Το εξώφυλλο της πρώτης έκδοσης το 1633 | |
Συγγραφέας | Κρίστοφερ Μάρλοου |
---|---|
Τίτλος | The Famous Tragedy of the Rich Ievv of Malta |
Γλώσσα | Αγγλικά |
Μορφή | θεατρικό έργο |
Σχετικά πολυμέσα | |
δεδομένα ( ) |
Ο Εβραίος της Μάλτας (αγγλικός τίτλος: The Jew of Malta), με πλήρη τίτλο: Η διάσημη τραγωδία του πλούσιου Εβραίου της Μάλτας, είναι θεατρικό έργο του Κρίστοφερ Μάρλοου που γράφτηκε το 1589 ή το 1590 και δημοσιεύθηκε το 1633.[1]
Η πλοκή συνδυάζει την ιστορία μιας εκδίκησης με τραγική ένταση εν μέσω θρησκευτικών συγκρούσεων και μηχανορραφιών, με ιστορικό πλαίσιο τον αγώνα για επικράτηση μεταξύ των Χριστιανικών συμμαχιών και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στη Μεσόγειο. Το έργο διαδραματίζεται στο νησί της Μάλτας και περιστρέφεται γύρω από τον Βαραβά, έναν πλούσιο Μαλτέζο Εβραίο έμπορο. Σχετικά με την απεικόνιση των Εβραίων στο έργο έχουν δημοσιευθεί πολλές αντικρουόμενες μελέτες.[2]
Ο Εβραίος της Μάλτας θεωρείται ότι είχε επίδραση στον Ουίλιαμ Σαίξπηρ για το έργο του Ο Έμπορος της Βενετίας.[3]
Οι Ιωαννίτες ιππότες της Ιερουσαλήμ είχαν εγκατασταθεί στη Ρόδο από το 1310 έως το 1522, οπότε το νησί κατελήφθη από τον Σουλεϊμάν τον Μεγαλοπρεπή και τους εκδίωξε. Έπειτα από περιπλανήσεις στη Μεσόγειο, ο αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας Κάρολος Ε΄ τους παραχώρησε τα νησιά της Μάλτας όπου εγκαταστάθηκαν και απέκρουσαν με επιτυχία συχνές επιθέσεις Τούρκων, μεταξύ των οποίων στην πολιορκία της Μάλτας του 1565, γεγονός από το οποίο εμπνεύστηκε ο Κρίστοφερ Μάρλοου το έργο, η πλοκή του οποίου αποτελεί δική του επινόηση.
Το έργο αρχίζει με το φάντασμα του Νικολό Μακιαβέλι, που εισάγει «την τραγωδία ενός Εβραίου» εκφράζοντας την κυνική άποψη ότι η εξουσία είναι ανήθικη, λέγοντας «Τη θρησκεία τη θεωρώ παιχνίδι για μικρά παιδιά / και διατείνομαι ότι δεν υπάρχει αμαρτία, παρά μόνον άγνοια».[4]
Ο Βαραβάς είναι ένας πάμπλουτος Εβραίος έμπορος που έχει αγαθά σε όλη την Ευρώπη και ζει στη Μάλτα, με τη ζωή του αφιερωμένη στην αύξηση του ήδη τεράστιου πλούτου του. Όταν στη Μάλτα φτάνουν τουρκικά πλοία για να εισπράξουν τον οφειλόμενο φόρο, ο κυβερνήτης του νησιού Φαρνέζε δεν έχει αρκετά χρήματα για να πληρώσει, ζητά παράταση ενός μήνα και αποφασίζει ότι ο φόρος θα πληρωθεί μόνο από την εβραϊκή κοινότητα. Λόγω των διαμαρτυριών του Βαραβά, ολόκληρη η περιουσία του κατάσχεται και το σπίτι του μετατρέπεται σε μοναστήρι για καλόγριες. Μια μεγάλη ποσότητα κοσμημάτων παρέμεινε κάτω από μια σανίδα του κατασχεμένου σπιτιού του και για να τα αποκτήσει, ο Βαραβάς καταστρώνει ένα σχέδιο: στέλνει την κόρη του Αμπιγκέιλ να γίνει μοναχή και να πάρει στην κατοχή της τα πλούτη που κρύβονται στο σπίτι.[5]
Η Άμπιγκεϊλ ανακτά τα κοσμήματα που υπάρχουν στο παλιό σπίτι του πατέρα της και καταφέρνει να του τα παραδώσει. Ο τελευταίος, έξαλλος, αποφασίζει να εκδικηθεί τον κυβερνήτη της Μάλτας που τον έχει ληστέψει. Με τη βοήθεια του Τούρκου σκλάβου Ιθαμόρ που αγόρασε στην αγορά, αποφασίζει να στήσει μια θανάσιμη παγίδα στον Λουδοβίκο, γιο του Κυβερνήτη. Ο νεαρός, όπως και ο φίλος του Ματίας, είναι ερωτευμένοι με την όμορφη Άμπιγκεϊλ, η οποία στο μεταξύ έχει επιστρέψει από το μοναστήρι.
