Η καναδική ιθαγένεια (αγγλικά: Canadian nationality· γαλλικά: Nationalité canadienne) ρυθμίζεται από τον νόμο Νόμο Περί Υπηκοότητας (Citizenship Act) από το 1977. Ο νόμος καθορίζει ποιος είναι, ή είναι επιλέξιμος να είναι, πολίτης του Καναδά. Αφού αντικατέστησε τον προηγούμενο Νόμο Περί Καναδικής Υπηκοότητας το 1977,[1] ο νόμος πέρασε από τέσσερεις σημαντικές τροποποιήσεις, το 2007, 2009, 2015, και το 2017.
Η καναδική υπηκοότητα αποκτάται συνήθως είτε βάσει της αρχής του jus soli, δηλαδή από τη γέννηση στον Καναδά· ή σύμφωνα με τους κανόνες του jus sanguinis, δηλαδή από τη γέννηση στο εξωτερικό τουλάχιστον ενός γονέα με καναδική υπηκοότητα ή με υιοθεσία από τουλάχιστον έναν Καναδό υπήκοο. Μπορεί επίσης να χορηγηθεί σε μόνιμο κάτοικο που έχει ζήσει στον Καναδά για μια δεδομένη χρονική περίοδο μέσω πολιτογράφησης. Μετανάστευση, πρόσφυγες και Καναδική υπηκοότητα (αγγλικά: Immigration, Refugees and Citizenship Canada, IRCC) είναι το τμήμα της ομοσπονδιακής κυβέρνησης που είναι αρμόδιο για θέματα που σχετίζονται με την υπηκοότητα, όπως επιβεβαίωση, επιχορήγηση, αποκήρυξη και ανάκληση της υπηκοότητας.
Στις 19 Ιουνίου 2017, ο Νόμος Περί Υπηκοότητας τροποποιήθηκε για τέταρτη φορά από το 42ο κοινοβούλιο του Καναδά. Ως αποτέλεσμα, ένα σύνολο αλλαγών έχει τεθεί σε ισχύ κατά τη διάρκεια του 2017 και του 2018, κυρίως όσον αφορά τις απαιτήσεις πολιτογράφησης και τις διαδικασίες στέρησης της υπηκοότητας.[2]