βραβεύσεις | |
Αξίωμα | Παλατινός Κόμης Κεφαλληνίας και Ζακύνθου (1317–1323) Δεσπότης της Ηπείρου (1318–1323) |
Θυρεός | |
Σχετικά πολυμέσα | |
Ο Νικόλαος Ορσίνι (Nicola Orsini, 1295 - 1323) ήταν Κόμης Παλατινός της Κεφαλληνίας και της Ζακύνθου 1317 – 1323 και Δεσπότης της Ηπείρου 1318 – 1323.[1]
Πατέρας του ήταν ο Ιωάννης Α΄ Ορσίνι, Παλατινός Κόμης Κεφαλληνίας και Ζακύνθου. Μητέρα του η Μαρία Αγγελίνα, κόρη του Νικηφόρου Α' Καμνηνού Δούκα Αγγέλου, Δεσπότη της Ηπείρου.[1]
Ο Νικόλαος Ορσίνι ανέλαβε την Παλατινή Κομητεία της Κεφαλληνίας και Ζακύνθου μετά το θάνατο του πατέρα του Ιωάννη Α’ Ορσίνι το 1317, αναγνωρίζοντας την επικυριαρχία του βασιλιά της Νάπολης, Καρόλου Β’ των Καπετιδών-Ανζού. Το ενδιαφέρον του όμως στράφηκε γρήγορα στο Δεσποτάτο της Ηπείρου όπου Δεσπότης ήταν ο θείος του Θωμάς Α' Κομνηνός Δούκας Άγγελος.[1]
Ο Δεσπότης της Ηπείρου Θωμάς Α' Κομνηνός Δούκας Άγγελος είχε αρνηθεί να επιτρέψει στην αδελφή του Μαρία, να συμμετέχει στην διανομή της πατρικής τους περιουσίας. Η Μαρία ήταν μητέρα του Νικολάου Β' Ορσίνι. Για τον λόγο αυτό, το 1318 ο Νικόλαος, αφού ανέθεσε την διοίκηση της κομητείας του στον αδελφό του Ιωάννη Β’ Ορσίνι, μετέβη στην Ήπειρο για να λύσει τις κληρονομικές διαφορές πού προέκυψαν με τον Θείο του. Μη βρίσκοντας όμως λύση, ο Νικόλαος σκοτώνει τον θείο του Θωμά Α’, τελευταίο απόγονο των Αγγέλων δεσποτών της Ηπείρου, που κυβέρνησαν την Ήπειρο για 114 χρόνια.[1] Οι πράξεις όμως αυτές του Νικολάου εξόργησαν τους Βυζαντινούς, τους Σέρβους και τους Ανδεγαυούς. Όλοι τον θεωρούσαν παράνομο σφετεριστή των κτήσεων του Θωμά Α' και έσπευσαν να αρπάξουν τα εδάφη που αυτός όριζε. Πρώτα τα στρατεύματα του Ανδρονίκου Β' κατέλαβαν τον Αυλώνα και τα Ιωάννινα, όπου οι κάτοικοι προτιμούσαν τον αυτοκράτορα από τον Ιταλό δυνάστη.[2]
Το Δεσποτάτο της Ηπείρου διαμελίζεται. Το βόρειο τμήμα γύρω από τα Ιωάννινα κατακτάται από τους Βυζαντινούς ενώ το νότιο και μεγαλύτερο, με πρωτεύουσα την Άρτα περιέρχεται στην κυριότητα του Νικολάου. Επιδιώκοντας να στερεώσει την εξουσία του και να αποκτήσει φιλικότερες σχέσεις με τον Ελληνικό πληθυσμό, παντρεύτηκε τη θεία του, Άννα Παλαιολογίνα, χήρα του Θωμά Α΄, δήλωσε υποτέλεια στον παππού της αυτοκράτορα του Βυζαντίου Ανδρόνικο Β' και έλαβε τον τίτλο του δεσπότη της Ηπείρου, αποκαλώντας τον εαυτό του “Παλατινός κόμης, έλέω Θεού Δεσπότης τής Ρωμανίας".[3]
