Ο Ντράζεν Νταλιπάγκιτς (Dražen Dalipagić, γεννήθηκε 27 Νοεμβρίου 1951) είναι πρώην Γιουγκοσλάβος (από τη Σερβία[1]) πρώην καλαθοσφαιριστής, σημαντική προσωπικότητα συνολικά του γιουγκοσλαβικού αθλητισμού κατά τις δεκαετίες του 1970 και του 1980. Μετά την αποχώρησή του από την ενεργό δράση εργάστηκε ως προπονητής, ενώ σήμερα είναι παράγοντας του αθλήματος στη Σερβία.
Υπήρξε ένας από τους δεινότερους σουτέρ (ιδιαίτερα από μακρινή απόσταση) και σκόρερ στην ιστορία του ευρωπαϊκού μπάσκετ,[2] έχοντας σημειώσει 14.631 πόντους σε αγώνες πρωταθλήματος[3][4][5] (δεύτερος όλων των εποχών στην Ευρώπη μετά τον Βραζιλιάνο Οσκάρ Σμιτ). Βασικός σμολ φόργουορντ της Εθνικής Γιουγκοσλαβίας επί πολλά χρόνια, κατέκτησε όλους τους σημαντικούς τίτλους σε επίπεδο εθνικών ομάδων (Πρωταθλητής Ευρώπης, Κόσμου, χρυσός Ολυμπιονίκης). Αν και ποτέ δεν αγωνίστηκε στο NBA, βρέθηκε πολύ κοντά το 1976 μετά τους Ολυμπιακούς Αγώνες (είχαν εκδηλώσει ενδιαφέρον οι κορυφαίοι Μπόστον Σέλτικς, ενώ ενδιαφέρον εκδήλωσαν και ιταλικές ομάδες εκείνη την πρώτη πρώιμη εποχή της καριέρας του αλλά προτίμησε να παραμείνει στην χώρα του).[6][7] Το 2004 έγινε μέλος του Naismith Memorial Basketball Hall of Fame.[8] Το 1991 επιλέχτηκε ανάμεσα στους 50 καλύτερους μπασκετμπολίστες όλων των εποχών της FIBA (πλην NBA) καταλαμβάνοντας την 9η θέση.[9] Το 2007, ήταν ένα από τα πρώτα έξι μέλη του Hall of Fame της FIBA.[10] Το 2008, για την 50ή επέτειο των ευρωπαϊκών συλλογικών διοργανώσεων, συμπεριλήφθηκε από την Ευρωλίγκα στη λίστα των 50 πιο σημαντικών παικτών στην ιστορία της διοργάνωσης.[11][12]
Γεννήθηκε στο Μόσταρ της Βοσνίας και αντίθετα από άλλους μεγάλους Γιουγκοσλάβους καλαθοσφαιριστές, οι οποίοι προέρχονταν από τα αναπτυξιακά προγράμματα της ομοσπονδίας, ο Νταλιπάγκιτς ξεκίνησε σχετικά μεγάλος το μπάσκετ, όταν σπούδαζε Παιδαγωγική στο Βελιγράδι. Εντάχθηκε σε ομάδα στα 18 του στο Μόσταρ (έχοντας αρχικά παίξει ποδόσφαιρο και χάντμπολ) και το 1971, διοργανώθηκε συνάντηση των εθνικών ομάδων των δημοκρατιών της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης και της Σερβίας. Ο Νταλιπάγκιτς έπαιξε για την εθνική ομάδα της Βοσνίας και Ερζεγοβίνης σε αυτό το παιχνίδι, κυριάρχησε και στα δύο καλάθια και σημείωσε τους περισσότερους πόντους. Ο προπονητής της Σερβίας ήταν και προπονητής της Παρτιζάν Βελιγραδίου. Το ταλέντο του στο σκοράρισμα και η ικανότητά του να μαζεύει και ριμπάουντ τον έφεραν γρήγορα στο προσκήνιο στο Βελιγράδι. Το 1971 υπέγραψε συμβόλαιο στην τοπική Παρτίζαν.[6][13] Ήταν όμως και πολύ εργατικός προπονούμενος στα σουτ και εκτός των καθιερωμένων προπονήσεων.[14]
