Η περιβαλλοντική ηθική (environmental ethics) είναι κλάδος της εφαρμοσμένης ηθικής που ασχολείται με την ηθική σχέση του ανθρώπου με το περιβάλλον. Η περιβαλλοντική ηθική σχετίζεται με την περιβαλλοντική φιλοσοφία και με την ηθική για τα ζώα (animal ethics). Η ολοένα και μεγαλύτερη επιδείνωση των περιβαλλοντικών προβλημάτων γέννησαν την ανάγκη όχι μόνο για την τεχνική αντιμετώπισή τους, αλλά και για την αλλαγή της θεώρησης του ανθρώπου σε σχέση με τη φύση.:)
Περιβαλλοντική ηθική είναι το πεδίο της εφαρμοσμένης ηθικής το οποίο εξετάζει την ηθική σχέση του ανθρώπου με το περιβάλλον [1]. Η Περιβαλλοντική Ηθική (Environmental Ethics) διαφοροποιείται από τις υπόλοιπες μορφές Εφαρμοσμένης Ηθικής στο ότι στρέφει στο οπτικό της πεδίο πέρα από τον ανθρώπινο παράγοντα και στο έμβιο ή αβιοτικό περιβάλλον του ανθρώπου, θέτοντας ζητήματα όπως η εγγενής αξία έμβιων όντων, τοπίων, φυσικών οικοσυστημάτων κ.α.[2] Η Περιβαλλοντική Ηθική (Environmental Ethics) αποτελεί ένα τμήμα μόνο του ευρύτερου αντικειμένου της Περιβαλλοντικής Φιλοσοφίας (Environmental Philosophy): βασικοί υποτομείς της Περιβαλλοντικής Φιλοσοφίας είναι η Περιβαλλοντική Ηθική, Η Αισθητική του φυσικού περιβάλλοντος, η ηθική μεταχείριση των ζώων, ο περιβαλλοντικός πραγματισμός, ο Οικοφεμινισμός κ.α. Βασική παραδοχή στον τομέα της περιβαλλοντικής ηθικής είναι η επέκταση της ηθικής πέραν της σχέσης μεταξύ των ανθρώπων και κατ’ επέκταση η διεύρυνση της ηθικής κοινότητας. Η περιβαλλοντική ηθική είναι μια πρότυπη στάση βάσει της οποίας είναι ηθικά σωστή η διατήρηση της ακεραιότητας του περιβάλλοντος και ηθικά λάθος η ανώφελη καταστροφή οποιουδήποτε μέρους της φύσης.[3] Οι φιλόσοφοι που ασχολούνται με την περιβαλλοντική ηθική παράγουν θεωρία με γνώμονα την παροχή αξιών και κανόνων που μπορούν να εφαρμοστούν στην πράξη προκειμένου να ευημερεί ο άνθρωπος και οι άλλες μορφές ζωής σε ένα περιβάλλον που βρίσκεται σε ισορροπία. Από την άποψη αυτή, η χρησιμότητα του συγκεκριμένου φιλοσοφικού πεδίου είναι αναμφισβήτητη. Επιπλέον, η συνεχής επιδείνωση των περιβαλλοντικών προβλημάτων καθιστούν την ανάγκη για επαναπροσδιορισμό των σχέσεων του ανθρώπου με τον περιβάλλοντα χώρο του επιτακτική.[4][5]
Η περιβαλλοντική ηθική έχει τις απαρχές της ως αυτόνομο πεδίο της φιλοσοφίας στη δεκαετία του ’70 όπου και εκδόθηκαν τα πρώτα βιβλία που ασχολούνται συστηματικά με την ηθική θεώρηση του πλανήτη. Είναι πλέον αναντίρρητο ότι κάποια από τα κείμενα που ενέπνευσαν την ενασχόληση με ζητήματα περιβαλλοντικής ηθικής ήταν το A Sand County Almanac του Aldo Leopold[6] και το “Οι Ιστορικές Ρίζες της Οικολογικής μας Κρίσης” του Lynn White[7]. Τα κείμενα αυτά αποτέλεσαν για κάποιους πηγή έμπνευσης και έδωσαν ώθηση στο θεωρητικό ρεύμα που ονομάζουμε «περιβαλλοντική ηθική».