Πακτύης

Ο Πακτύης ήταν ο Λυδός στρατηγός στον οποίο ανατέθηκε η διαχείριση του χρυσού των Λυδών που προορίζονταν για τον Κύρο. Ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι ο Πακτύης ξεκίνησε επανάσταση ενάντια στον Τάβαλο, διοικητή των Σάρδεων και τον Κύρο. Με τους θησαυρούς των Σάρδεων μίσθωσε στρατιώτες και κατέβηκε στα παράλια παρακινόντας τους κατοίκους των εκεί πόλεων να τον βοηθήσουν. Έπειτα επέστρεψε στις Σάρδεις για να πολιορκήσει τον Τάβαλο, που στο μεταξύ είχε αποκλειστεί στην ακρόπολη.[1]

Ο Κύρος έδωσε διαταγή στο Μήδο Μάζαρη να φέρει με κάθε τρόπο τον Πακτύη αιχμάλωτο ενώπιόν του.[2] Ο τελευταίος, μόλις πληροφορήθηκε ότι τμήμα του περσικού στρατού ερχόταν εναντίον του, κατέφυγε στην Κύμη ως ικέτης. Οι Κυμαίοι έστειλαν αντιπροσώπους στο μαντείο των Βραγχιδών για να ρωτήσουν τι να πράξουν σχετικά με τον Πακτύη και τους δόθηκε χρησμός να τον παραδώσουν στους Πέρσες οι οποίοι συνέχιζαν να τον καταζητούν. Ο Αριστόδικος, επιφανής πολίτης της Κύμης, αμφισβήτησε το χρησμό και έτσι στάλθηκε εκ νέου αντιπροσωπεία στο μαντείο, που όμως πήρε τον ίδιο χρησμό.[3]

Οι Κυμαίοι βρέθηκαν σε δύσκολη θέση, καθώς αφενός θα ήταν παρασπονδία να παραδώσουν έναν ικέτη και αφετέρου θα έπρεπε να αντιμετωπίσουν πολιορκία των Περσών εάν έπρατταν αντίθετα. Αποφάσισαν λοιπόν να στείλουν τον Πακτύη στη Μυτιλήνη, όμως στο μεταξύ πληροφορήθηκαν πως οι Μυτιληναίοι σχεδίαζαν να τον παραδώσουν στους Πέρσες, έναντι χρηματικής αμοιβής. Με πλοίο τους λοιπόν τον μετέφεραν στη Χίο, όπου τελικά οι Χίοι τον απήγαγαν από το ιερό της πολιούχου Αθηνάς και τον παρέδωσαν στους Πέρσες.[4]

  1. Ηροδότου , Ἱστοριῶν πρώτη ἐπιγραφόμενη Κλειώ, 154, ὡς δὲ ἀπήλασε ὁ Κῦρος ἐκ τῶν Σαρδίων, τοὺς Λυδοὺς ἀπέστησε ὁ Πακτύης ἀπό τε Ταβάλου καὶ Κύρου, καταβὰς δὲ ἐπὶ θάλασσαν, ἅτε τὸν χρυσὸν ἔχων πάντα τὸν ἐκ τῶν Σαρδίων, ἐπικούρους τε ἐμισθοῦτο καὶ τοὺς ἐπιθαλασσίους ἀνθρώπους ἔπειθε σὺν ἑωυτῷ στρατεύεσθαι. ἐλάσας δὲ ἐπὶ τὰς Σάρδις ἐπολιόρκεε Τάβαλον ἀπεργμένον ἐν τῇ ἀκροπόλι.
  2. 156, καλέσας δὲ Μαζάρεα ἄνδρα Μῆδον, ταῦτά τέ οἱ ἐνετείλατο προειπεῖν Λυδοῖσι τὰ ὁ Κροῖσος ὑπετίθετο, καὶ πρὸς ἐξανδραποδίσασθαι τοὺς ἄλλους πάντας οἳ μετὰ Λυδῶν ἐπὶ Σάρδις ἐστρατεύσαντο, αὐτὸν δὲ Πακτύην πάντως ζῶντα ἀγαγεῖν παρ᾽ ἑωυτόν.
  3. 157-159
  4. 160, ταῦτα ὡς ἀπενειχθέντα ἤκουσαν οἱ Κυμαῖοι, οὐ βουλόμενοι οὔτε ἐκδόντες ἀπολέσθαι οὔτε παρ᾽ ἑωυτοῖσι ἔχοντες πολιορκέεσθαι, ἐκπέμπουσι αὐτὸν ἐς Μυτιλήνην. 2 οἱ δὲ Μυτιληναῖοι ἐπιπέμποντος τοῦ Μαζάρεος ἀγγελίας ἐκδιδόναι τὸν Πακτύην παρεσκευάζοντο ἐπὶ μισθῷ ὅσῳ δή· οὐ γὰρ ἔχω τοῦτό γε εἰπεῖν ἀτρεκέως· οὐ γὰρ ἐτελεώθη. 3 Κυμαῖοι γὰρ ὡς ἔμαθον ταῦτα πρησσόμενα ἐκ τῶν Μυτιληναίων, πέμψαντες πλοῖον ἐς Λέσβον ἐκκομίζουσι Πακτύην ἐς Χίον. ἐνθεῦτεν δὲ ἐξ ἱροῦ Ἀθηναίης πολιούχου ἀποσπασθεὶς ὑπὸ Χίων ἐξεδόθη· ἐξέδοσαν δὲ οἱ Χῖοι ἐπὶ τῷ Ἀταρνέι μισθῷ