Πίτερ Κόντε | |
---|---|
Γέννηση | 11 Δεκεμβρίου 1599[1][2][3] Άμστερνταμ |
Θάνατος | 12 Οκτωβρίου 1678[1][4][2] Άμστερνταμ |
Χώρα πολιτογράφησης | Ολλανδική Δημοκρατία |
Ιδιότητα | ζωγράφος[5] |
Κίνημα | μπαρόκ |
Είδος τέχνης | προσωπογραφία |
Καλλιτεχνικά ρεύματα | μπαρόκ |
Σημαντικά έργα | Merry Company with Masked Dancers, Tric-Trac Players και Portrait of a Married Couple |
Σχετικά πολυμέσα | |
Ο Πίτερ Κόντε (ολλανδικά: Pieter Jacobsz. Codde, Άμστερνταμ 11 Δεκεμβρίου 1599 - Άμστερνταμ 12 Οκτωβρίου 1678[6]) ήταν Ολλανδός ζωγράφος της Χρυσής Ολλανδικής Εποχής στη ζωγραφική, ο οποίος ασχολήθηκε με ρωπογραφίες, πορτρέτα και σκηνές σε χώρους όπου ενδιαιτούσαν φύλακες.
Ο Κόντε ήταν τεχνικά πολύ επιδέξιος ζωγράφος. Αναφέρεται ότι σπούδασε ζωγραφική με Δάσκαλο τον Φρανς Χαλς, αλλά πιθανότερο είναι ότι Δάσκαλός του ήταν ο πορτρετίστας, πανδοχέας, ηθοποιός και έμπορος έργων τέχνης Μπάρεντ φαν Σόμερεν (Barent van Someren, 1572–1632) ή, εξ ίσου πιθανόν να σπούδασε με Δάσκαλο τον Κορνέλις φαν ντερ Φόορτ (Cornelis van der Voort, 1576–1624).
Το 1623 νυμφεύτηκε την δεκαοκτάχρονη, τότε, Μαρράιτγε Άρεντς. Το καλοκαίρι του 1625, σε μια συγκέντρωση οργανωμένη από τον φαν Σόμερεν στο κτήμα του, ο Κόντε λογομάχησε με τον φίλο του καλλιτέχνη Κορνέλις Ντόιστερ. Η λογομαχία είχε αιματηρό τέλος, καθώς ο ένας κτύπησε τον άλλο με γυάλινη καράφα στο πρόσωπο.[8]
Το 1628 ο Κόντε είχε εγκατασταθεί στην Sint Antoniesbreestraat, δρόμο του Άμστερνταμ που εκείνη την εποχή φιλοξενούσε πολυάριθμους καλλιτέχνες.[9] Το 1626 ο Κόντε και η σύζυγός του χώρισαν, αφού ο Κόντε κατηγορήθηκε ότι βίασε την καμαριέρα τους, αλλά καθώς τίποτα δεν μπορούσε να αποδειχτεί, παρέμεινε κρατούμενος για μια μόνο νύχτα. Η σύζυγός του πήγες να ζήσει με τον γείτονά τους, Πίτερ Πόττερ, πατέρα του ζωγράφου Πάουλους Πόττερ. Ο Κόντε απέκτησε, το 1657, ένα σπίτι στην Κάιζερχραχτ, πληρώνοντας 5.000 γκίλντερς, όπου έζησε ως τον θάνατό του.[9] Όταν ο Κόντε απεβίωσε, η υπηρέτριά του, Μπαρέντγε Βίλλεμς (Barendje Willems) κληρονόμησε το μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας του.[10]
Το παλαιότερο γνωστό του έργο είναι πίνακας του 1626, Πορτρέτο νεαρού άνδρα, το οποίο σήμερα βρίσκεται στο Μουσείο Άσμολ[11][12] Τα περισσότερα από τα έργα του τα δημιούργησε στο Άμστερνταμ και είναι πίνακες μικρού σχετικά μεγέθους, χαρακτηριστικοί για τους τόνους του γκρίζου, ενώ αρκετοί έχουν ως θέμα τη μουσική, όπως η πρώτη του γνωστή ρωπογραφία, το μάθημα χορού (1627, σήμερα στο Μουσείο του Λούβρου), η μουσική συντροφιά του 1639, ο παίκτης του λαούτου (σήμερα στο Μουσείο Τέχνης της Φιλαδέλφεια) και το Κονσέρτο (σήμερα στην Πινακοθήκη Ουφίτσι).[13] Ένα ακόμη έργο του βρίσκεται στην Ουφίτσι, το κονσέρτο. Ο Κόντε ζωγράφισε, επίσης, ιστορικοθρησκευτικούς πίνακες, όπως η προσκύνηση των βοσκών (1645, σήμερα στο Ρέικσμουζεουμ).
Αν και είναι άγνωστο αν σπούδασε ζωγραφική με τον Φρανς Χαλς, το ύφος τους είναι αναμφίβολα παρόμοιο σε ορισμένα σημεία. Το 1637 του ανατέθηκε να ολοκληρώσει το ημιτελές έργο του Χαλς, το αποκαλούμενο "Meagre Company"[14], έργο στο οποίο απεικονίζεται η Πολιτοφυλακή του Άμστερνταμ υπό τον Λοχαγό Reynier Reael και τον Υπολοχαγό Cornelis Michielsz. Blaeuw. Παρά το ότι η επιλογή του Κόντε για να ολοκληρώσει τον ημιτελή πίνακα του Χαλς δεν ήταν από αυτές που έπρεπε να έχουν προτεραιότητα, η εργασία του Κόντε είναι σαφώς πιο "απαλή". Πιστεύεται ότι ο Χαλς ολοκλήρωσε μόνον το αριστερό ήμισυ του πίνακα, απεικονίζοντας το τρίτο, πέμπτο και έβδομο πρόσωπο από τα δεξιά. Τα υπόλοιπα έγιναν από τον Κόντε.[15] Το έργο αποκλήθηκε "The Meagre Company" (Ο ισχνός Λόχος) ύστερα από σχόλια που έγιναν από θεατές του στο Ρέικσμουζεουμ, οι οποίοι παρατήρησαν ότι οι άνδρες που ζωγράφισε ο Ρέμπραντ περίπου δέκα χρόνια αργότερα στον πίνακα Νυχτερινή περίπολος ήταν κατά πολύ ευτραφέστεροι.
Μαθητής του Κόντε ήταν ο Βίλλεμ Ντόιστερ, παρά το ότι ήταν σχεδόν συνομήλικοι, ενώ ο Γιάκομπ Ντουκ επηρεάστηκε από τον Κόντε.[9] Γαμπρός τους ήταν ο Σίμον Κικ. Οι Άντριεν Μπράουβερ, Χέραρντ τερ Μπορχ και Πίτερ Κουάστ ανήκαν επίσης στην ομάδα των καλλιτεχνών που ανέπτυξαν το ύφος της ρωπογραφίας. Ο Κόντε πιθανόν να σχετιζόταν με ποιητή που έφερε το παρόμοιο με το δικό του όνομα, Πίτερ Άντριενς Κόντε.