Το πασαλίκι (οθωμανικά τουρκικά: پاشالق) αποτελούσε την περιοχή που βρισκόταν υπό τον έλεγχο ενός πασά. Χαρακτηριζόταν ως ημιαυτόνομο έδαφος εντός της επικράτειας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας,[1] Σε ευρωπαϊκές πηγές, η λέξη «πασαλίκι» αναφερόταν γενικά στα εγιαλέτια.[2]
Η λέξη είναι τουρκικής προέλευσης. Υποδηλώνει την ποιότητα, το αξίωμα ή τη δικαιοδοσία ενός πασά ή του εδάφους που διαχειρίζεται.[3] Σε ορισμένες βαλκανικές γλώσσες (βοσνιακά, σερβικά κλπ.) χρησιμοποιείται ο όρος πασαλούκι (Pašaluk, Пашалук).[4][5] Αυτό υποδεικνύει ότι η συγκεκριμένη λέξη, η οποία χρησιμοποιείται από τις τουρκικές γλώσσες, είναι παλαιάς μορφής. Το πρώτο διάστημα της οθωμανικής τουρκικής περιόδου, η σχετική λέξη ήταν «πασαλούκι» (پاشالوق, paşaluk). Έπειτα η λέξη πήρε την τελική της μορφή ως πασαλίκι (پاشالق, paşalık).