Η Ντρόεμπα (γεωργιανά: დროება) ήταν γεωργιανή πολιτική και πολιτισμική εφημερίδα επιρροής με τόπο έκδοσης την Τιφλίδα, μεταξύ του 1866 και του 1885.
Η Ντρόεμπα κυκλοφόρησε για πρώτη φορά στην Τιφλίδα, πρωτεύουσα της ρωσικής Αντιβασιλείας του Καυκάσου, στις 4 Μαρτίου 1866, εκδιδόμενη, αρχικώς, τρεις φορές την εβδομάδα, προτού, μετά το 1877, ξεκινήσει να εκδίδεται σε καθημερινή βάση.[1]
Εκδότης της εφημερίδας διετέλεσε, μεταξύ του 1866 και του 1882, ο Σ. Μελικισβίλι, ενώ, στη συνέχεια, από το 1882 έως το 1885, τον διαδέχθηκε ο Γκιόργκι Καρτβελισβίλι. Κατά καιρούς, την έκδοσή της αναλάμβαναν εξέχοντες Γεωργιανοί λόγιοι, όπως, μεταξύ άλλων, οι Ίλια Τσαβτσαβάντζε και Ιβάνε Ματσαμπέλι. Η εφημερίδα, εντός της οποίας δημοσιεύονταν κείμενα σημαντικών Γεωργιανών συγγραφέων, δημοσιογράφων, καθώς και κοινωνικών ακτιβιστών της συγκεκριμένης περιόδου, αποτέλεσε δραστήριο υποστηρικτή της γεωργιανής εθνικής ιδέας. Οι νεαρότερης ηλικίας Γεωργιανοί ριζοσπάστες λόγιοι χρησιμοποιούσαν τις σελίδες της Ντρόεμπα, προκειμένου να φέρουν σε επαφή τους αναγνώστες τους με τις ιδέες προοδευτικών φιλελεύθερων διανοούμενων, όπως, μεταξύ άλλων, ο Τζον Στιούαρτ Μιλ, καθώς και «ουτοπικών σοσιαλιστών», όπως, μεταξύ άλλων, οι Ρόμπερτ Όουεν, Σαιν-Σιμόν, Σαρλ Φουριέ, Πιερ Προυντόν και Λουί Μπλαν.[2] Ως εκ τούτου, συνδέθηκε στενά με τη νέα γενιά του γεωργιανού εθνικού κινήματος, γνωστή ως μεόρε ντάσι (μτφ. «η δεύτερη ομάδα»), της οποίας ηγετική μορφή αποτελούσε ο Νίκο Νικολάντζε, ο οποίος επεδίωκε την εφαρμογή ενός ευρύτερου προγράμματος μεταρρυθμίσεων, το οποίο θα περιελάμβανε διάφορες μορφές καπιταλισμού και δυτικοποίησης.[2] Ο υφιστάμενος διχασμός μεταξύ των Γεωργιανών λόγιων αναφορικά με ζητήματα σχετιζόμενα με την οικονομία και χρηματοοικονομικά σχέδια αντανακλώνταν, επίσης, εντός των σελίδων της Ντρόεμπα. Το γεγονός αυτό αποτέλεσε έναν εκ των λόγων για τους οποίους ο Ίλια Τσαβτσαβάντζε αποχώρησε από την εκδοτική ομάδα της Ντρόεμπα, προχωρώντας, παράλληλα, στην ίδρυση δικής του εφημερίδας, της Ιβέρια.[3] Στις 16 Σεπτεμβρίου 1885, η εφημερίδα έκλεισε κατόπιν σχετικής διαταγής του Ρώσου αντιβασιλέα, Αλεξάντρ Ντοντούκοφ-Κορσάκοφ.[4]