Η προϊνσουλίνη είναι πρωτεΐνη πρόδρομος της Ινσουλίνης, η οποία παράγεται από τα β-κύτταρα των νήσων του Λάνγκερχανς στο πάγκρεας. Στους ανθρώπους, η προϊνσουλίνη κωδικοποιείται από το γονίδιο INS[1]. Η προϊνσουλίνη αποτελείται από 86 αμινοξέα[2] και υφίσταται περαιτέρω επεξεργασία για να παραχθεί η ώριμη ινσουλίνη, η οποία αποτελείται από 51 αμινοξέα.
Η προϊνσουλίνη είναι η τελική δομή πρωτεΐνης μονής αλυσίδας που εκκρίνεται από τα κύτταρα πριν από τη διάσπαση σε ώριμη ινσουλίνη[3]. Η προϊνσουλίνη ανακαλύφθηκε από τον καθηγητή Ντόναλντ Φ. Στάινερ (Donald F. Steiner) του Πανεπιστημίου του Σικάγο το 1967[4].
Σύνθεση: Η προϊνσουλίνη συντίθεται στο ενδοπλασματικό δίκτυο (ER) των β-κυττάρων.
Γλυκοζυλίωση: Στο ER, η προϊνσουλίνη προσδέχεται αλυσίδες σακχάρου, μια διαδικασία που ονομάζεται γλυκοζυλίωση. Η γλυκοζυλίωση είναι απαραίτητη για τη σωστή αναδίπλωση και έκκριση της ινσουλίνης.
Μεταφορά στον Golgi: Η γλυκοζυλιωμένη προϊνσουλίνη μεταφέρεται στον συσκευή Golgi, όπου υφίσταται περαιτέρω επεξεργασία.
Πρωτεόλυση: Στον Golgi, η προϊνσουλίνη διασπάται από πρωτεάσες σε C-πεπτίδιο και ώριμη ινσουλίνη.
Συσκευασία: Η ινσουλίνη και το C-πεπτίδιο συσκευάζονται σε κυστιδία και αποθηκεύονται στα β-κύτταρα.
Εκκένωση: Όταν τα επίπεδα γλυκόζης στο αίμα αυξάνονται, τα β-κύτταρα εκκρίνουν ινσουλίνη και C-πεπτίδιο στο αίμα.