Ντανιέλ-Ροπς | |
---|---|
Γενικές πληροφορίες | |
Όνομα στη μητρική γλώσσα | Daniel-Rops (Γαλλικά) |
Γέννηση | 19 Ιανουαρίου 1901[1][2][3] Επινάλ[4] |
Θάνατος | 27 Ιουλίου 1965[1][2][3] Τρεσέρβ |
Χώρα πολιτογράφησης | Γαλλία |
Θρησκεία | Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία |
Εκπαίδευση και γλώσσες | |
Μητρική γλώσσα | Γαλλικά |
Ομιλούμενες γλώσσες | Γαλλικά[5] |
Σπουδές | Πανεπιστήμιο της Λυών |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Ιδιότητα | εκκλησιαστικός ιστορικός ιστορικός[6] συγγραφέας[6] μυθιστοριογράφος διδάσκων πανεπιστημίου ποιητής κριτικός λογοτεχνίας δοκιμιογράφος αρχισυντάκτης εφημερίδας |
Εργοδότης | Πανεπιστήμιο της Λυών |
Αξιώματα και βραβεύσεις | |
Αξίωμα | 7η έδρα της Γαλλικής Ακαδημίας (1955–1965)[7] |
Βραβεύσεις | Ιππότης Διοικητής της Τάξης του Αγίου Γρηγορίου του Μέγα Ταξιάρχης της Λεγεώνας της Τιμής (14 Απριλίου 1962)[8] Μεγάλο βραβείο λογοτεχνίας της Γαλλικής Ακαδημίας (1946) Alfred Née Award (1939) Paul Flat Prize (1927) Αξιωματικός της Λεγεώνας της Τιμής (20 Σεπτεμβρίου 1954)[8] Ιππότης της Λεγεώνας της Τιμής (26 Ιανουαρίου 1948)[8] |
Υπογραφή | |
Σχετικά πολυμέσα | |
Ο Ανρί Ντανιέλ-Ροπς (γαλλ. Henri Daniel-Rops, 19 Ιανουαρίου 1901 – 27 Ιουλίου 1965), γνωστός και απλώς ως Ντανιέλ-Ροπς, ήταν Γάλλος συγγραφέας, ακαδημαϊκός και ιστορικός, του οποίου το αληθινό ονοματεπώνυμο ήταν Ανρί Πετιό (Henri Petiot).
Ο Ντανιέλ-Ροπς γεννήθηκε στο Επινάλ και ήταν γιος αξιωματικού του στρατού. Σπούδασε στη Νομική και τη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου της Γκρενόμπλ, περνώντας στις εξετάσεις του Agrégation ώστε να διδάξει Ιστορία στη μέση εκπαίδευση το 1922, σε ηλικία μόλις 21 ετών (ο νεότερος τότε σε όλη τη Γαλλία). Διορίσθηκε αρχικώς στο Σαμπερύ, μετά στην Amiens και τέλος στο Παρίσι. Στα τέλη της ίδιας δεκαετίας άρχισε και τη συγγραφική του σταδιοδρομία με το δοκίμιο Notre inquiétude («Η ανησυχία μας», 1926), το μυθιστόρημα L'âme obscure («Η σκοτεινή ψυχή», 1929) και με αρκετά άρθρα σε περιοδικά όπως τα Correspondent, Notre Temps και La Revue des vivants.
Ο Ντανιέλ-Ροπς, που είχε δεχθεί χριστιανική ανατροφή από την οικογένειά του, είχε γίνει αγνωστικιστής στις αρχές της δεκαετίας του 1920. Στο Notre inquiétude το θέμα του ήταν η απώλεια νοήματος και κατευθύνσεως για την ανθρωπότητα σε έναν όλο και πιο βιομηχανοποιημένο και μηχανικό κόσμο. Βλέποντας τη δυστυχία και την κοινωνική αδικία γύρω του, καθώς και τη φαινομενική αδιαφορία των Χριστιανών προς αυτούς που αποκαλούσαν αδελφούς τους, αμφισβήτησε το εάν ο Χριστιανισμός εξακολουθούσε να αποτελεί μια ζωντανή δύναμη στον κόσμο.[9]
Οι εναλλακτικές πορείες, ωστόσο, δεν τού φαίνονταν καλύτερες. Ο μαρξισμός ισχυριζόταν ότι απασχολείτο με την υλική εξασφάλιση των ανθρώπων, αλλά αγνοούσε τις μη υλικές ανάγκες τους, κάτι που για τον Ντανιέλ-Ροπς ήταν απαράδεκτο. Τη δεκαετία του 1930 επέστρεψε στη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, έχοντας φθάσει να αισθάνεται πως, παρά τις αδυναμίες των Χριστιανών, μόνο μέσα από τον Χριστιανισμό η τεχνολογική εποχή μπορούσε να συμφιλιωθεί με τις εσώτερες ανάγκες της ανθρωπότητας.[9]
Αρχίζοντας από το 1931, έγραψε περισσότερο για τον Ρωμαιοκαθολικισμό, μετά από συμβουλή του Χριστιανού υπαρξιστή Γκαμπριέλ Μαρσέλ (αμφότεροι ήταν μέλη του πολιτικού οργανισμού Ordre Nouveau). Ο Ντανιέλ-Ροπς βοήθησε στη διάδοση των ιδεών της οργανώσεως με βιβλία στα οποία είναι συχνά δύσκολο να ξεχωρίσει κάποιος τις προσωπικές σκέψεις του από τα δόγματα του κινήματος που εκπροσωπούσε. Κατέστη έτσι από τους κορυφαίους εκπροσώπους της πολιτικής ζυμώσεως του ρεύματος του «μη-κονφορμισμού» της δεκαετίας του 1930, με έργα όπως τα Le Monde sans âme («ο Κόσμος χωρίς ψυχή»), Les annés tournantes, Eléments de notre destin και άλλα.
