Το λήμμα παραθέτει τις πηγές του αόριστα, χωρίς παραπομπές. |
Η Οπτική Ανθρωπολογία αποτελεί κατηγορία του πεδίου έρευνας της Κοινωνικής Ανθρωπολογίας. Η Οπτική Ανθρωπολογία ασχολείται, κατά ένα μέρος, με την διερεύνηση και παραγωγή εθνογραφικής μελέτης όπως αυτή εκφράζεται μέσω της φωτογραφίας, του κινηματογράφου και των Νέων Μέσων. Προσφάτως, τέτοιου τύπου έρευνες, έχουν χρησιμοποιηθεί από Ιστορικούς των Επιστημών και την Οπτική Επιστήμη.[1] Αν και ορισμένες φορές, η Οπτική Ανθρωπολογία, συγχέεται εσφαλμένα με την εθνογραφικό κινηματογράφο ωστόσο θα πρέπει να διευκρινιστεί ότι η Οπτική Ανθρωπολογία απαρτίζεται από πολλά σημεία. Ορισμένα εξ αυτών είναι η μελέτη της οπτική αναπαράστασης ενός χορού, μιας σκηνικής παράστασης, εκθέματα και αρχεία μουσείων, ζωγραφική, γλυπτική, φωτογραφία, κεραμική, αρχιτεκτονική αλλά και η μελέτη της παραγωγής των ΜΜΕ και της υποδοχής τους από το κοινό. Η ανάλυση και η ιστορικότητα της αναπαράστασης, από διαφορετικά μεταξύ τους πολιτισμικά πρίσματα, εμπίπτουν στο πεδίο έρευνας της Οπτικής ανθρωπολογίας, όπως: η διερεύνηση ζητημάτων που αφορούν από τα τατουάζ, τα γλυπτά και άλλα ανάγλυφα, έως την ζωγραφική στα σπήλαια, την επεξεργασία του ελεφαντόδοντου, τα κοσμήματα, τα ιερογλυφικά και σχέδια. Επιπροσθέτως, μέσα στα πεδία που καλύπτει είναι και η μελέτη της αναπαράστασης της ανθρώπινης όρασης, των ιδιοτήτων των ΜΜΕ και η αλληλεπίδραση της οπτικής μορφής και της σχέσεις μεταξύ των λειτουργιών και μορφών των αναπαράστασων, όπως και τις εφαρμογές και συνεργατικές χρίσεις των οπτικών αναπαραστάσεων.
Η Πολυτροπική Ανθρωπολογία περιγράφει την πρόσφατη μεταστροφή, της Οπτικής Ανθρωπολογίας, η οποία ασχολείται με τον τρόπο που η αναδυόμενη τεχνολογία, όπως η εικονική πραγματικότητα, η αυξημένη πραγματικότητα, οι εφαρμογές κινητών τηλεφώνων, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και τα παιχνίδια βρίσκονται σε διάδραση με την κινηματογραφία, την φωτογραφία και την τέχνη κι έτσι αναδιαμορφώνεται η ανθρωπολογική μελέτη-έρευνα, πρακτική και διδασκαλία.
Πριν από την ανάδυση της Ανθρωπολογίας ως ξεχωριστό ακαδημαϊκό πεδίο μελέτης και έρευνας την δεκαετία του 1880, εθνολόγοι χρησιμοποιούσαν τη φωτογραφία ως εργαλείο διερεύνησης[2] · ανθρωπολόγοι και μη στο πνεύμα της διασωστικής εθνολογίας και στην προσπάθεια καταγραφής και κληροδότησης ενός τρόπου ζωής κοινοτήτων που θεωρήθηκαν καταδικασμένες σε εξαφάνιση εισήγαγαν την φωτογραφία ως εργαλείο εθνογραφικής έρευνας (παραδείγματος χάριν το έργο του Edward Curtis).[3] Η ιστορική ακολουθία της εθνογραφικής κινηματογραφίας είναι συνυφασμένη με την απλή κινηματογραφία και το είδος των ντοκυμαντέρ. Ωστόσο, το εθνογραφική λογοτεχνία θεωρείται γνήσιο τέκνο της εθνογραφικής κινηματογραφίας. Ορισμένες από τις πρώτες κινηματογραφικές ταινίες του εθνογραφικού Άλλου δημιουργήθηκαν με εξοπλισμό Lumière (Promenades des Éléphants à Phnom Penh, 1901).[4] Ο Robert Flaherty, που έγινε ευρέως γνωστός από τις ταινίες του που διαδραματίζουν τους λαούς του Αρκτικού κύκλου (Nanook of the North, 1922), ασχολήθηκε με την κινηματογραφία το 1913 μετά από παρότρυνση του επιβλέποντα της ακαδημαϊκής του μελέτης. Ο Flaherty επικεντρώθηκε στην ‘παραδοσιακή’ ζωή των Inuit παραλείποντας εσκεμμένα ορισμένα στοιχεία σύγχρονου πολιτισμού στην καθημερινότητα τους. Σε σημείο μάλιστα να τους αρνηθεί όπλο για να αποτελειώσουν ένα θαλάσσιο κήτος που κατάφεραν να πιάσουν με απλό καμάκι όσο τους κινηματογραφούσε (σύμφωνα με τον Barnouw η σκηνή αυτή συμπεριλήφθηκε στο Nanook ως απόδειξη του ‘πρωτόγονου’ πολιτισμού τους). Αυτό το μοτίβο εξακολουθεί να έπεται στην κινηματογραφική αναπαράσταση της εθνογραφίας (παράδειγμα η ταινία του Robert Gardner Dead Birds).