Έπαιξε τον πρώτο του επίσημο αγώνα για την Παρτιζάν με αντίπαλο την ΚΚ Ζάνταρ και σημείωσε 6 πόντους. Μπροστά στους οπαδούς της γηπεδούχου, έκανε το ντεμπούτο του απέναντι στην Λοκομοτίβ του Ζάγκρεμπ και σημείωσε 21 πόντους. Κέρδισε τον πρώτο συλλογικό τίτλο (πρωτάθλημα) στη σεζόν 1975–76. Με την Παρτιζάν έπαιξε για μία δεκαετία (συνεχόμενα από το 1971 έως το 1979) και εξακολουθεί να παραμένει πρώτος σκόρερ στην ιστορία του συλλόγου με 8.278 πόντους σε 305 αγώνες σε όλες τις διοργανώσεις.[6]
Συνολικά αγωνίστηκε σε έξι ομάδες και τρεις χώρες έως το 1991 που αποσύρθηκε σε ηλικία 40 ετών, με ένα μικρό διάλειμμα το 1978 για να υπηρετήσει τη στρατιωτική θητεία του. Οι μέσοι όροι του σπάνια έπεφταν κάτω από τους 30 πόντους, (ο μέσος όρος της καριέρας του στα πρωταθλήματα είναι 30,4 πόντοι), δεν ευτύχησε όμως να κατακτήσει πολλούς τίτλους - «μόλις» δύο πρωταθλήματα Γιουγκοσλαβίας, ένα Κύπελλο και δύο Κύπελλα Κόρατς (1978, 1979). Στις 26 Νοεμβρίου 1978, η ομάδα του κέρδισε τον πρώτο ευρωπαϊκό τίτλο στην πλούσια ιστορία του συλλόγου. Στον τελικό του Κυπέλλου Κόρατς στη Μπάνια Λούκα, νίκησε την επίσης γιουγκοσλαβική Μπόσνα Σεράγεβο με 117–110 μετά από παράταση με τον Νταλιπάγκιτς να σημειώνει 48 πόντους και ο συμπαίκτης του Ντράγκαν Κιτσάνοβιτς 33.[15][16] Το 1982 ήταν πρώτος σκόρερ του πρωταθλήματος με μέσο όρο 42,9 πόντους, επίδοση που έμεινε ακατάρριπτο ρεκόρ.[17] Μετά την Παρτιζάν, πήγε στην Ιταλία, όπου έπαιξε για τη Βενετία, την Ούντινε και τη Βερόνα. Ήταν κορυφαίος σκόρερ του πρωταθλήματος τη σεζόν 1987–88 με 36,3 πόντους ανά αγώνα με τη Ρέγιερ Βενέτσια. Στις 15 Ιανουαρίου 1987 και ήδη 36 ετών πέτυχε ατομικό ρεκόρ σε αγώνα με 70 πόντους με τη φανέλα της τότε Τζιόμο Βενέτσια με αντίπαλο τη Βίρτους Μπολόνια (107–102), καθώς η καθιέρωση του τρίποντου τον ευνόησε ως μακρινού σουτέρ. Σε εκείνο τον αγώνα είχε 18/23 δίποντα, 5/9 τρίποντα και 19/20 ελεύθερες βολές). Από τη στιγμή της καθιέρωσής του στο ιταλικό πρωτάθλημα μόνο σημείωσε 15 φορές πάνω από 50 πόντους, ενώ την πρώτη χρονιά εφαρμογής του είχε ποσοστό 50 % από τη γραμμή των τριών πόντων. Εξακολουθεί να κατέχει το ιταλικό ρεκόρ καριέρας στα πλέι οφ με μέσο όρο 34,7 πόντους ανά παιχνίδι.[11] Ίσως ήταν η απόδειξη ότι ο Νταλιπάγκιτς ήταν η πιο θανατηφόρα μηχανή καλαθιών που έχει δει ποτέ η Ευρώπη, ίσως μέχρι και σήμερα.[14]
Στο τέλος της καριέρας του ήταν τρίτος σκόρερ στην ιστορία του πρωταθλήματος της Γιουγκοσλαβίας με 6.638 πόντους, παρά το γεγονός ότι μόνο το ήμισυ της πορείας του ήταν στην πατρίδα του.[3] Από το 1992 μέχρι το 2001 εργάστηκε ως προπονητής σε μικρομεσαίους συλλόγους της Ιταλίας και της Βόρειας Μακεδονίας.[10]
