Ντόι Μόι (βιετναμικά: Đổi Mới, σημαίνει «Ανανέωση») είναι το όνομα που δίνεται στις οικονομικές μεταρρυθμίσεις που ξεκίνησαν στο Βιετνάμ το 1986 με στόχο τη δημιουργία μιας «σοσιαλιστικής οικονομίας της αγοράς». Ο όρος đổi mới είναι ένας γενικός όρος με ευρεία χρήση στη βιετναμική γλώσσα. Ωστόσο, η Πολιτική Ντό Μόι (Chính sách Đổi Mới) αναφέρεται συγκεκριμένα σε αυτές τις μεταρρυθμίσεις που επιδιώκουν τη μετάβαση του Βιετνάμ από μια σχεδιασμένη οικονομία σε μια σοσιαλιστική οικονομία της αγοράς.[1]
Οι οικονομικές μεταρρυθμίσεις του Ντό Μόι ξεκίνησαν από το Κομμουνιστικό Κόμμα του Βιετνάμ το 1986, κατά τη διάρκεια του 6ου Εθνικού Συνεδρίου του Κόμματος. Αυτές οι μεταρρυθμίσεις εισήγαγαν μεγαλύτερο ρόλο στις δυνάμεις της αγοράς για το συντονισμό της οικονομικής δραστηριότητας μεταξύ επιχειρήσεων και κυβερνητικών οργανισμών και επέτρεψαν την ιδιοκτησία μικρών επιχειρήσεων και τη δημιουργία χρηματιστηρίου τόσο για κρατικές όσο και για μη κρατικές επιχειρήσεις.[2]
Μετά την επανένωση το 1975, η οικονομία του Βιετνάμ μαστιζόταν από τεράστιες δυσκολίες στην παραγωγή, ανισορροπίες στην προσφορά και τη ζήτηση, ανεπάρκειες στη διανομή και την κυκλοφορία, την άνοδο του πληθωρισμού και τα αυξανόμενα προβλήματα χρέους. Το Βιετνάμ είναι μία από τις λίγες χώρες της σύγχρονης ιστορίας που βίωσε μια απότομη οικονομική επιδείνωση σε μια μεταπολεμική περίοδο ανασυγκρότησης. Η οικονομία του σε ειρήνη ήταν μια από τις φτωχότερες στον κόσμο και είχε δείξει αρνητική έως πολύ αργή αύξηση της συνολικής εθνικής παραγωγής καθώς και στη γεωργική και βιομηχανική παραγωγή. Το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν του Βιετνάμ (ΑΕΠ) το 1984 αποτιμήθηκε σε 18,1 δισεκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ, ενώ το κατά κεφαλήν εισόδημα εκτιμάται ότι κυμαινόταν μεταξύ 200 και 300 δολαρίων ΗΠΑ ετησίως. Οι λόγοι αυτής της μέτριας οικονομικής απόδοσης περιλάμβαναν σοβαρές κλιματολογικές συνθήκες που έπληξαν τις γεωργικές καλλιέργειες, τη γραφειοκρατική κακοδιαχείριση, την εξαφάνιση της επιχειρηματικότητας και τη στρατιωτική υποστήριξη της Καμπότζης (η οποία οδήγησε σε διακοπή της πολύ αναγκαίας διεθνούς βοήθειας για την ανοικοδόμηση).[3]
Από το 1978 έως το 1991, το Βιετνάμ ήταν μέλος του Κομεκόν και ως εκ τούτου εξαρτιούνταν σε μεγάλο βαθμό από το εμπόριο με τη Σοβιετική Ένωση και τους συμμάχους της. Μετά τη διάλυση της Κομεκόν και την απώλεια των παραδοσιακών εμπορικών εταίρων του, το Βιετνάμ αναγκάστηκε να ελευθερώσει το εμπόριο, να υποτιμήσει τη συναλλαγματική ισοτιμία του για να αυξήσει τις εξαγωγές και να ξεκινήσει μια πολιτική οικονομικής ανάπτυξης.[4] Στα χρόνια αμέσως πριν από τις μεταρρυθμίσεις Ντό Μόι, το Βιετνάμ αντιμετώπισε οικονομική κρίση. Ο πληθωρισμός αυξήθηκε σε πάνω από 700 τοις εκατό, η οικονομική ανάπτυξη επιβραδύνθηκε και τα έσοδα από τις εξαγωγές κάλυψαν λιγότερο από τη συνολική αξία των εισαγωγών. Επιπλέον, η σοβιετική βοήθεια μειώθηκε, αυξάνοντας τη διεθνή απομόνωση του Βιετνάμ.[5] Αυτό οδήγησε σε έντονη συζήτηση στο Κομμουνιστικό Κόμμα σχετικά με την αποτελεσματικότητα του συστήματος οικονομίας διοίκησης και τη δυνατότητα μεταρρύθμισης ενόψει του 6ου Εθνικού Συνεδρίου του Κομμουνιστικού Κόμματος του Βιετνάμ τον Δεκέμβριο του 1986.[6]
Μία από τις σημαντικές εξελίξεις που προκάλεσαν αλλαγή στο Κόμμα ήταν ο θάνατος του Γενικού Γραμματέα του Κόμματος, Λε Ζουάν, τον Ιούλιο του 1986.[5] Τον Δεκέμβριο του 1986, το 6ο Συνέδριο του Κόμματος εξέλεξε ως Γενικό Γραμματέα τον πιο φιλελεύθερο Νγκουέν Βαν Λιν, έναν μεταρρυθμιστή και πρώην ηγέτη του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου (Βιετκόνγκ).
