Η Αυτού Θειοτάτη Παναγιότητα Πύρρος | |
---|---|
Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως, Νέας Ρώμης και Οικουμενικός Πατριάρχης | |
Έμβλημα Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως | |
Από | 9 Ιανουαρίου 654 |
Έως | 1 Ιουνίου 654 |
Προκάτοχος | Πατριάρχης Παύλος Β΄ |
Διάδοχος | Πατριάρχης Πέτρος |
Προσωπικά στοιχεία | |
Θάνατος | 1 Ιουνίου 654 Κωνσταντινούπολη |
Πρώην τίτλος |
|
Ο Πατριάρχης Πύρρος (... - 1 Ιουνίου 654) ήταν ο 62ος Αρχιεπίσκοπος Νέας Ρώμης και Οικουμενικός Πατριάρχης, ο οποίος σύμφωνα με τους πατριαρχικούς καταλόγους ποίμανε την Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως τρία έτη, δύο μήνες και δύο ημέρες (638-641, 654).[1]
Δεν σώζονται πολλές πληροφορίες για τη ζωή του, ωστόσο είναι γνωστό ότι πριν την εκλογή του σε Πατριάρχη ήταν ηγούμενος της Μονής της Θεοτόκου στη Χρυσούπολη.[2] Εικάζεται, επίσης, ότι ήταν πρεσβύτερος στο ναό της Αγίας Σοφίας και έφερε το οφφίκιο του «άρχοντος των μοναστηρίων».[3]
Η χειροτονία του σε Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως πραγματοποιήθηκε πιθανότατα στις 20 Δεκεμβρίου του 638.[4] Όπως όμως και ο προκάτοχός του Σέργιος Α΄ (610-638) ο Πύρρος είχε αιρετικά φρονήματα, ίδια με αυτά του αυτοκράτορος Ηρακλείου (610-641). Κατά τον Βυζαντινό λόγιο του 12ου αιώνος Κωνσταντίνο Μανασσή ο Πύρρος ήταν «λοιμός ἀνήρ καί δυσεββής καί φάρμακος καί γόης».[5]
Τον Δεκέμβριο του 638 ή τον Ιανουάριο του 639 συνεκάλεσε σύνοδο στην Κωνσταντινούπολη, η οποία επικύρωσε την «Έκθεση»[6] συμβάλλοντας με αυτόν τον τρόπο στην προώθηση του Μονοθελητισμού. Την κανονικότητα της συγκληθείσης αυτής συνόδου θα αμφισβητήσει ο Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής στο διάλογό τους το 645 στην Καρχηδόνα, αφού κατ’ αυτόν η σύνοδος αυτή δεν πραγματοποιήθηκε σύμφωνα με τους νόμους και τους συνοδικούς θεσμούς.[7] Ο Πύρρος, όμως, δεν αρκέστηκε μονάχα σε αυτήν την πράξη, αλλά εξέδωσε και Εγκύκλιο,[8] στην οποία επικαλούνταν την συγκατάθεση του πάπα Ονωρίου για να επιτύχει την καθολική αποδοχή της «Έκθεσης». Η τόση σπουδή που επέδειξε ο Πύρρος για την επικύρωση και προώθηση της Εκθέσεως καταγράφεται στα Πρακτικά της Συνόδου του Λατερανού (649), όπου έχουν καταχωρηθεί αποσπάσματα της επικύρωσης.[9]
Ο πάπας Ρώμης Ιωάννης Δ΄ (640-642) όντας αντίθετος με τη δοξασία του Μονοθελητισμού συνεκάλεσε σύνοδο στη Ρώμη, η οποία καταδίκασε την «Έκθεση», το Σέργιο, τον Πύρρο και τον Κύρο και διακήρυξε για το Χριστό δύο ενέργειες και δύο θελήματα. Με επιστολή του προς τον Αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Γ΄ (641) ο πάπας Ιωάννης κατηγόρησε τον Πύρρο για την εγκύκλιο επιστολή του, εξήγησε τις παρεξηγημένες θέσεις του πάπα Ονωρίου[10], τις οποίες επικαλείτο ο Πύρρος, και ζήτησε από τον Αυτοκράτορα την απομάκρυνση της «Εκθέσεως».[11]