Όσο πενιχρό είναι το παλμαρέ του Νταλιπάγκιτς σε διοργανώσεις συλλόγων, τόσο πλούσιο είναι με την εθνική ομάδα, στην οποία είχε 243 συμμετοχές, ενώ είναι ο πρώτος σκόρερ όλων των εποχών με 3.700 πόντους.[10] Ήταν μέλος της θρυλικής τετράδας (οι άλλοι τρεις ήταν οι Κρέζιμιρ Τσόσιτς, Ντράγκαν Κιτσάνοβιτς και Μίρζα Ντελίμπασιτς), για την οποία ειπώθηκε πως «το μπάσκετ επινοήθηκε από Αμερικανούς, αλλά τελειοποιήθηκε από Γιουγκοσλάβους». Παρά την ετερογενή εθνική προέλευση των παικτών, η ομοιογένεια της ομάδας και το ταλέντο της ήταν αξιοθαύμαστα. Επί των ημερών του η Γιουγκοσλαβία κατέστη παγκόσμια υπερδύναμη, μπαίνοντας σφήνα στην πρωτοκαθεδρία των Ηνωμένων Πολιτειών και της Σοβιετικής Ένωσης.[6][18] Η ομάδα των «πλάβι» βασίζονταν περισσότερο στο ατομικό ταλέντο των παικτών παρά σε συγκεκριμένα συστήματα στο παιχνίδι τους και ήταν πραγματικός φόβος για τους αντιπάλους.[19]
Αγωνίστηκε σε όλα τις μεγάλες διοργανώσεις μεταξύ 1973 και 1986,[20] με εξαίρεση το Ευρωμπάσκετ 1985 - συνολικά έξι Ευρωπαϊκά Πρωταθλήματα, τέσσερα Παγκόσμια Πρωταθλήματα και τρεις Ολυμπιακοί Αγώνες. Ανέβηκε στο βάθρο δώδεκα φορές, από τις των οποίες τις πέντε στην πρώτη θέση: τρεις σε Ευρωμπάσκετ, μία σε Παγκόσμιο Πρωτάθλημα και μία σε Ολυμπιακούς. Ήδη από την πρώτη διοργάνωση, το Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα του 1973 ξεχώρισε με την αμυντική του παρουσία στον τελικό με την Ισπανία (78–67), με την εθνική του να σταματά το σοβιετικό μονοπώλιο του τίτλου.[21] Το 1975 ήταν και πάλι πρωταθλητής Ευρώπης και στην καλύτερη ομάδα του Ευρωμπάσκετ έχοντας μέσο όρο 12,0 πόντους,[22] ενώ το 1977 ήταν και ο πολυτιμότερος παίκτης της διοργάνωσης, έχοντας μέσο όρο 19,6 πόντους. Η Γιουγκοσλαβία κατέκτησε τον τίτλο αήττητη με 32 πόντους του Νταλιπάγκιτς στον ημιτελικό με την Ιταλία (82–69) και 19 στον τελικό απέναντι στη εθνική ομάδα της Σοβιετικής Ένωσης στο 74–61.[23][24] Την ίδια χρονιά ψηφίστηκε κορυφαίος Ευρωπαίος παίκτης στο διαγωνισμό Mr. Europa, κάτι που επαναλήφθηκε και την επόμενη χρονιά.[25] Στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα της Μανίλα το 1978 ανακηρύχθηκε πολυτιμότερος παίκτης συγκεντρώνοντας 132 από τους 200 ψήφους[19][26] κατακτώντας και το χρυσό μετάλλιο, ενώ ήταν πρώτος σκόρερ της διοργάνωσης σε σύνολο πόντων με 202, ενώ με βάση το μέσο όρο τρίτος με 22,4 πόντους ανά αγώνα. [27] Η Γιουγκοσλαβία με προπονητή τον Αλεξάνταρ Νίκολιτς κατέκτησε αήττητη τη διοργάνωση νικώντας στους κρίσιμους αγώνες τη Σοβιετική Ένωση με 105–92 με 37 πόντους του Νταλιπάγκιτς στην πρώτη φάση των ομίλων[28] και τις Ηνωμένες Πολιτείες με 100–93 με άλλους 28 πόντους του κορυφαίου Γιουγκοσλάβου. Στο δραματικό τελικό της 14ης Οκτωβρίου με αντίπαλο και πάλι τη Σοβιετική Ένωση (82–81 στην παράταση, κανονική διάρκεια αγώνα 73–73 με ημίχρονο 41–41) ήταν πρώτος σκόρερ με 21 πόντους.[7][29]