Ο νέος βασιλιάς της Νάπολης, υιός του Καρόλου Β', ο Ροβέρτος, ζήτησε αμέσως υποτέλεια και όρκο πίστης από τον Νικόλαο, ο οποίος όμως αρνήθηκε και θέλοντας να κολακέψει τους Ηπειρώτες ασπάζεται το Ορθόδοξο Δόγμα και υιοθετεί την Ελληνική γλώσσα την οποία και χρησημοποιεί για την χάραξη της σφραγίδας του.[3] Τον Φεβρουάριο του 1319 ο Ανδρόνικος Β' εξέδοσε χρυσόβουλλο που εξασφάλιζε τα δικαιώματα των κατοίκων των Ιωαννίνων, η δε εκκλησία τους που προηγουμένως υπαγόταν στην υπό των Φράγκων κατεχόμενη Ναύπακτο, αναγορέυτηκε μητρόπολις και της επεστράφηκαν τα κτήματά της που είχαν δημευθή από τους προηγούμενους δυνάστες. Την ίδια χρονιά ο ηγεμώνας της Σερβίας Ούρος κατέλαβε το Δυρράχιον και ετοιμαζόταν να κυριεύσει όλη την Αλβανία. Ο δε Φίλιππος του Τάραντα, ο οποίος είχε παντρευτεί την αδελφή του Θωμά Α' την Θάμαρ και είχε λάβει την υπόσχεση από τον πεθερό του Νικηφόρο Α' να τον διαδεχθεί στην Ήπειρο, βλέποντας ότι οι κτήσεις του στο Δεσποτάτο απειλούνταν, ωχύρωσε μεν την Ναυπακτο και την Κέρκυρα, επεδίωξε δε την συμμαχία του βασιλέως της Ουγγαρίας Καρόλου Μαρτέλλου και του μπάνου της Βοσνίας Μλάδιν, κατά των Σέρβων και των Βυζαντινών. Στην συνέχεια ζήτησε από τον Νικόλαο να δώσει όρκο υποτελείας τον αδελφόν του Ιωάννη, αλλά ο Νικόλαος το αρνήθηκε.[4]
Μετά τον θάνατο της συζύγου του Άννας το 1320, κρίνοντας ότι η φιλία του προς τους Βενετούς θα ήταν προτιμότερη από αυτή των ανίσχυρων Παλαιολόγων, έδωσε όρκο υποτελείας στους Βενετούς, λαμβάνοντας ταυτόχρονα βοήθεια για να καταλάβει και την υπόλοιπη Ήπειρο. Οι προνοητικοί Βενετοί όμως για να μη διακινδυνεύσουν τα εμπορικά τους συμφέροντα με το Βυζάντιο απλά του υπενθύμισαν ότι δεν προσέφερε κάτι το καινούργιο η πρότασή του, έπειδή ό πρόγονος του Μάϊος Ορσίνι ήδη είχε αναγνωρίσει τήν βενετικήν κυριαρχία στα νησιά Κεφαλληνία, Ζάκυνθο και Ιθάκη (Val di Compare)πριν από ένα αιώνα και πλέον. Ο Ιωάννης όμως δεν πτοήθηκε αλλά επωφελούμενος από την διαμάχη του Ανδρόνικου Β' με τον εγγονό του Ανδρόνικο Γ' στην Κωνσταντινούπολη, εκστράτευσε και πολιόρκησε τα Ιωάννινα.[5]
Ο αδελφός του όμως Ιωάννης Β’ Ορσίνι, θέλοντας να σφετεριστεί την Κομητεία Κεφαλληνίας και Ζακύνθου, και αφού έμαθε ότι οι Ιωαννίτες αντιμετώπιζαν εχθρικά τον Νικόλαο, συνεννοήθηκε με αυτούς και σκότωσε τον αδελφό του με τα ίδια του τα χέρια το 1323.[6]
Ο Νικόλαος Ορσίνι ήταν σύζυγος της Άννας Παλαιολογίνας, κόρης του Μιχαήλ Θ΄ Αυτοκράτορα των Ρωμαίων. Δεν έκαναν τέκνα.