Με τον όρο περιβαλλοντική αρχαιολογία εννοείται εκείνος ο κλάδος της αρχαιολογίας που ασχολείται με την ανάλυση των περιβαλλοντικών καταλοίπων στις αρχαιολογικές θέσεις. Ως ιδιαίτερος κλάδος αναδύθηκε στη δεκαετία 1970 και κατέστη σταδιακά απαραίτητο στοιχείο σε κάθε αρχαιολογική έρευνα πεδίου. Το θεωρητικό της σώμα βασίζεται κυρίως σε γεωλογικές και βιολογικές θεωρίες και πρακτικές[1].
Η διαδικασία της περιβαλλοντικής έρευνας στην αρχαιολογία ξεκινά με την αναγνώριση, τον καθορισμό και την οργάνωση του χώρου. Τα αρχαιολογικά κατάλοιπα με ταξινομούνται σε κατανοήσιμες ακολουθίες που παράγονται από τη χωρική ανάλυση, με τρόπο ώστε τα τέχνεργα να παρέχουν πληροφορίες για την ανθρώπινη δραστηριότητα στο περιβάλλον, κατά την περίοδο κατάληψης μιας συγκεκριμένης αρχαιολογικής θέσης[2]. Ο νόμος της υπέρθεσης είναι η ουσιαστική γεωλογική έννοια πάνω στην οποία στηρίζονται τα διάφορα ταξινομητικά συστήματα της περιβαλλοντικής αρχαιολογίας, προκειμένου να αντλήσουν πληροφορία από τη στρωματογραφική ανάλυση μιας αρχαιολογικής θέσης[3]