Με τον συλλογικό όρο πολύτιμα μέταλλα αναφέρονται μεταλλικά χημικά στοιχεία που βρίσκονται στη φύση, είναι σχετικώς σπάνια και έχουν υψηλή οικονομική και πολιτιστική αξία.
Τα πολύτιμα μέταλλα τείνουν να είναι χημικώς πιο αδρανή από όσο τα περισσότερα στοιχεία της ύλης (δείτε το λήμμα ευγενή μέταλλα). Συνήθως είναι όλκιμα και εμφανίζουν έντονη μεταλλική λάμψη. Ιστορικώς μερικά πολύτιμα μέταλλα ήταν σημαντικά ως νόμισμα, ενώ σήμερα θεωρούνται κυρίως ως οικονομική επένδυση και βιομηχανικές πρώτες ύλες.
Τα γνωστότερα πολύτιμα μέταλλα είναι όσα ακριβώς χρησίμευσαν ως νομίσματα: ο χρυσός (κοινώς χρυσάφι) και ο άργυρος (κοινώς ασήμι). Παρά το ότι αμφότερα έχουν και βιομηχανικές χρήσεις, είναι γνωστότερα για τις χρήσεις τους στις τέχνες, την κοσμηματοποιία και την κατασκευή νομισμάτων. Ο χρυσός, ο άργυρος, ο λευκόχρυσος (κοινώς πλατίνα) και το παλλάδιο έχουν το καθένα τον δικό του κωδικό ISO 4217 ως «νομίσματα». Εκτός από αυτά, πολύτιμα μέταλλα είναι και τα μέταλλα της ομάδας του λευκόχρυσου: ρουθήνιο, ρόδιο, παλλάδιο, όσμιο, ιρίδιο και λευκόχρυσος, από τα οποία το τελευταίο έχει την ευρύτερη εμπορική διακίνηση.[1]
Η ζήτηση για τα πολύτιμα μέταλλα προκαλείται όχι μόνο από την πρακτική χρήση τους, αλλά και για τον ρόλο τους ως επένδυση σταθερής αξίας. Ιστορικά τα πολύτιμα μέταλλα έχουν διατηρήσει πολύ υψηλότερες τιμές από όσο τα συνηθισμένα βιομηχανικά μέταλλα.
Η σπανιότητα αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της ιδιότητας του «πολύτιμου» μετάλλου. Η ανακάλυψη νέων κοιτασμάτων ή βελτιώσεις στην εξορυκτική διαδικασία μπορεί να προκαλέσει μείωση στην τιμή ενός πολύτιμου μετάλλου. Στην ιδιότητα του «πολύτιμου» μετάλλου συνεισφέρουν επίσης η υψηλή ζήτηση ή η τιμή αγοράς. Τα πολύτιμα μέταλλα κατά την παραγωγή τους σε καθαρή κατάσταση «καλουπώνονται» και διατηρούνται σε μορφή που είναι γνωστή ως ράβδος ή και «τούβλο» (bar, bullion), και με αυτή τα εμπορεύονται στο επενδυτικό εμπόριο. Από τις ράβδους μπορούν να κατασκευασθούν («κοπούν») νομίσματα (κέρματα). Το καθοριστικό χαρακτηριστικό της ράβδου είναι ότι τιμάται από τη μάζα και την καθαρότητα του μετάλλου της μόνο, αντί της ονομαστικής αξίας ως χρήμα.