[8] Ο Leopold έκανε για πρώτη φορά λόγο για μια ανθρώπινη κοινότητα που αποτελεί μέρος μιας ολότητας, θεωρώντας ταυτόχρονα ότι αυτή η πλανητική ολότητα έχει δικαιώματα και μάλιστα ίσης αξίας με αυτή των μερών της. Ο White, από την άλλη, τόνισε την ευθύνη που φέρει ο χριστιανισμός, παρά το γεγονός ότι και ο ίδιος είναι ιερέας, για τα οικολογικά δεινά του πλανήτη.[9] Το 1975 κυκλοφορεί το βιβλίο του Peter Singer Η Απελευθέρωση των Ζώων[10], με το οποίο ανοίγει μια μεγάλη συζήτηση αναφορικά με τα δικαιώματα των ζώων. Αφού πολλοί πλέον είχαν συμφωνήσει για την εγγενή αξία των ζώων, είχε έρθει η ώρα να ξεκινήσει μια καινούργια συζήτηση για τα δικαιώματα των νέων αυτών μελών της ηθικής κοινότητας. Το 1979 ιδρύεται το περιοδικό Environmental Ethics (Περιβαλλοντική Ηθική) από τον Eugene C. Hargrove. Έκτοτε υπάρχει μια μεγάλη παραγωγή βιβλίων επί του θέματος. Ιδρύονται επίσης οργανισμοί που αφορούν στην περιβαλλοντική ηθική, με πιο γνωστούς τη Διεθνή Εταιρεία για την Περιβαλλοντική Ηθική (International Society for Environmental Ethics) και τη Διεθνή Ένωση για την Περιβαλλοντική Φιλοσοφία (International Association for Environmental Philosophy). Λίγα χρόνια αργότερα θα αρχίσει την κυκλοφορία του το περιοδικό Περιβαλλοντικές Αξίες (Environmental Values), ενώ στις αρχές του 2004 ανακοινώθηκε η έκδοση ενός νέου περιοδικού, ονόματι Περιβαλλοντική Φιλοσοφία (Environmental Philosophy). Στον ακαδημαϊκό χώρο, λειτουργούν προπτυχιακά και μεταπτυχιακά Τμήματα στα οποία όσοι φοιτούν εκπαιδεύονται αμιγώς στην περιβαλλοντική φιλοσοφία. Τα σημαντικότερα Τμήματα λειτουργούν στα πανεπιστήμια του North Texas στις Η.Π.Α. και στο Lancaster της Αγγλίας.
Σύμφωνα με τον ανθρωποκεντρισμό ο άνθρωπος και μόνο ο άνθρωπος έχει ηθική αξία και άμεση ηθική υπόσταση. Τα μη ανθρώπινα όντα και τα πράγματα έχουν μόνο εργαλειακή αξία. Στην αντίπερα όχθη του ανθρωποκεντρισμού βρίσκεται το φιλοσοφικό ρεύμα του οικοκεντρισμού. Ένα από τα ρεύματα του οικοκεντρισμού, η λεγόμενη Βαθιά Οικολογία (Deep Ecology), αλλάζει προσανατολισμό σε σχέση με την ηθική συμπεριφορά του ανθρώπου και γίνεται μη ανθρωποκεντρική, πράγμα το οποίο σημαίνει ότι condicio sine qua non για την Περιβαλλοντική Ηθική πρέπει να γίνει μια αναθέαση από τον άνθρωπο της μη ανθρώπινης φύσης, σύμφωνα με την οποία δεν πρέπει να βλέπουμε τη Φύση μόνο ως πόρο για εκμετάλλευση, αλλά πρέπει να τη βλέπουμε ως μια αυταξία που σημαίνει πως η Φύση έχει αφ' εαυτής αξία ανεξάρτητα με το αν τη χρησιμοποιεί ή όχι ο άνθρωπος.[11][12]
