Παύλος ο Διάκονος | |
---|---|
Γενικές πληροφορίες | |
Γέννηση | 720 (περίπου)[1][2][3] Τσιβιντάλε του Φρίουλι |
Θάνατος | 799 (περίπου)[1][2][4] Αββαείο του Μόντε Κασίνο |
Χώρα πολιτογράφησης | Βασίλειο των Λομβαρδών |
Θρησκεία | Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία |
Θρησκευτικό τάγμα | Τάγμα του Αγίου Βενέδικτου |
Εκπαίδευση και γλώσσες | |
Ομιλούμενες γλώσσες | Μεσαιωνικά Λατινικά Ιταλικά[5] |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Ιδιότητα | ιστορικός ποιητής χριστιανός μοναχός συγγραφέας[6][7] |
Αξιοσημείωτο έργο | Ιστορία των Λογγοβάρδων The bishops of Metz Historia Romana |
Περίοδος ακμής | 8ος αιώνας[8] |
Σχετικά πολυμέσα | |
Ο Παύλος ο Διάκονος, λατιν. Paulus Diaconus (π. δεκαετία του 720 - 13 Απριλίου 796/7/8/9), επίσης γνωστός ως Winfridus του Μόντε Κασίνο, ήταν ένας Βενεδικτίνος μοναχός, γραφέας και ιστορικός των Λομβαρδών.
Ένας πρόγονός του, ο Λευπίχις ο Πρεσβύτερος, μετανάστευσε στην Ιταλία το 568 με την ακολουθία του Αλμπόιν βασιλιά των Λομβαρδών. Εκεί του χορηγήθηκαν γαίες στο (ή κοντά στο) Forum Julii (νυν Cividale del Friuli). Σε μία επιδρομή των Αβάρων, οι πέντε γιοί του Λευπίχη μεταφέρθηκαν μακριά στην Παννονία, αλλά ένας από αυτούς, ο Λευπίχης ο Νεότερος, επέστρεψε στην Ιταλία και ανέκτησε την κατεστραμμένη περιουσία του Οίκου του. Ο εγγονός του Λευπίχη του Νεότερου, ήταν ο Βάρνεφριντ, ο οποίος με τη σύζυγό του Θεοδελίνδα έγιναν οι γονείς του Βινφρίδου, που όταν έγινε μοναχός πήρε το όνομα Παύλος. Ο Παύλος γεννήθηκε μεταξύ 720-735 στο δουκάτο του Φρίουλι.
Λόγω της μάλλον ευγενούς καταγωγής της οικογένειάς του, ο Παύλος έλαβε μία εξαιρετικά καλή εκπαίδευση, ίσως στην Παβία, όπου ήταν η Αυλή του Ράτχη βασιλιά των Λομβαρδών. Εκεί έμαθε τα βασικά στοιχεία Ελληνικών από τον διδάσκαλο Φλαβιανό. Ο Φλαβιανός μάλλον ήταν γραμματέας του Δεσιδέριου διαδόχου του Ράτχη· η Αδαλπέργα, κόρη του Δεσιδέριου, έγινε μαθήτρια του Παύλου. Αφού η Αδαλπέργα παντρεύτηκε τον Αρέχη Β΄ δούκα του Μπενεβέντο, ζήτησε από τον Παύλο να γράψει τη Συνέχειά του στο έργο του Ευτρόπιου Σύνοψις της Ρωμαϊκής Ιστορίας.
Ο Παύλος έζησε στην Αυλή του Μπενεβέντο για τουλάχιστον μερικά έτη πριν το 774 -όταν ο Καρλομάγνος κατέλαβε την Παβία- και ίσως διέφυγε από την πόλη κατά την κατάληψη. Τελικά εισήλθε σε μοναστήρι της λίμνης Κόμο και πριν το 782 εισήλθε στο μεγάλο μοναστήρι του τάγματος των Βενεδικτίνων, στο Μόντε Κασίνο, όπου γνώρισε τον Καρλομάγνο. Περί το 776 ο Αρίχις, αδελφός του Παύλου, μεταφέρθηκε ως αιχμάλωτος στη Γαλλία· όταν 5 έτη μετά ο Καρλομάγνος επισκέφθηκε τη Ρώμη, ο Παύλος του έγραψε για τον Αρίχη, που μετά ελευθερώθηκε.
Αφού οι λογοτεχνικές επιτυχίες του Παύλου τράβηξαν την προσοχή του Καρλομάγνου, ο Παύλος συνεισέφερε σημαντικά στην Καρολίγγεια Αναγέννηση. Το 787 επέστρεψε στο Μόντε Κασίνο, όπου απεβίωσε στις 13 Απριλίου μεταξύ των ετών 796-799. Το επίθετό του Διάκονος δηλώνει ότι είχε γίνει διάκονος. Μερικοί πιστεύουν ότι ήταν μοναχός πριν την πτώση του Λομβαρδικού βασιλείου.
Το κύριο έργο του είναι η Ιστορία των Λομβαρδών (Historia Langobardorum), μία ανολοκλήρωτη ιστορία σε 6 βιβλία, που έγραψε μετά το 787, αλλά όχι μετά το 795/6. Καλύπτει την ιστορία των Λομβαρδών από τη μυθική καταγωγή τους από τον βορρά (τη Σκανδιναβία) και τις μετέπειτα μεταναστεύσεις τους -στην Ιταλία ήλθαν το 568/9- ως το τέλος του ηγεμόνα τους Λιουτπράνδου το 744. Τα βιβλία περιέχουν πολλές πληροφορίες για την Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και άλλους λαούς. Η ιστορία γράφτηκε από τη σκοπιά των Λομβαρδών και είναι ιδιαίτερα πολύτιμη για τις αναφορές στις σχέσεις μεταξύ των Λομβαρδών και των Φράγκων.