Το επίπεδο της καθαρότητας ποικίλλει από παρτίδα σε παρτίδα. Τα «τρία εννιάρια», δηλαδή η καθαρότητα 99,9%, είναι συνήθης. Οι καθαρότερες μαζικής παραγωγής ράβδοι είναι της καναδικής σειράς νομισμάτων «Gold Maple Leaf», που φθάνουν σε καθαρότητα έως 99,999%. Η καθαρότητα 100% είναι πρακτικώς αδύνατη: όσο το ποσοστό των προσμίξεων μειώνεται, γίνεται εκθετικά όλο και πιο δύσκολο να καθαρισθεί το μέταλλο περισσότερο. Ιστορικώς τα κέρματα είχαν ένα ορισμένο ποσοστό άλλου μετάλλου, ήταν δηλαδή κράματα, με το ποσοστό του βασικού μετάλλου να αποτελεί ένα τοπικό πρότυπο. Το κρύγερραντ είναι το πρώτο σύγχρονο παράδειγμα αποτιμήσεως κέρματος σε «καθαρό χρυσό»: θα πρέπει να περιέχει τουλάχιστον 12/11 της «ευγενούς ουγγίας» από χρυσό καθαρότητας τουλάχιστον 11/12 (22 καρατίων).
Πολλές χώρες «κόβουν» κέρματα από καθαρό πολύτιμο μέταλλο. Παρά το ότι κυκλοφόρησαν ως νόμιμο χρήμα, η ονομαστική αξία αυτών των κερμάτων είναι πολύ μικρότερη από εκείνη της αξίας τους ως μετάλλου. Για παράδειγμα, ο Καναδάς κόβει ένα χρυσό νόμισμα (το «Gold Maple Leaf») με ονομαστική αξία 50 δολαρίων, που περιέχουν 1 ευγενή ουγγία (31,1035 γραμμάρια) χρυσού. Τον Ιανουάριο του 2022, αυτό το κέρμα είχε αξία περίπου 2300 δολάρια. Η κοπή τέτοιων νομισμάτων από εθνικές κυβερνήσεις τους προσδίδει κάποια νομισματική αξία εκτός από εκείνη του μετάλλου που περιέχουν, ενώ συγχρόνως πιστοποιεί και την καθαρότητά τους.
Από τα μεγαλύτερα τέτοια κέρματα στον κόσμο ήταν ο «αυστραλιανός σβόλος χρυσού» των 10 χιλιάδων δολαρίων, που περιέχει 1 χιλιόγραμμο χρυσού καθαρότητας 99,9%. Το 2012 το Νομισματοκοπείο του Περθ παρήγαγε ένα κέρμα που ζύγιζε έναν τόνο και αποτελείτο από 99,99% καθαρό χρυσό, με ονομαστική αξία 1 εκατομμύριο δολάρια Αυστραλίας, γεγονός που το καθιστά το μεγαλύτερο κέρμα στον κόσμο, με αξία του χρυσού του που ανέρχεται σε περίπου 50 εκατομμύρια δολάρια Αυστραλίας.[2] Η Κίνα έχει παραγάγει κέρματα σε πολύ περιορισμένο αριθμό (λιγότερα από 20 κομμάτια) που υπερβαίνουν τα 8 χιλιόγραμμα (kgr) χρυσού το καθένα. Η Αυστρία είχε «κόψει» το έτος 2004 ένα κέρμα που περιείχε 31 kgr χρυσού (το αναμνηστικό νόμισμα της Φιλαρμονικής της Βιέννης) με ονομαστική αξία 100 χιλιάδες ευρώ. Ως διαφημιστικό για το κέρμα της μιας ουγγίας της σειράς Gold Maple Leaf, το 2007 το Βασιλικό Καναδικό Νομισματοκοπείο έκοψε ένα χρυσό κέρμα των 100 kgr με καθαρότητα 99,999% και ονομαστική αξία 1 εκατομμύριο καναδικά δολάρια, και σήμερα τα κατασκευάζει κατά παραγγελία, αλλά με σημαντική επιβάρυνση έναντι της χρηματιστηριακής τιμής του χρυσού που περιέχουν.[3][4]