Ο πρωτεργάτης της οικοκεντρικής σκέψης, Άλντο Λέοπολντ (Aldo Leopold), υποστήριξε μια ηθική, που την ονόμασε ηθική της γης (land ethic), η οποία δεν αφορά μόνο στους ανθρώπους, αλλά και σε άλλες οντότητες, όπως τα υπόλοιπα ζώα, το νερό και τα φυτά. Σύμφωνα με την οικοκεντρική σκέψη η φύση δεν έχει πια εργαλειακή αξία για τον άνθρωπο. Ο μη ανθρώπινος κόσμος δεν νοείται πλέον ως αποθήκη φυσικών πόρων και πελώριος αποδέκτης των λυμάτων μας.[13]
Η βαθιά οικολογία (deep ecology) αποτελεί μία από τις σημαντικότερες οικοκεντρικές θεωρίες της περιβαλλοντικής ηθικής. Ο πατέρας της βαθιάς οικολογίας είναι ο φιλόσοφος Άρνε Νες (Arne Naess) που γεννήθηκε στη Νορβηγία το 1912 και πέθανε το 2009[14]. Ο Νες από πολύ νωρίς ξεκαθάρισε ότι η βαθιά οικολογία δεν αποτελεί τόσο μια αυστηρή φιλοσοφική θεωρία, αλλά πολύ περισσότερο ένα κίνημα ανθρώπων που μοιράζονται τις ίδιες πίστεις και συμπεριφορές, που ακολουθούν ένα συγκεκριμένο τρόπο ζωής και έχουν παραπλήσιες πολιτικές απόψεις. Στην πορεία όμως οι βαθείς οικολόγοι υποστήριξαν τη θεωρία τους ως ένα συγκροτημένο σύνολο φιλοσοφικών απόψεων για ζητήματα της περιβαλλοντικής φιλοσοφίας.[15] Ο Νες έκανε τη διάκριση μεταξύ της ρηχής και της βαθιάς οικολογίας. Η ρηχή οικολογία υπερασπίζεται την άγρια φύση και τη βιοποικιλότητα για να αυξήσει την ανθρώπινη ευζωία. Οτιδήποτε πέραν του ανθρώπου, έχει μόνο αξία χρήσης. Για τη βαθιά οικολογία όμως το οικοσύστημα έχει αυταξία (εγγενή αξία) και επομένως αξίζει να το προστατεύσουμε και να το σεβαστούμε όχι μόνο χάριν του ανθρώπου.
Οι βασικότερες οκτώ θέσεις της Βαθιάς Οικολογίας είναι οι εξής [16]:
1. Η άνθηση της ανθρώπινης και μη ανθρώπινης ζωής στη γη έχει εγγενή αξία. Η αξία των μη ανθρώπινων μορφών ζωής είναι ανεξάρτητη από τη χρησιμότητα σε σχέση με τους ανθρώπινους σκοπούς του μη ανθρώπινου κόσμου. 2. Ο πλούτος και η ποικιλία των μορφών ζωής αποτελούν επίσης αξίες καθ’ εαυτές και συνεισφέρουν στην άνθιση της ανθρώπινης και μη ανθρώπινης ζωής στη γη. 3. Οι άνθρωποι δεν έχουν δικαίωμα να μειώσουν αυτόν τον πλούτο και αυτή την ποικιλία, εκτός και εάν πρόκειται για την ικανοποίηση ζωτικών αναγκών. 4. Η άνθιση της ανθρώπινης ζωής και της κουλτούρας είναι συμβατή με τη σημαντική μείωση του ανθρώπινου πληθυσμού. 5. Η σύγχρονη ανάμιξη του ανθρώπου στον μη ανθρώπινο κόσμο είναι υπερβολική και η κατάσταση χειροτερεύει ταχέως. 6. Θα πρέπει να αλλάξουν οι πολιτικές. Οι αλλαγές στην πολιτική επηρεάζουν βασικές οικονομικές, τεχνολογικές και ιδεολογικές δομές και οδηγούν σε μια πολύ διαφορετική κατάσταση πραγμάτων από την παρούσα, που θα επέτρεπε μια ευτυχέστερη εμπειρία της σχέσης συνδετικότητας (connectedness), η οποία υπάρχει μεταξύ όλων των πραγμάτων. 