Το 1980 ήταν χρυσός Ολυμπιονίκης και δεύτερος σκόρερ του Ολυμπιακού τουρνουά με 195 πόντους. Με 28 πόντους στον κρίσιμο αγώνα με την Σοβιετική Ένωση (101–91 στην παράταση) χάρισε την πρόκριση στον τελικό, όπου η επικράτηση επί της Ιταλίας ήταν πιο εύκολη (86–77), συμπληρώνοντας οκτώ νίκες σε ισάριθμους αγώνες. Ο Νταλιπάγκιτς έκλεισε τη διοργάνωση με μέσο όρο 24,4 πόντους και 3,4 ριμπάουντ.[30][31] Το 1981 ήταν δευτεραθλητής Ευρώπης στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα και ο ίδιος στην καλύτερη πεντάδα για τρίτη φορά στην καριέρα του στη διοργάνωση έχοντας μέσο όρο 15,6 πόντους ανά αγώνα.[32][33] Το 1984 ήταν σημαιοφόρος την αποστολής της Γιουγκοσλαβίας στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Λος Άντζελες. [34][35] Στη τουρνουά μπάσκετ οι Γιουγκοσλάβοι δεν μπόρεσαν να επαναλάβουν την επιτυχία της προηγούμενης διοργάνωσης κερδίζοντας το χάλκινο μετάλλιο με τον Νταλιπάγκιτς να έχει μέσο όρο 22,7 πόντους, 4,7 ριμπάουντ και 1,7 ασίστ ανά αγώνα. Η ήττα από την Ισπανία στον ημιτελικό με 74–61 με την επιθετική δυστοκία να αποτελεί σπάνιο φαινόμενο για τους πλάβι τους κόστισε την απουσία από τον τελικό. Στο μικρό τελικό η νίκη επί του Καναδά με 37 πόντους του Νταλιπάγκιτς ήρθε πιο εύκολα από ότι δείχνει το τελικό σκορ (88–82).[36][37] Έκλεισε τη διεθνή του καριέρα με το χάλκινο μετάλλιο στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα του 1986 έχοντας σημειώσει 563 πόντους που τον κατατάσουν τρίτο σκόρερ όλων των εποχών στη διοργάνωση.[38]
Συμμετείχε σε τέσσερις επιλογές της Μικτής Ευρώπης (FIBA All-Star). Την πρώτη φορά σε αγώνα στη Μαδρίτη στις 2 Ιουλίου 1978 με αντίπαλο τη Ρεάλ ήταν πρώτος σκόρερ με 19 πόντους, που δεν ήταν αρκετοί για τη νίκη (102–119). Στις 7 Ιουνίου 1981 σε αγώνα με τη Βίσλα στην Κρακοβία της Πολωνίας η Μικτή νίκησε με 121–81 με 16 πόντους του Νταλιπάγκιτς, ο οποίος σημείωσε 35 στον αγώνα με την Τουρκία στην Άγκυρα στη νίκη με 121–106. Τέλος, το 1982 ήταν πρώτος σκόρερ και στις δύο νικητήριες συναντήσεις της ευρωπαϊκής Μικτής με αντίπαλο επίλεκτη ομάδα των Ηνωμένων Πολιτειών (Γενεύη, αποτέλεσμα 111–92, 24 πόντοι, Βουδαπέστη, αποτέλεσμα 103–88, 21 πόντοι).[39]
<ref>
• όνομα " it " ορίζεται πολλές φορές με διαφορετικό περιεχόμενο