Ξανθόρροια | ||||||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Το είδος Xanthorrhoea semiplana
| ||||||||||||||
Συστηματική ταξινόμηση | ||||||||||||||
| ||||||||||||||
Συνώνυμα | ||||||||||||||
|
Η ξανθόρροια (επιστημονική-λατινική ονομασία Xanthorrhoea) είναι γένος πολυετών μονοκοτυλήδονων φυτών, που ανήκει στην οικογένεια της αλόης, τα ασφοδελοειδή. Περιλαμβάνει περί τα τριάντα είδη φυτών, όλα ενδημικά της Αυστραλίας, όπου είναι γνωστά ως grass trees («γρασιδόδεντρα»). Είναι τόσο ξεχωριστά, ώστε οι ειδικοί έχουν ταξινομήσει την ξανθόρροια στη δική της, ξεχωριστή και ομώνυμη, υποοικογένεια, τα ξανθορροιοειδή, της οποίας αποτελεί το μοναδικό γένος.
Ως πολυετή φυτά, οι ξανθόρροιες έχουν έναν δευτερογενή μεριστωματικό ιστό μέσα στο στέλεχός τους. Πολλά, αλλά όχι όλα τα είδη αναπτύσσουν ένα υπέργειο στέλεχος, που μπορεί να χρειασθεί έως και 20 έτη για να ξεπροβάλλει. Η ανάπτυξη αρχίζει με μια στεφάνη από σκληρά φύλλα παρόμοια με χλόη, ενώ το παχύ στέλεχος μεγαλώνει αργά από κάτω. Το κύριο στέλεχος ή κλαδιά συνεχίζουν να αναπτύσσονται κάτω από τη στεφάνη και έχει τραχιά επιφάνεια, που παράγεται από συσσωρευμένες βάσεις φύλλων γύρω από τον «κορμό». Ο κορμός είναι κάποτε χωρίς κλάδους, ενώ σε μερικά είδη θα διακλαδωθεί εάν η κορυφή βλαφθεί, και σε άλλα αναπτύσσονται φυσιολογικά πολυάριθμοι κλάδοι.[2][3]
Τα άνθη εκφύονται πάνω σε μακρύ βότρυ, πάνω από ένα γυμνό τμήμα του κορμού. Το συνολικό ύψος του βότρυ μπορεί να είναι μέχρι και τρία ή τέσσερα μέτρα σε κάποια είδη.[3] Οι ξανθόρροιες ανθοφορούν σε συγκεκριμένη περίοδο, που ποικίλλει ανάλογα με το είδος και συχνά προάγεται από πυρκαγιές.
Ο ρυθμός αναπτύξεως του φυτού είναι πολύ αργός. Ωστόσο αυτό γενικεύεται από πολλούς ώστε να νομίζεται ότι όλα τα είδη μεγαλώνουν με ρυθμό μιας ίντσας περίπου (2,54 εκατοστά του μέτρου) ανά έτος. Στην πραγματικότητα, μετά την αρχική φάση αναπτύξεως, ο ρυθμός αυτής ποικίλλει πάρα πολύ από είδος σε είδος: ενώ ένα μέλος του ταχύτερα αναπτυσσόμενου είδους ξανθόρροιας με ύψος 5 μέτρων μπορεί να είναι ηλικίας 200 ετών, ένα μέλος κάποιου αργότερα αναπτυσσόμενου είδους που έχει το ίδιο ύψος μπορεί να έχει φθάσει τα 600 έτη.[4][3]
Η ονομασία του γένους προήλθε από την κιτρινωπή («ξανθή») ρητίνη[5] που περιέχει και την έδωσε ο Τζέιμς Έντουαρντ Σμιθ[6] το 1798. Η μη ισχύουσα ονομασία ακοροειδής (Acoroides), δηλαδή παρόμοιος με άκορο,[7] ήταν μια προσωρινή ονομασία στο χειρόγραφο του Ντάνιελ Σόλαντερ από το πρώτο ταξίδι του Τζέιμς Κουκ, που αρχικώς δεν προοριζόταν για δημοσίευση.[6]
Τον Σεπτέμβριο του 2014, σύμφωνα με τη World Checklist of Selected Plant Families, γίνονταν γενικώς αποδεκτά τα εξής 28 είδη:
Οι ξανθόρροιες αναπτύσσονται σε παραλιακά λιβάδια όσο και σε υγρά και ξηρά δάση και δασικές εκτάσεις της Αυστραλίας. Είναι ανθεκτικές στην ξηρασία και στον παγετό. Συνήθως συναντώνται σε εδάφη πτωχά σε θρεπτικές ουσίες, καθώς το ριζικό σύστημά τους είναι κοντά στην επιφάνεια του εδάφους (ρηχό) και συνεπώς έχει εύκολη πρόσβαση σε θρεπτικές ουσίες από αποσυντιθέμενα οργανικά υλικά, ενώ αποθηκεύουν το περίσσευμα στο χονδρό τους στέλεχος.[8]
Οι ξανθόρροιες έχουν αναπτύξει προσαρμογές που τις βοηθούν να επιβιώνουν στα ενδιαιτήματα όπου φυτρώνουν. Αν ξεσπάσει μια πυρκαγιά, διαθέτουν μια θερμική μόνωση που τις βοηθά να προστατευθούν από αυτή: κατακρατούν τα χονδρά νεκρά φύλλα τους γύρω από το στέλεχός τους και αυτά το προστατεύουν, δρώντας ως μόνωση, από τις υψηλές θερμοκρασίες της πυρκαγιάς.[9] Στην πραγματικότητα, φαίνεται ότι χρειάζονται ως ένα σημείο τη φωτιά, προκειμένου να καθαρίσει τα νεκρά φύλλα και να προαγάγει την ανθοφορία, καθώς αυτά τα αργής αναπτύξεως φυτά ήταν από τα πρώτα ανθοφόρα φυτά που εμφανίσθηκαν ποτέ πάνω στη Γη.[10] Οι ξανθόρροιες έχουν αναπτύξει και μια συγγενή δομική προσαρμογή, που τα βοηθά να επωφελούνται από τη φυσική λίπανση του εδάφους από τη στάχτη μετά από την πυρκαγιά, ανθίζοντας αμέσως μετά από αυτή.
Υπάρχει επίσης μια συμβιωτική σχέση με μύκητες του γένους Mycorrhiza στις ρίζες του φυτού: ο μύκητας αυξάνει την πρόσβαση των ριζών σε νερό και θρεπτικές ουσίες, κάτι ιδιαίτερα σημαντικό σε ξηρά και φτωχά εδάφη.[11] Προσβάλλεται ωστόσο από τον συγγενή με τον περονόσπορο μικροοργανισμό Phytophthora cinnamomi, που προσβάλλει και καταστρέφει τις ρίζες.[12]