Ενώ το Ντόι Μόι εισήχθη επίσημα στο 6ο Εθνικό Συνέδριο του Κομμουνιστικού Κόμματος του Βιετνάμ το 1986, το κράτος είχε ξεκινήσει μεταρρυθμίσεις στις αρχές της δεκαετίας του 1980. Συγκεκριμένα, τον Οκτώβριο και τον Νοέμβριο του 1978, οι ηγέτες των συνεταιρισμών στο Βορρά είχαν το δικαίωμα να νοικιάσουν αγρούς στα μέλη κατά τη διάρκεια του χειμώνα, αρκεί οι τελευταίοι να παράγουν χειμερινές καλλιέργειες συλλογικά για τις απαιτούμενες ημέρες και να επιστρέψουν τη γη εγκαίρως για την καλλιέργεια ορυζώνα την άνοιξη.[7][8]
Στην 6η Ολομέλεια του Κόμματος τον Αύγουστο του 1979, το Κόμμα επέτρεψε την αποκέντρωση της οικονομικής λήψης αποφάσεων σχετικά με τη γεωργία και εισήγαγε περισσότερα κίνητρα για επέκταση της παραγωγής.[9] Το 1980, οι επαρχιακές κυβερνήσεις είχαν τη δυνατότητα να ιδρύσουν εμπορικές εταιρείες, παραβιάζοντας το μονοπώλιο του εξωτερικού εμπορίου από το κεντρικό κράτος στο Βιετνάμ.[10] Το 1981, εισήχθησαν γεωργικές μεταρρυθμίσεις, οι οποίες επέτρεπαν τη διανομή γεωργικών εκτάσεων σε μεμονωμένους εργαζόμενους, ατομική διαχείριση συλλογικής οργάνωσης και οι αγρότες μπορούσαν να διατηρήσουν όλη την παραγωγή πέρα από τις ποσοστώσεις τους.[8] Αυτές οι γεωργικές μεταρρυθμίσεις συνέβαλαν στην ανάκαμψη της βιομηχανικής παραγωγής.[11] Ακολουθώντας αυτά τα μέτρα, οι έλεγχοι τιμών αφαιρέθηκαν από πολλά καταναλωτικά προϊόντα για να αυξηθεί το εμπόριο σε τιμές πραγματικής αγοράς και να μειωθεί η έλλειψη αυτών στο κρατικό εμπορικό σύστημα.
Η ενότητα αυτή είναι κενή, ανεπαρκώς ανεπτυγμένη ή ανολοκλήρωτη. Η βοήθειά σας είναι καλοδεχούμενη! |
Το Κομμουνιστικό Κόμμα του Βιετνάμ υποστηρίζει ότι η σοσιαλιστική οικονομία της αγοράς είναι σύμφωνη με την κλασική μαρξιστική άποψη της οικονομικής ανάπτυξης και του ιστορικού υλισμού, όπου ο σοσιαλισμός μπορεί να αναδυθεί μόνο όταν οι υλικές συνθήκες έχουν αναπτυχθεί επαρκώς για να επιτρέψουν τις σοσιαλιστικές σχέσεις. Το μοντέλο της αγοράς με σοσιαλιστικό προσανατολισμό θεωρείται βασικό βήμα για την επίτευξη της απαραίτητης οικονομικής ανάπτυξης και εκσυγχρονισμού, ενώ παράλληλα μπορεί να συνυπάρχει στη σύγχρονη παγκόσμια οικονομία της αγοράς και να επωφεληθεί από το παγκόσμιο εμπόριο. Το Κομμουνιστικό Κόμμα του Βιετνάμ επιβεβαίωσε εκ νέου τη δέσμευσή του για την ανάπτυξη μιας σοσιαλιστικής οικονομίας με τις μεταρρυθμίσεις του Ντό Μόι.[12]