Συντεταγμένες: 41°2′2.00″N 28°56′25.01″E / 41.0338889°N 28.9402806°E
Παλάτι του Πορφυρογέννητου | |
---|---|
Είδος | ανάκτορο και αρχιτεκτονική κατασκευή |
Αρχιτεκτονική | βυζαντινή αρχιτεκτονική |
Γεωγραφικές συντεταγμένες | 41°2′2″N 28°56′25″E |
Διοικητική υπαγωγή | Κωνσταντινούπολη |
Χώρα | Τουρκία |
Πολυμέσα | |
δεδομένα (π) |
Το παλάτι του Πορφυρογέννητου (τὸ Παλάτιον τοῦ Πορφυρογεννήτου), γνωστό στα Τουρκικά ως «Tekfur Sarayı» ,[1] είναι ένα βυζαντινό παλάτι του ύστερου 13ου αιώνα στη βορειοδυτική πλευρά της Κωνσταντινούπολης. Αποτελεί τμήμα του ανακτόρου των Βλαχερνών και είναι το καλύτερα διατηρημένο βυζαντινό παλάτι της Πόλης μαζί με τα ερείπια του παλατιού του Βουκολέοντα και τα ερείπια του Μεγάλου Παλατιού. Αποτελεί ένα από τα σχετικά λίγα παραδείγματα σωζόμενης κοσμικής βυζαντινής αρχιτεκτονικής παγκοσμίως.
Το παλάτι κατασκευάστηκε στα τέλη του 13ου ή στις αρχές του 14ου αιώνα ως μέρος του συγκροτήματος του ανακτόρου των Βλαχερνών, στο σημείο όπου τα Θεοδοσιανά Τείχη ενώνονται με τους μεταγενέστερους τοίχους του προαστίου των Βλαχερνών. Παρ' όλο που το ανάκτορο δίνει την εντύπωση ότι πήρε το όνομά του από τον αυτοκράτορα του 10ου αιώνα Κωνσταντίνο Ζ' Πορφυρογέννητο, χτίστηκε πολύ μετά τη βασιλεία του και στην πραγματικότητα ονομάστηκε προς τιμήν του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, γιου του αυτοκράτορα Μιχαήλ Η' Παλαιολόγου.[2] Πορφυρογέννητος σημαίνει κυριολεκτικά «γεννημένος στην αίθουσα της Πορφύρας τού ανακτόρου», όπως συνηθιζόταν στους βασιλόπαιδες, ιδίως όταν επρόκειτο για γιο και διάδοχο βασιλεύοντος αυτοκράτορα. Το παλάτι χρησίμευε ως αυτοκρατορική κατοικία κατά τα τελευταία χρόνια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.
Το παλάτι υπέστη εκτεταμένες ζημιές κατά τη διάρκεια της Οθωμανικής πολιορκίας της Κωνσταντινούπολης το 1453 λόγω της εγγύτητάς του προς τα εξωτερικά τείχη. Στη συνέχεια χρησιμοποιήθηκε για διάφορους σκοπούς. Κατά τον 16ο και 17ο αιώνα στεγάζεται εκεί μέρος του θηριοτροφείου του Σουλτάνου. Τα ζώα μεταφέρθηκαν αλλού κατά τα τέλη του 17ου αιώνα, οπότε το κτίριο μετατράπηκε σε οίκο ανοχής. Από το 1719 ιδρύθηκε εκεί το εργαστήριο αγγειοπλαστικής «Tekfur Sarayı» και άρχισε να παράγει κεραμικά πλακάκια σε στυλ παρόμοιο με της κεραμικής İznik, αλλά επηρεασμένο από ευρωπαϊκά σχέδια και χρώματα. Το εργαστήριο είχε πέντε κλιβάνους και επίσης παρήγε αγγεία και πιάτα. [3] Πέρασε περίπου ένας αιώνας πριν η επιχείρηση κλείσει και από το πρώτο μισό του 19ου αιώνα το κτίριο έγινε φτωχοκομείο για Εβραίους της Πόλης. Στις αρχές του 20ού αιώνα χρησιμοποιήθηκε για λίγο ως εργοστάσιο μπουκαλιών, πριν εγκαταλειφθεί. [4] Ως αποτέλεσμα, μόνο η περίτεχνη εξωτερική πρόσοψη από τούβλα και πέτρα σώζεται σήμερα ως ένα από τα ελάχιστα διασωθέντα παραδείγματα της κοσμικής Βυζαντινής Αρχιτεκτονικής. Από τον Ιούλιο του 2010 το παλάτι υφίσταται εκτεταμένη αποκατάσταση και παραμένει κλειστό για το κοινό. Από τον Μάρτιο του 2015 το κτίριο αποκτά οροφή και γυάλινα παράθυρα.
Το Παλάτι ήταν ένα μεγάλο τριώροφο κτίριο που βρισκόταν ανάμεσα στην εσωτερική και την εξωτερική οχύρωση της βόρειας γωνίας των Θεοδοσιανών Τειχών. Το ισόγειο είναι μια στοά με τέσσερις αψίδες που οδηγούν σε μια αυλή, στην οποία βλέπουν πέντε μεγάλα παράθυρα του πρώτου ορόφου. Ο τελευταίος όροφος του κτίσματος προβάλλει πάνω από τα τείχη και έχει παράθυρα και στις τέσσερις πλευρές. Στα ανατολικά σώζεται το υπόλοιπο ενός μπαλκονιού. Η στέγη και όλοι οι όροφοι της κατασκευής έχουν εξαφανιστεί. Οι υπόλοιποι τοίχοι είναι περίτεχνα διακοσμημένοι με γεωμετρικά σχέδια από κόκκινο τούβλο και λευκό μάρμαρο, χαρακτηριστικά της ύστερης βυζαντινής περιόδου.