Μέχρι και την δεκαετία του 1940 και 1950, ανθρωπολόγοι όπως ο Hortense Powdermaker,[5] Gregory Bateson, Margaret Mead (Trance and Dance in Bali, 1952) and Mead and Rhoda Metraux, eds., (The Study of Culture at a Distance, 1953) γεφύρωναν το ανθρωπολογικό πρίσμα αναφορικά με την ερμηνεία του ζητήματος των μαζικών ΜΜΕ και της οπτικής αναπαράστασης. Ο Karl G. Heider επισημαίνει στην αναθεωρημένη έκδοση Ethnographic Film (2006) ότι μετά τους Bateson και Mead η ιστορική ακολουθία της οπτικής ανθρωπολογία ορίζεται ως «τo σπερματικό έργο τεσσάρων ανθρώπων που δραστηριοποιήθηκαν το μεγαλύτερο μέρος του δεύτερου μισού του 20ου αιώνα: Jean Rouch, John Marshall, Robert Gardner και Tim Asch. Θέτοντας το μικροσκόπιο στα τέσσερα αυτά άτομα σκιαγραφείται η εθνογραφική κινηματογραφία» (p. 15). Αρκετοί, όπως ο Peter Loizos,[6] προσθέτουν και τον κινηματογράφο/συγγραφέα David MacDougall στην ομάδα αυτή.
Το 1966, ο κινηματογράφος Sol Worth και ο ανθρωπολόγος John Adair δίδαξαν μια ομάδα Αμεριδιάνων από την Αριζόνα, τους Navajo, πως θα χειρίζονται κινηματογραφία 16mm. Η θεωρία προς διερεύνηση των ερευνητών αφορούσε την καλλιτεχνική έκφραση των Navajo επί της κινηματογραφίας, η αποτύπωση της «αντιληπτικής δομής» του κόσμου των Navajo από τους ίδιους. [7] Ο στόχος του πειράματος ήταν κατά κύριο λόγο η παραγωγή εθνογραφίας. Έπειτα από δεκαετίες το έργο αυτό ενέπνευσε μια ποικιλία συμμετοχικών και εφαρμοσμένων ανθρωπολογικών πρωτοβουλιών - που κυμαίνονται από τη φωτοφωνία έως τις συλλογές εικονικών μουσείων - στις οποίες οι κάμερες δίνονται σε τοπικούς συνεργάτες ως στρατηγική ενδυνάμωσης. [8] [9] [10] [ 11]
Στις Ηνωμένες Πολιτείες, η Οπτική Ανθρωπολογία βρήκε για πρώτη φορά το ακαδημαϊκό κοινό του το 1958 με τη δημιουργία του Κέντρου Μελέτης Κινηματογράφου στο Μουσείο Αρχαιολογίας και Εθνολογίας του Peabody του Χάρβαρντ.[12] Στο Ηνωμένο Βασίλειο, ιδρύθηκε το 1987 το Κέντρο Οπτικής Ανθρωπολογίας της Γρανάδας στο Πανεπιστήμιο του Μάντσεστερ για να εκπαιδεύει, στο πεδίο της ανθρωπολογίας και κινηματογραφίας, φοιτητές MA, MPhil και PhD των οποίων οι απόφοιτοι έχουν παράγει πάνω από 300 ταινίες μέχρι σήμερα. Ο John Collier, Jr. έγραψε το πρώτο τυπικό εγχειρίδιο στον τομέα το 1967, και πολλοί οπτικοί ανθρωπολόγοι της δεκαετίας του 1970 βασίστηκαν σε σημειολόγους όπως ο Roland Barthes για βασικές κρίσιμες προοπτικές. Η συνεισφορά στην ιστορία της Οπτικής Ανθρωπολογίας περιλαμβάνει το έργο των Emilie de Brigard (1967), [13] Fadwa el Guindi (2004),[14] και Beate Engelbrecht, ed. (2007).[15] Μια πιο πρόσφατη ιστορικότητα που κατανοεί την οπτική ανθρωπολογία με την ευρύτερη έννοια, επιμελημένη από τους Marcus Banks και τον Jay Ruby, είναι το Made To Beened: Ιστορικές προοπτικές για την οπτική ανθρωπολογία. [16] Η ενεργοποίηση του ανθρωπολογικού φακού στην Ινδία παρέχει μια αντίθεση της οπτικής ανθρωπολογίας (Khanduri 2014).[17]
Επι του παρόντος η Εταιρεία Οπτικής Ανθρωπολογίας (SVA) αντιπροσωπεύει το υποπεδίο στις Ηνωμένες Πολιτείες ως τμήμα της Αμερικανικής Ανθρωπολογικής Ένωσης (AAA).