Μετά το 1935 ο Ντανιέλ-Ροπς ξέκοψε κάπως από την Ordre Nouveau και συνεργάσθηκε με τα χριστιανικά εβδομαδιαία περιοδικά Sept και Temps présent. Μέχρι το 1940 είχε δημοσιεύσει αρκετά μυθιστορήματα, βιογραφίες και δοκίμια. Διεύθυνε τη συλλογή «Présences» για λογαριασμό του εκδοτικού οίκου Plon, στα πλαίσια της οποίας εξέδωσε μεταξύ άλλων και το βιβλίο La France et son armée («Η Γαλλία και ο στρατός της») του στρατηγού Σαρλ ντε Γκωλ, που έγινε φίλος του.
Στα χρόνια της Κατοχής, από το 1941 μέχρι το 1944, συνέγραψε τα έργα Le peuple de la Bible («Ο Λαός της Βίβλου») και Jésus et son temps («Ο Ιησούς και η εποχή Του»), τα πρώτα μιας σειράς έργων θρησκευτικής ιστορίας, η οποία κορυφώθηκε με το μνημειώδες Histoire de l'Eglise du Christ («Ιστορία της Εκκλησίας του Χριστού», 1948-1965).
Μετά την απελευθέρωση της Γαλλίας το 1944, ο Ντανιέλ-Ροπς εγκατέλειψε τη διδασκαλία ώστε να αφοσιωθεί απερίσπαστος στο έργο του ως ιστορικού του Χριστιανισμού και συγγραφέα, διευθύνοντας το περιοδικό Ecclésia και ως συντάκτης του Je sais, je crois, που εκδόθηκε στην αγγλική γλώσσα ως The Twentieth Century Encyclopedia of Catholicism. Ο Ντανιέλ-Ροπς ήταν χωρίς αμφιβολία ο Γάλλος συγγραφέας που διαβαζόταν περισσότερο από τους γαλλόφωνους Ρωμαιοκαθολικούς στη μεταπολεμική περίοδο.
Ταυτοχρόνως, με κάποιους πρώην συναδέλφους της Ordre Nouveau, συνεργάσθηκε με διάφορα κινήματα Ευρωπαίων φεντεραλιστών και έγινε μέλος του Γαλλικού Φεντεραλιστικού Κινήματος.
Από το 1957 μέχρι το 1963 ήταν ένας από τους 50 «κυβερνήτες» του Ευρωπαϊκού Ιδρύματος Πολιτισμού που είχε ιδρύσει ο Ελβετός θεωρητικός Ντενί ντε Ρουζμόν. Από το 1955 ο Ντανιέλ-Ροπς είχε εκλεγεί μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας. Απεβίωσε στο Τρεσέρβ της Σαβοΐας σε ηλικία 64 ετών. Ο συγγραφέας ήταν έγγαμος, με τη Μαντλέν Μπουβιέ (Madeleine Bouvier), από το 1924, και είχαν έναν γιο, τον Φρανσίς. Η Μαντλέν απεβίωσε το 1975.
Ο Ντανιέλ-Ροπς έγραψε μυθιστορήματα και έργα θρησκευτικής/εκκλησιαστικής ιστορίας:
Επίσης συνέγραψε βιογραφίες-μελέτες για τον Πεγκύ, τον Ερνέστο Ψυχάρη, τον Πασκάλ, τον Ρίλκε, τον Κάφκα και άλλους.