7. Η ιδεολογική αλλαγή, συνίσταται κυρίως στη δυνατότητα εκτίμησης της ποιότητας ζωής (διαβίωση σε καταστάσεις εγγενούς αξίας) αντί για τη συνεχή προσπάθεια αύξησης του επιπέδου ζωής. Θα υπάρξει βαθιά γνώση της διαφοράς μεταξύ «μεγάλου» και «σπουδαίου» (big and great). 8. Όσοι συμφωνούν με τα παραπάνω έχουν υποχρέωση να συμμετάσχουν στην υλοποίηση των αλλαγών.[17]
Η πιο γνωστή ολιστική θεωρία είναι αυτή του Άλντο Λέοπολντ (Aldo Leopold). Ο Leopold, ως ένας από τους πρώτους που διαδραμάτισαν καταλυτικό ρόλο στη διαμόρφωση της σύγχρονης οικολογικής σκέψης έχαιρε για πολλά χρόνια απεριόριστης εκτίμησης από πνευματικούς κύκλους, απέσπασε χαρακτηρισμούς όπως «προφήτης», «Αμερικανός Ησαΐας», και το βιβλίο του A Sand County Almanac χαρακτηρίστηκε «ιερό βιβλίο». Γεννήθηκε το 1887 και έχασε τη ζωή του το 1948 προσπαθώντας να σβήσει μια φωτιά που εκδηλώθηκε στα χόρτα ενός γειτονικού αγροκτήματος. Ο Leopold, πριν προλάβει να εξελιχθεί στο μεγαλύτερο οικοκεντρικό φιλόσοφο που έχουμε γνωρίσει μέχρι σήμερα, είχε υποστηρίξει, από τη θέση του υπεύθυνου της διαχείρισης θηραμάτων στις Η.Π.Α., απόψεις που αντιμετώπιζαν τη φύση εργαλειακά. Για παράδειγμα είχε υποστηρίξει με άρθρα του ότι θα έπρεπε να οργανωθεί μια εκστρατεία για την αποτελεσματική μείωση του πληθυσμού των θηρευτών (λύκων, κογιότ κλπ έτσι ώστε να καταστεί εφικτή η αύξηση του αριθμού των θηραμάτων. Κάπου αλλού υποστήριξε ότι τα θηράματα δεν είναι τίποτα άλλο από φυσικοί πόροι, και θα πρέπει να τύχουν ανάλογης διαχείρισης. Αργότερα όμως υιοθέτησε μια καθαρά οικοκεντρική στάση.[18] Ο Leopold στο περίφημο άρθρο του «Η Ηθική της Γης» παραθέτει τρία στάδια στην ηθική ενηλικίωση του ανθρώπου. Το πρώτο έχει να κάνει με τους ηθικούς κώδικες που αφορούν στις σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων. Ως τέτοιους ο Leopold αναφέρει τις δέκα εντολές του Μωϋσή. Το δεύτερο στάδιο αφορά στις σχέσεις του ατόμου με την κοινωνία. Το τρίτο στάδιο κατά τον Leopold είναι μελλοντικό και πρέπει να περιλαμβάνει τους κώδικες που πρέπει να θεσπιστούν αναφορικά με τη σχέση ανθρώπου- περιβάλλοντος. Το τρίτο στάδιο φυσικά δεν είχε ακόμα επιτευχθεί όταν έγραφε το άρθρο αυτό το 1948, αλλά πίστευε ότι έπρεπε να πραγματοποιηθεί.[15] Ο Leopold υποστήριξε μια ηθική της κοινότητας γης. Η κοινότητα αυτή περιλαμβάνει τα εδάφη, τα νερά, τα φυτά και τα ζώα ή, όπως συνήθιζε να λέει ο Leopold, συνολικά τη γη (land). Αυτή η ηθική της γης αναδεικνύει το δικαίωμα των στοιχείων της να συνεχίζουν να υπάρχουν και μάλιστα σε τέτοιες συνθήκες, ώστε να διαβιούν σε ένα υγιές περιβάλλον. Για την ακρίβεια η ρήση του Leopold ήταν ότι: «Ένα πράγμα είναι σωστό όταν τείνει να διατηρήσει την ακεραιότητα, τη σταθερότητα και την ομορφιά της βιοτικής κοινότητας. Είναι λάθος όταν τείνει να κάνει το αντίθετο.»[19]