Στις Ηνωμένες Πολιτείες, εθνογραφικές ταινίες προβάλλονται κάθε χρόνο στο Margaret Mead Film Festival καθώς και στο ετήσιο Φεστιβάλ Κινηματογράφου και ΜΜΕ της AAA. [18] Στην Ευρώπη, οι εθνογραφικές ταινίες προβάλλονται στο Royal Anthropological Institute Film Festival στο Ηνωμένο Βασίλειο, στο Jean Rouch Film Festival στη Γαλλία και στο Ethnocineca στην Αυστρία. Δεκάδες άλλα διεθνή φεστιβάλ παρατίθενται τακτικά στο Newsletter της Σκανδιναβικής Ανθρωπολογικής Ένωσης Κινηματογράφου [NAFA]. [19]
Ενώ οι Ιστορικοί της Τέχνης έχουν ξεκάθαρα το ίδιο ενδιαφέρον με τα ίδια αντικείμενα και διαδικασίες με την Οπτική Ανθρωπολογία, η τελευταία πλαισιώνει τα ευρήματα σε ένα ολιστικό πολιτισμικό τόπο. Συγκεκριμένα, αρχαιολόγοι χρησιμοποιούν φάσεις της οπτικής ανάπτυξης στην προσπάθεια τους να αντιληφθούν την εξάπλωση των λαών και των πολιτισμών τους κατά την εξάπλωση τους σε γειτονικά τοπία αλλά και σε μεγαλύτερες περιοχές. Κατά το 10,000 π.Χ. ένα σύστημα από καλώς ανεπτυγμένα εικονογράμματα χρησιμοποιούνταν από λαούς με βάρκες [20] και ήταν κατά πάσα πιθανότητα ζωτικής σημασίας στην ανάπτυξη πλοήγησης και συγγραφής όπως επίσης κι ως μέσον εξιστόρησης και καλλιτεχνικής έκφρασης. Πρώιμες οπτικές αναπαραστάσεις συχνά αποτυπώνουν τη γυναικεία μορφή, με ένδυση γύρω στο 28,000 π.Χ., γεγονός το οποίο επιβεβαιώνεται από αρχαιολόγους ότι συνάδει με την ανακάλυψη της τεχνικής του πλεξίματος στην Παλιά Ευρώπη. Αυτό είναι ένα παράδειγμα της ολιστικής φύσης της οπτικής ανθρωπολογίας: ένα ειδώλιο που απεικονίζει μια γυναίκα που φοράει διάφανο ρουχισμό δεν είναι απλώς αντικείμενο τέχνης, αλλά ένα παράθυρο στα έθιμα του φορέματος εκείνη την εποχή, οργάνωση του νοικοκυριού (όπου βρέθηκαν), μεταφορά των υλικών (από πού προήλθε ο πηλός) και των διαδικασιών (πότε έγινε η κοινή χρήση του πηλού), πότε ξεκίνησε η ύφανση, τι είδους ύφανση απεικονίζεται και ποια άλλα στοιχεία υπάρχουν για την ύφανση και τι είδους πολιτιστικές αλλαγές συνέβησαν σε άλλα μέρη της ανθρώπινης ζωής εκείνη την εποχή.
Η οπτική ανθρωπολογία, εστιάζοντας στις δική της προσπάθεια για την παραγωγή και κατανόηση της ταινίας, είναι σε θέση να καθιερώσει πολλές αρχές και να χτίσει θεωρίες σχετικά με την ανθρώπινη οπτική αναπαράσταση γενικά.