Η θητεία του Αυτοκράτορος Κωνσταντίνου όμως υπήρξε σύντομη, αφού εκοιμήθη στις 24 Μαΐου του 641, χωρίς να του δοθεί η ευκαιρία να παρέμβει είτε υπέρ της μίας είτε υπέρ της άλλης κατεύθυνσης.[12] Στην επιστολή έτσι του πάπα Ιωάννου απάντησε ο Πύρρος, όπου για άλλη μια φορά υπερασπίστηκε το Μονοενεργητισμό-Μονοθελητισμό.[13]
Η πρώτη πατριαρχία του Πύρρου θα λήξει άδοξα, όχι λόγω της κακοδοξίας του, αλλά επειδή θα θεωρηθεί συνεργός της Μαρτίνας στον πρόωρο θάνατο του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου, ο οποίος αποδόθηκε σε δηλητηρίαση. Αποτέλεσμα αυτού ήταν η εξορία του Πύρρου και η άνοδος στον πατριαρχικό θρόνο του οικονόμου της Αγίας Σοφίας Παύλου (641-653).[14] Η πτώση του Πύρρου, όπως ήταν φυσικό, από τους πολέμιούς του δεν αποδόθηκε μόνο σε πολιτικά αίτια, αλλά και στο γεγονός ότι υπήρξε υποστηρικτής της Εκθέσεως με τη συνοδική επικύρωσή της.
Η πρώτη πατριαρχία του Πύρρου διήρκησε συνολικά 2 έτη, 9 μήνες και 9 ημέρες.
Το έτος 645 ο Πατριάρχης Πύρρος θα βρεθεί εξόριστος στην Αίγυπτο, όπου θα συναντήσει τον Άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή με τον οποίο τον Ιούλιο του ιδίου έτους θα έχουν έναν καθοριστικής σημασίας διάλογο.[15][16]Η συζήτηση αυτή είναι ένας θεολογικός απολογισμός που παρουσιάζει την Ορθόδοξη περί δύο θελήσεων και δύο ενεργειών διδασκαλία της Εκκλησίας και τις βασικότερες θέσεις των υποστηρικτών του Μονοενεργητισμού-Μονοθελητισμού.[16]
Από επιστολή του κρατικού αξιωματούχου Πέτρου προς τον Άγιο Μάξιμο πληροφορούμαστε ότι ο Πύρρος εξακολουθούσε να χρησιμοποιεί τον τίτλο «Παναγιώτατος» ακόμη και μετά την εκθρόνισή του.[17] Στην απάντησή του ο Άγιος Μάξιμος λέγει ότι ο Πύρρος θα πρέπει να καθαιρεθεί ως αιρετικός. Το πολύ σημαντικό όμως στοιχείο αυτής της επιστολής είναι ο υπαινιγμός του Αγίου Μαξίμου ότι ο Πύρρος είχε αποφασίσει να συμφιλιωθεί με την αλήθεια.[18] Η συζήτηση του Πύρρου με τον Άγιο Μάξιμο θα αποτελέσει ευκαιρία να επιστρέψει από την πλάνη στην αλήθεια, αν και όπως θα φανεί στη συνέχεια οι λόγοι της μεταστροφής του Πύρρου ήταν πιθανότατα πολιτικοί. Ενδεχομένως για να πάρει με το μέρος του τον έξαρχο Γρηγόριο, ο οποίος ήταν υπέρμαχος των δύο ενεργειών. Πίστευε ότι συντασσόμενος με τις δύο ενέργειες θα κατάφερνε να επανέλθει στον θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως.[19]