Ξεκινά ως εξής; "Η περιοχή του βορρά, καθώς είναι μακριά από τη ζέστη του ήλιου και είναι κρύα από το χιόνι και το ψύχος, είναι τόσο υγιεινή για τα ανδρικά σώματα και κατάλληλη για τη δημιουργία εθνών, όσο αντίθετα στον νότο, με το να είναι αυτός κοντά στη ζέστη, αφθονούν οι ασθένειες και είναι λιγότερο κατάλληλος για ην ανατροφή του ανθρώπου."
Μεταξύ των πηγών του είναι η Προέλευση του γένους των Λογγοβάρδων, το Ποντιφικό βιβλίο, η χαμένη ιστορία του Σεκούνδου του Τρέντο και τα χαμένα χρονικά του Μπενεβέντο. Επίσης ανέσυρε πολλά από τα έργα των Βέδα, Γρηγόριου της Τουρ και Ισίδωρου της Σεβίλλης.
Σχετική με την ιστορία του των Λογγοβάρδων είναι η Ρωμαϊκή Ιστορία, που είναι μία συνέχεια στη Σύνοψη της Ρωμαϊκής Ιστορίας (Breviarium Historiae Romanae) του Ευτρόπιου, η οποία καλύπτει την περίοδο 364-553. Ο Παύλος συνέθεσε τη Ρωμαϊκή Ιστορία στο Μπενεβέντο το διάστημα 766-771. Λέγεται ότι πιο πριν είχε συμβουλεύσει την Αδελπέργα να διαβάσει τον Ευτρόπιο. Αυτή το έκανε, αλλά παραπονέθηκε ότι ο εθνικός (παγανιστής) αυτός συγγραφέας δεν λέει τίποτε για τα εκκλησιαστικά ζητήματα και σταματά με την άνοδο του Ουάλη το 364. Ως αποτέλεσμα, ο Παύλος συνέπλεξε αποσπάσματα από εκκλησιαστικά συγγράμματα, από εκκλησιαστικούς συγγραφείς και από άλλες πηγές, με τα γραπτά του Ευτρόπιου. Τα 6 βιβλία που τελικά πρόσθεσε, πηγαίνουν τη Λομβαρδική ιστορία ως το 553. Το έργο αυτό, που ήταν πολύ δημοφιλές κατά τον Μεσαίωνα, έχει αξία για την πρώιμη ιστορική παρουσίαση του τέλους της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Το εξέδωσε ο Χανς Ντρόυζεν και τυπώθηκε στο έργο Μνημεία Γερμανικής Ιστορίας, Σειρά Αρχαίων Συγγραφέων, τόμος ΙΙ, 1879, όπως επίσης και από τον Α. Κριβελούτσι, στο Πηγές για την Ιστορία της Ιταλίας, αριθμ.51, 1914.
Μετά από αίτημα του Ένγκουεραντ (απεβ. 791) επισκόπου του Μετς, ο Παύλος έγραψε μία ιστορία για τους επισκόπους του Μετς το 766, το πρώτο έργο του είδους του βορειότερα των Άλπεων. Αυτό μεταφράστηκε στα Αγγλικά το 2013 ως Liber de episcopis Mettensibus. Επίσης έγραψε πολλές επιστολές, στίχους και επιτάφια επιγράμματα, περιλαμβανομένων αυτά του Αρίχη Β΄ δούκα/πρίγκιπα του Μπενεβέντο και πολλών μελών του Οίκου των Καρολιγγείων. Μερικές από αυτές τις επιστολές εκδόθηκαν με το Historia Langobardorum στα Μνημεία· ποιήματα και επιτάφια επιγράμματα εκδόθηκαν από τον Ερνστ Ντύμλερ στο Poetae latini aevi carolini, τόμο Ι (Βερολίνο, 1881). Πιο φρέσκο υλικό ήλθε στο φως και μια πιο νέα έκδοση των ποιημάτων του (Die Gedichte des Paulus Diaconus) εκδόθηκε από τον Κάρλ Νεφ (Μόναχο, 1908). Ο Νεφ αρνήθηκε ωστόσο ότι ο Παύλος είχε γράψει τα πιο διάσημα ποιήματα της συλλογής, όπως τον ύμνο στον Άγ. Ιωάννη τον Βαπτιστή Ut queant laxis, που πάνω του ο Γκουίντο ντ' Αρέτσο συνέθεσε μία μελωδία, που πιο πριν είχε χρησιμοποιηθεί για την Ωδή 4.11 του Οράτιου. Από τις αρχικές συλλαβές της μελωδίας που προέκυψε, ο Γκουίντο έφτιαξε τα ονόματα για τις πρώτες νότες της μουσικής κλίμακας. Ο Παύλος επίσης έγραψε μία Επιτομή, που διασώθηκε, για το έργο De verborum significatu του Σέξτου Πομπήιου Φέστου, την οποία αφιέρωσε στον Καρλομάγνο.
Ενώ ο Παύλος ήταν στη Φραγκία, ο Καρλομάγνος του ζήτησε να συνθέσει μία συλλογή Ομιλιών. Ο Παύλος το έκανε, όταν γύρισε από το Μόντε Κασίνο και η συλλογή χρησιμοποιήθηκε πολύ στις εκκλησίες της Φραγκίας. Ένας βίος του πάπα Γρηγορίου Α΄ αποδίδεται επίσης στον Παύλο, όπως επίσης και η λατινική μετάφραση του Βίου της Αγίας Μαρίας της Αιγυπτίας από τα Ελληνικά.