Το ηθικό ζήτημα της μεταχείρισης των ζώων παραμένει στην εποχή μας εξαιρετικά επίκαιρο με εκατοντάδες φιλοζωικές οργανώσεις ανά τον κόσμο να πραγματοποιούν γιγάντιο αγώνα για την αλλαγή ιδεολογιών, συμπεριφορών και στάσεων απέναντι στα ζώα.[20] Αν και το ζήτημα των δικαιωμάτων των ζώων αποτελεί από μόνο του ένα ξεχωριστό πεδίο της εφαρμοσμένης ηθικής, και για την ακρίβεια το πεδίο της ηθικής για τα ζώα (animal ethics), είναι αναμφισβήτητο ότι εμφανίστηκε, και παραμένει, ένα αναπόσπαστο κομμάτι της περιβαλλοντικής ηθικής.[21] Ο σημαντικότερος εκπρόσωπος από τη σκοπιά της ηθικής για το ζήτημα είναι ο Πίτερ Σίνγκερ (Peter Singer). O Peter Singer προτείνει την κατάργηση της προνομιακής μεταχείρισης ενός είδους σε σχέση με άλλα είδη και τάσσεται υπέρ της ισότιμης θεώρησης όλων των όντων που μπορούν να αισθανθούν πόνο και συνεπώς μπορούν να υποφέρουν[22] O Σίνγκερ, στο βιβλίο του Η Απελευθέρωση των Ζώων[23] αναπτύσσει μια ωφελιμιστική θεωρία για τα ζώα, σύμφωνα με την οποία πρέπει να μειώσουμε και σταδιακά να τερματίσουμε τον πόνο που προκαλούμε στα μη ανθρώπινα ζώα (non human animals). Πιστεύει ότι όλα τα ζώα είναι ίσα, χωρίς αυτό να συνεπάγεται την ίση μεταχείριση με τους ανθρώπους. Πιστεύει ότι στην ηθική κοινότητα θα πρέπει να συμμετέχουν όλα τα όντα που έχουν την ικανότητα να αισθάνονται (sentience). Ο Σίνγκερ καταδικάζει τον ειδισμό (speciesism), που ως τέτοιο χαρακτηρίζει την προκατάληψη υπέρ των συμφερόντων των μελών του ιδίου είδους και εναντίον των μελών των άλλων ειδών. Ως άμεση συνέπεια, ο Σίγνκερ προτείνει τη χορτοφαγία και τον σημαντικό περιορισμό της χρήσης πειραματόζωων. Άλλοι εκπρόσωποι των δικαιωμάτων των ζώων είναι ο Τομ Ρέιγκαν (Tom Regan),[24] o Gary Lawrence Francione,http://www.abolitionistapproach.com/ ο Στίβεν Μπεστ (Steven Best),[25] κ.α.
Ο οικοφεμινισμός χρησιμοποιήθηκε σαν όρος για πρώτη φορά το 1974 από την Francoise d’ Eaubonne.[26] Οι οικοφεμινίστριες συνδυάζουν θέσεις του οικολογικού και του φεμινιστικού κινήματος. Η βασική θέση του οικοφεμινισμού, έτσι όπως προκύπτει από τα γραπτά των εκπροσώπων του, είναι ότι η εκμετάλλευση που έχει υποστεί η γυναίκα από τον άνδρα είναι ανάλογη με την εκμετάλλευση που έχει υποστεί η φύση από τον άνθρωπο.[15] Κυριότερες εκπρόσωποι μπορούν να θεωρηθούν οι Karen Warren, Vandana Shiva, Val Plumwood, Greta Gaard, Ariel Salleh, Mary Mellor, Janet Biehl, κ.α.