Ο Πύρρος, έχοντας πεισθεί από τον Άγιο Μάξιμο, θα μεταβεί το 647 στη Ρώμη, όπου παρέδωσε ομολογία πίστεως στον πάπα «κατακρίνας μέν τά τῆς ἀσεβοῦς Ἐκθέσεως δόγματα, ἑνώσας δέ ἑαυτόν διά τῆς ὀρθοδόξου ὁμολογίας τῇ ἁγίᾳ καί ἀποστολικῇ Ἐκκλησίᾳ»[20] Ο Πύρρος έμεινε πιθανότατα στη Ρώμη ένα έτος[21] και ακολούθως για άγνωστους λόγους μετέβη στην Κωνσταντινούπολη[22]. Στο μεταξύ το έτος 646 στην Αφρική εκδηλώθηκε από τον πατρίκιο Γρηγόριο επαναστατικό κίνημα, με σκοπό να αλλάξει η πολιτική κατάσταση.[23] Το κίνημα αυτό απέτυχε το σκοπό του και ο Πύρρος κατενόησε ότι πλέον δε μπορεί να ελπίζει σε τίποτα . Ακόμα και η ομολογία πίστεως που είχε κάνει ενώπιον του πάπα δεν του προσέφερε τίποτα και δεν μπορούσε να εξυπηρετήσει τα φιλόδοξα σχέδιά του για επάνοδο στον πατριαρχικό θρόνο. Μετέβη έτσι στη Ραβέννα, όπου αποκήρυξε την ομολογία πίστεως και συντάχθηκε και πάλι με το Μονοθελητισμό.[24]
Ο πάπας Θεόδωρος (642-649) θα καταδικάσει τον Πύρρο για την εκ νέου μεταστροφή του στο Μονοθελητισμό και το ίδιο θα πράξει αργότερα και η σύνοδος του Λατερανού. Η διπλή καταδίκη του Πύρρου, όμως, δε θα σταθεί εμπόδιο για την επάνοδό του στο θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως.
Η δεύτερη περίοδος της πατριαρχίας του Πύρρου στο θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως θα επισυμβεί μετά το θάνατο του Παύλου (653). Το θρόνο θα διεκδικήσει ο πάνω από δώδεκα χρόνια εξόριστος Πύρρος. Η άνοδός του όμως στο θρόνο θα σηματοδοτήσει αντιδράσεις από διάφορους εκκλησιαστικούς κύκλους, και αυτό, λόγω της γραπτής Ομολογίας που είχε υπογράψει[16].
Προκειμένου ο Πύρρος να αντικρούσει τους αντιδρώντες στη δεύτερη άνοδό του στο θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως, ισχυρίστηκε ότι το Μονοθελητισμό αναγκάσθηκε να τον αποκηρύξει με Ομολογία πίστεως, λόγω πείνας και άλλων δυσχερειών που αντιμετώπισε κατά την διάρκεια της εξορίας του[25]. Απέκρυψε έτσι από τους αντιπάλους του την πίστη του, στην οποία ήταν αμετακίνητος, περί μίας ενεργείας και ενός θελήματος για το Χριστό. Παρά τις αντιδράσεις, ακόμα και από τον ίδιο τον αυτοκράτορα, ο Πύρρος θα ενθρονιστεί τελικώς για δεύτερη φορά στον πατριαρχικό θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως στις 8 ή στις 9 Ιανουαρίου του έτους 654.[26]
Κατά την δεύτερη παραμονή του Πύρρου στο θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως μας είναι γνωστό ότι προσπάθησε να δώσει μεγαλύτερο κύρος, δύναμη και υπόσταση στον Τύπο, ενέργειες οι οποίες φανερώνουν την προσήλωσή του στον αυτοκράτορα Κώνστα Β΄.[27]
Απεβίωσε την 1η Ιουνίου του έτους 654, ημέρα κατά την οποία η Εκκλησία εόρταζε την Πεντηκοστή.
Η δεύτερη πατριαρχία του Πύρρου στον θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως διήρκησε 4 μήνες και 23 ημέρες.
Όσον αφορά το συγγραφικό έργο του Πύρρου δεν έχουμε καμία πληροφορία καθότι έχει απολεσθεί[28].
Η Στ’ Οικουμενική Σύνοδος, τέλος, καταδίκασε τον Πύρρο ως υπέρμαχο του Μονοενεργητισμού-Μονοθελητισμού, διαγράφοντάς τον από τα δίπτυχα της Εκκλησίας[29].