Ο Βαραβάς πείθει την κόρη του να δείξει στον Λουδοβίκο ότι είναι πρόθυμη να συμφωνήσει σε γάμο μαζί του. Το κορίτσι δέχεται, αλλά ομολογεί στον πατέρα της ότι αγαπάει τον Ματία. Ο Βαραβάς, λέγοντας ψέματα, τη διαβεβαιώνει ότι θα μπορέσει αργότερα να ενωθεί με τον αγαπημένο της. Διατάζει τον Ιθαμόρ να παραδώσει στον Λουδοβίκο ένα γράμμα γραμμένο από τον ίδιο, στο οποίο προσποιείται ότι ο Ματίας τον καλεί σε μονομαχία.
Ο Ματίας και ο Λουδοβίκος αλληλοσκοτώνονται κάτω από το ικανοποιημένο βλέμμα του Βαραβά. Η Άμπιγκεϊλ, απελπισμένη και τρομοκρατημένη από τις πράξεις του πατέρα της, καταφεύγει στο μοναστήρι. Αυτή τη φορά η επιλογή της είναι ειλικρινής και όταν ο πατέρας το μαθαίνει, την αποκηρύσσει. Ετοιμάζει μια δηλητηριασμένη σούπα που τη στέλνει στις καλόγριες μέσω του έμπιστου Ιθαμόρ, ώστε η κόρη του και οι άλλες καλόγριες να πεθάνουν. Πριν πεθάνει, η Άμπιγκεϊλ εξομολογείται στον καλόγερο Μπερναρντίνο την αλήθεια για τον θάνατο των δύο νέων.
Ο Βαραβάς ανακαλύπτει ότι η κόρη του ομολόγησε την αλήθεια. Έτσι, με τη βοήθεια του δούλου του, στραγγαλίζει τον καλόγερο Μπερναρντίνο και ενοχοποιεί για το έγκλημα τον καλόγερο Τζάκομο, ο οποίος επίσης γνωρίζει τις θηριωδίες του Εβραίου. Στο μεταξύ, η ιερόδουλη Μπελαμίρα και ο εγκληματίας φίλος της Πίλια Μπόρσα αποφασίζουν να χρησιμοποιήσουν τον Ιθαμόρ για να κλέψουν χρήματα από τον Βαραβά. Ο Ιθαμόρ, μεθυσμένος από τα ποτά που του έδωσαν, αποκαλύπτει όλα όσα γνωρίζει και οι δύο απατεώνες αποφασίζουν να εκβιάσουν τον Βαραβά και μετά να τον καταγγείλουν. Ο Βαραβάς δεν διστάζει και δηλητηριάζει τους τρεις συνεργούς, αλλά ο κυβερνήτης το πληροφορείται. Όταν τον συλλαμβάνουν, ο Βαραβάς πίνει χυμό παπαρούνας και μανδραγόρα, πέφτοντας σε κατάσταση νεκροφάνειας. Πετούν το πτώμα του έξω από τα τείχη και τότε αυτός, μόλις συνέρχεται, προσπαθεί να επωφεληθεί από τη σύγκρουση μεταξύ Χριστιανών και Τούρκων: ο κυβερνήτης Φαρνέζε, πεπεισμένος από τον Ισπανό υποναύαρχο Μαρτίν ντελ Μπόσκο, έχει ανακοινώσει στους Τούρκους ότι δεν θα πληρώσει τον φόρο και αυτοί ετοιμάζονται να επιτεθούν στο νησί. Έτσι, ο Βαραβάς συνωμοτεί με τους Τούρκους και τους οδηγεί από κρυφό πέρασμα μέσα στην πόλη.[6]