Ο χρυσός, ο άργυρος και μερικές φορές και άλλα πολύτιμα μέταλλα, θεωρούνται συχνά επενδύσεις προστασίας (hedges) κατά του πληθωρισμού αλλά και των οικονομικών κρίσεων. Τα αργυρά νομίσματα προτιμώνται από πολλούς συλλέκτες εξαιτίας της μικρής σχετικώς τιμής τους και, του ότι, αντιθέτως με τα περισσότερα χρυσά νομίσματα, που εκτιμώνται με βάση την τιμή του μετάλλου στις αγορές, τα αργυρά εκτιμώνται συχνότερα με βάση τη συλλεκτική τους αξία, που είναι πολύ υψηλότερη από την πραγματική αξία τους ως μετάλλου.[5]
Το αλουμίνιο (αργίλιο) ήταν ένα αρχικώς πολύτιμο μέταλλο που έγινε «κοινό μέταλλο». Αν και είναι το τρίτο σε αφθονία χημικό στοιχείο και το αφθονότερο μέταλλο στον φλοιό της Γης, τον 19ο αιώνα ήταν υπερβολικά δύσκολη η εξαγωγή του από τα μη μεταλλικά μεταλλεύματά του. Το μεγάλο κόστος της εξαγωγής του καθιστούσε τις μικρές διαθέσιμες ποσότητες καθαρού αλουμινίου ακριβότερες από τον χρυσό.[6] Ράβδοι αλουμινίου αποτελούσαν εκθέματα στην Παγκόσμια Έκθεση των Παρισίων του 1855[7] και στους σημαντικότερους προσκεκλημένους του Αυτοκράτορα της Γαλλίας Ναπολέοντα Γ΄ στο επίσημο γεύμα δόθηκαν μαχαιροπήρουνα από αλουμίνιο, ενώ οι λιγότερο σημαντικοί γευμάτισαν με απλά ασημένια μαχαιροπήρουνα.[6] Το 1884 η μικρή πυραμίδα στην κορυφή του Μνημείου του Ουάσινγκτον στην πρωτεύουσα των ΗΠΑ χυτεύθηκε από 100 ουγγιές καθαρού αλουμινίου. Εκείνη την εποχή το αλουμίνιο ήταν εξίσου ακριβό με τον άργυρο.[8] Το άγαλμα του Αντέρωτα στην κορυφή του συντριβανιού (1885-1893) στο Πικαντίλυ Σέρκους του Λονδίνου είναι επίσης κατασκευασμένο από χυτό αλουμίνιο. Από εκεί και ύστερα ωστόσο η τιμή του μετάλλου άρχισε να πέφτει σημαντικά, μετά την έναρξη της εμπορικής παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας το 1882 και την επινόηση της μεθόδου Hall–Héroult το 1886.
Μέταλλο | Σύμβολο | Αφθονία κατά μάζα (μέρη στο δισ.)[9] |
Τιμή του πολύτιμου μετάλλου σε δολάρια ΗΠΑ/χλγρ. | ||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
22 Ιουλ. 2009 [10] |
16 Ιουλ. 2018 [11] | ||||||
Ρόδιο | Rh | 1 | 46.200 | 77.804[12] | |||
Λευκόχρυσος | Pt | 5 | 37.650 | 28.960 | |||
Χρυσός | Au | 4 | 30.590 | 43.764 | |||
Ιρίδιο | Ir | 1 | 12.960 | 46.940[13] | |||
Όσμιο | Os | 1,5 | 12.200 | ||||
Παλλάδιο | Pd | 15 | 8.140 | 32.205 | |||
Ρήνιο | Re | 0,7 | 7.000 | ||||
Ρουθήνιο | Ru | 1 | 2.730 | 8.423[14] | |||
Γερμάνιο | Ge | 1.500 | 1.050[15] | ||||
Βηρύλλιο | Be | 2.800 | 850 | ||||
Άργυρος | Ag | 75 | 439 | 556 | |||
Γάλλιο | Ga | 19.000 | 425[15] | ||||
Ίνδιο | In | 50[16] | 325[15] | ||||
Τελλούριο | Te | 1 | |||||
Υδράργυρος | Hg | 85 | 18,90 | ||||
Βισμούθιο | Bi | 8,5 | 15,40 |
|title=
(βοήθεια); URL–wikilink conflict (βοήθεια)