Ως ανταμοιβή για τη βοήθεια που πρόσφερε στους Τούρκους να λεηλατήσουν τη Μάλτα, ο Βαραβάς διορίζεται κυβερνήτης της πόλης. Ενώ η εκδίκησή του φαίνεται να έχει ικανοποιηθεί, ο Βαραβάς ωστόσο αποφασίζει να αλλάξει πλευρά για άλλη μια φορά και ενώνει τις δυνάμεις του με τους Ιππότες της Μάλτας προδίδοντας τον Τούρκο και τίθεται στην υπηρεσία του παλιού εχθρού του Φαρνέζε, ο οποίος του δίνει την υπόσχεση ότι θα παραμείνει κυβερνήτης για τη βοήθειά του. Αφού παγιδεύει τους Τούρκους στρατιώτες σε ένα μοναστήρι έξω από τα τείχη με μπαρούτι για να τους ανατινάξει, ετοιμάζει μια άλλη παγίδα για τον ίδιο τον Τούρκο πρίγκιπα και τους άνδρες του, καλώντας τους σε γεύμα με το σχέδιο να τους βράσει ζωντανούς σε μια καταπακτή με κρυμμένο καζάνι. Ο πρώην κυβερνήτης, προδίδοντας τον νέο του σύμμαχο, φτάνει ακριβώς στην ώρα για να αποτρέψει την τέλεση του εγκλήματος και ο Βαραβάς καταλήγει ο ίδιος στη θανάσιμη παγίδα του και βρίσκει φριχτό θάνατο. Ο τουρκικός στρατός ανατινάζεται και οι Ιππότες αιχμαλωτίζουν τον Τούρκο πρίγκιπα και ανακτούν τον έλεγχο της Μάλτας.[3]
Η «αδυσώπητη κακία» του αντιήρωα Εβραίου της Μάλτας θα μπορούσε να χαρακτηρίσει το έργο ως αντισημιτικό, ειδικά αφού η αρετή της κόρης του εντάσσεται στα πλαίσια της μεταστροφής της στον Χριστιανισμό. Αυτό θα συμφωνούσε με τον θρησκευτικό φανατισμό της ελισαβετιανής εποχής.[7]
Ωστόσο, ο Μάρλοου, πέρα από την αντιμετώπιση του Εβραίου, ως προδότη, ψεύτη, δόλιου και αδίστακτου δολοφόνου, δεν αντιμετωπίζει καλύτερα τις άλλες θρησκείες. Μια πιο προσεκτική ανάγνωση του έργου αποκαλύπτει μια βίαιη σάτιρα της ηθικής και των τριών θρησκειών: εκτός από το μίσος που έχουν οι Χριστιανοί, οι Εβραίοι και οι Μουσουλμάνοι ο ένας για τον άλλον, όλοι διαπράττουν βίαιες και εγωιστικές πράξεις με τον ίδιο τρόπο, αντίθετα με το ήθος που ομολογούν, όταν δεν το επικαλούνται για την υποστήριξη των βιαιοτήτων.[8]
Η πρώτη γνωστή παράσταση χρονολογείται από τις αρχές του 1592. Είχε μεγάλη επιτυχία και παρέμενε δημοφιλές για τα επόμενα 50 χρόνια.
Το έργο είναι καταχωρημένο στο μητρώο εκδόσεων στις 17 Μαΐου 1594, αλλά η πρώτη έκδοση που έφτασε σε εμάς τυπώθηκε το 1633. Αυτή η έκδοση περιέχει προλόγους και επιλόγους που γράφτηκαν από τον θεατρικό συγγραφέα και ποιητή Τόμας Χέιγουντ, ο οποίος πιθανόν να τροποποίησε το έργο. Κάποιες αλλαγές στην έκδοση του 1633, ιδιαίτερα στο δεύτερο μέρος θεωρείται ότι επιβεβαιώνουν αυτές τις επεμβάσεις στο κείμενο.[3]
Υπάρχουν πολλές σύγχρονες μεταφράσεις και παραστάσεις του έργου σε όλο τον κόσμο.[8]
Ο Εβραίος της Μάλτας: